Αυτή τη λαμπερή ημέρα της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων θεωρώ άνευ αξίας να ασχοληθώ με τη μίζερη πραγματικότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Πέραν όλων των άλλων, δεν παρουσιάζει και κανένα πολιτικό ενδιαφέρον. Τα προσωπικά τους ας τα λύσουν μεταξύ τους, χωρίς κραυγές και ξεφωνητά.
Η σημερινή ημέρα μού έφερε στο μυαλό την ανάλογη του 2004 όταν ξεκινούσαν οι δικοί μας Ολυμπιακοί Αγώνες (13-29 Αυγούστου). Ας δώσω το γενικότερο πλαίσιο. Είχαμε κατακτήσει στο ποδόσφαιρο την πρώτη θέση στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα και στο πολιτικό πεδίο είχε εκλεγεί μια κυβέρνηση με επικεφαλής έναν νέο πολιτικό που εξήγγειλε την επανίδρυση του κράτους, μιας πολυπλόκαμης και άκρως διεφθαρμένης οντότητας. Κυριαρχούσε η αισιοδοξία και η εθνική αυτοπεποίθηση. Αποδείξαμε πως μπορούμε.
Άρα τα πάντα συνέτειναν στο να διοργανώσουμε άψογους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως κι έγινε. Δεν ξέρω αν είμαι τόσο υποκειμενικός, αλλά η τελετή έναρξή τους ήταν ό,τι καλύτερο είχαμε δει μέχρι τότε. Ξεπέρασε και την τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας της Μόσχας (1980), και δίνω σημασία σε αυτό διότι οι Σοβιετικοί ήταν εξπέρ σε παρόμοιες μαζικές εκδηλώσεις. Αποτελούσαν μέρος του πολιτικού τους συστήματος, καθώς εξέπεμπαν τα ιδεολογικά μηνύματα του καθεστώτος.
Σε όσες μέρες διήρκεσαν οι Ολυμπιακοί αγώνες στην Ελλάδα, τα πάντα λειτουργούσαν άψογα. Λες και κάποιος αόρατος μηχανισμός καθοδηγούσε τους χιλιάδες εθελοντές, ενώ τα έκτακτα μέτρα κυκλοφορίας τα σεβάστηκαν με τρόπο απόλυτο οι συνήθως απείθαρχοι Έλληνες οδηγοί. Αν δεν είχες ζήσει στην προηγούμενη Ελλάδα θα νόμιζες πως ήσουν σε μια μεσογειακή Ελβετία.
Τι συνέβη και όλο αυτό το παραδεισένιο αλλά και παραμυθένιο -με την κυριολεξία- σκηνικό κατέρρευσε σχεδόν ευθύς ως έληξαν οι αγώνες; Τόσο πολύ καταπιεστήκαμε δείχνοντας τον καλύτερο μας εαυτό; Από την άλλη πλευρά τόσο πολύ πεθυμήσαμε να επιστρέψουμε στην μιζέρια της γνωστής ελληνικής καθημερινότητας; Τα γεγονότα που επακολούθησαν έδειξαν πως, ναι και καταπιεστήκαμε από το καλό και το λαμπερό και επιθυμήσαμε το μίζερο και το γκρίζο. Φαίνεται πως είμαστε ένας λαός με μεγάλες δυνατότητες όταν εμπνέεται από πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά συγχρόνως δεν αντέχουμε στη διάρκεια. Διότι η διάρκεια απαιτεί οργάνωση, πρόγραμμα, θεσμοθετημένη λογοδοσία και πρωτίστως σεβασμό των κανόνων που ρυθμίζουν την καθημερινότητά μας.
Όλα αυτά δεν τα αντέχουμε. Μας λυγίζουν. Μπορεί να τα ανεχθούμε για λίγες ημέρες και μέχρις εκεί. Για αυτό τον λόγο από το annus mirabilis του 2004 φτάσαμε στο μοιραίο 2009, το έτος της χρεοκοπίας. Πέντε χρόνια μεσολάβησαν και ήταν αρκετά. Από το 2004 δεν έμεινε απολύτως τίποτα εκτός από τις κατασκευές που και αυτές δεν αξιοποιήθηκαν αναλόγως με το πόσο κόστισαν.
Για όλη αυτή την πορεία από τη λάμψη στην κόλαση, υπάρχουν διάχυτες ευθύνες, πρωτίστως σε αυτούς που μας κυβέρνησαν και ακολούθως στην κοινωνία ολόκληρη που δε θέλησε να κατοχυρώσει το κεκτημένο των δεκαέξι εκείνων ημερών. Ήταν μια ανεπανάληπτη ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι και τη χάσαμε.