Στα τέλη του 2014, το αντιμνημονιακό αφήγημα εξακολουθούσε να κυριαρχεί στον τόπο μας. Το αφήγημα αυτό είχε καλλιεργηθεί τόσο από τους επίδοξους τότε σωτήρες, που δυστυχώς μετά από λίγους μήνες έγιναν κυβέρνηση, όσο και από αυτούς που ευθύνονταν, όχι μόνο για τη μη αποσόβηση της πτώχευσης, έστω και στην τελευταία στροφή πριν από την ευθεία του τερματισμού, αλλά και για την επιτάχυνσή της προς το φώτο-φίνις.
Οι πρώτοι, λέγοντας προφανή ψέματα, υποσχόμενοι τα πάντα σε όλους, πραγματοποιούσαν επέλαση προπαγάνδας πάνω στο εύφορο έδαφος που είχε λιπανθεί από την ψυχική καταπόνηση και από τον διάχυτο οικονομικό αναλφαβητισμό της πλειοψηφίας των πολιτών.
Οι δεύτεροι, διαστρεβλώνοντας τα οικονομικά μεγέθη και τη στατιστική καταγραφή τους, προέβαιναν σε ένα παιχνίδι μαγισσών, αποσείοντας από πάνω τους την ευθύνη που κουβαλούσε η «κυβέρνηση της χαρτοπετσέτας» όπως έχει μείνει στην ιστορία, μετά τη σχετική μαρτυρία της Κριστίν Λαγκάρντ.
Σήμερα, 10 χρόνια μετά, στα τέλη του 2024, η ελληνική κοινωνία έρχεται και πάλι αντιμέτωπη με παρόμοιους κινδύνους. Κινδύνους που αφορούν ένα πιθανό πισωγύρισμα, σε περίπτωση που προκύψει ακυβερνησία για ένα ικανό χρονικό διάστημα.
Η κυβέρνηση σήμερα, βάλλεται από τρεις πρώην πρωθυπουργούς.
Ο ένας, εγείρει ενστάσεις σχετικά με την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική απέναντι στην Τουρκία, βασιζόμενος όπως υποστηρίζει σε δήθεν φήμες, σε δήθεν υπόγειες συμφωνίες και σε δήθεν σχεδιαζόμενες υποχωρήσεις, τις οποίες μόνο εκείνος γνωρίζει.
Ο άλλος, εμφανίζει μια ιερή αγανάκτηση κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δήθεν ευθύνεται για τα μνημόνια, έναν έντονο ευρωσκεπτικισμό, ειδικά στο θέμα της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και έναν υπολανθάνοντα αντισυστημισμό με επίρριψη ευθυνών στις «ελίτ».
Μαζί με τους δυο πρώην πρωθυπουργούς και αρχηγούς της Νέας Δημοκρατίας, έχουμε και την επανάκαμψη του Αλέξη Τσίπρα.
Ο οποίος, μέσω μιας προσπάθειας «rebranding», κατηγορεί και αυτός την κυβέρνηση. Απέχοντας από τις εκκαθαριστικές διαδικασίες του Σύριζα και απολαμβάνοντας την πολυτέλεια των γενικόλογων ομιλιών, στα πλαίσια του προσωπικού του ινστιτούτου, έχει τη δυνατότητα να δηλώνει παρών στις εξελίξεις, παρ’ όλο που δεν συμμετέχει άμεσα σε αυτές.
Υπάρχει μια διακριτή διαφορά ανάμεσα στους τρεις πρώην πρωθυπουργούς.
Ο Αντώνης Σαμαράς δεν έχει τη δυνατότητα της ενεργούς επιστροφής στην πολιτική. Ο Κώστας Καραμανλής είναι ήδη συνταξιούχος πολιτικός, καθώς η κοινοβουλευτική του παρουσία μέχρι το 2023, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ενεργή.
Αμφότεροι επιθυμούν να αποτελούν ένα εθνικό κεφάλαιο σοφίας, το οποίο σύμφωνα με τους ίδιους πρέπει να προσφέρει τα φώτα του, ασκώντας κριτική, δίχως ωστόσο να προσφέρει λύσεις.
Και δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώην αρχηγοί της Νέας Δημοκρατίας, δεν προτείνουν κάτι το θετικό. Δεν μοιράζονται με τους πολίτες τις σκέψεις τους και τις προτάσεις τους για το αύριο.
Μόνον υποψιάζονται και καταγγέλλουν. Και ταυτόχρονα, επιμένουν στις δικές τους ερμηνείες για τα ιστορικά γεγονότα. Ερμηνείες που διαψεύδονται από την ίδια την πραγματικότητα.
Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας, είναι έτοιμος να επανακάμψει, και να ξαναγεννηθεί ως Φοίνιξ μέσα από τα συντρίμμια της Αριστεράς. Εμφανίζεται ως άσπιλος και αμόλυντος, λες και δεν κουβαλάει το επιβαρυμένο παρελθόν από την καταστροφική κυβερνητική πολιτική που είχε ακολουθήσει από το 2015 έως το 2019.
Με ιδιαίτερη ευκολία αναφέρεται στην ανάγκη εμβάθυνσης του κράτους δικαίου, αυτός, που σχεδίαζε να κλείσει τους αρμούς στην κυβέρνηση της «Δεύτερης φοράς Αριστερά». Αναφέρεται σε κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές αυτός, που είχε τορπιλίσει την ευρωπαϊκή θέση της Ελλάδας. Μιλάει για αναπτυξιακό σοκ, ο πολιτικός που είχε αντισταθεί με σθένος, εναντίον κάθε επενδυτικής προσπάθειας.
Επιλέγει δε, μέσω αυτού του rebranding, να δομήσει ένα ευρωπαϊκό προφίλ, που ασχολείται με διεθνή προβλήματα, με θέματα παγκόσμιας εμβέλειας και όχι με την ταπεινή εγχώρια πραγματικότητα. Προσπαθώντας εναγωνίως να αποβάλει από πάνω του το λαϊκίστικο χαρακτήρα και τον πολιτικό καιροσκοπισμό των κυβερνητικών του αποτυπωμάτων.
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι σαφές, ότι μέσω των παρεμβάσεών του, θα διεκδικήσει ενεργό ρόλο, όταν οι συνθήκες γίνουν ευνοϊκότερες για τον ίδιο.
Όμως, οι δύο πρώην αρχηγοί της Νέας Δημοκρατίας, τι ακριβώς επιδιώκουν και αναζητούν ευκαιρίες για να εκφράσουν τις διαφοροποιήσεις τους, τις καταγγελίες τους και τις κριτικές τους; Να επανέλθουν στην πολιτική σκηνή; Να επανασχεδιάσουν τον οδικό χάρτη στα ελληνοτουρκικά; Να επαναπροσδιορίσουν τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη; Να «νουθετήσουν», να «συμβουλεύσουν» και να «επαναφέρουν στην τάξη» την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό; Να αναταράξουν τα νερά; Να απελευθερώσουν φυγόκεντρες δυνάμεις, που πιθανά να ενστερνίζονται μέρος των θέσεων που διατυπώνονται;
Για εμένα τουλάχιστον, αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Ίσως, να απαντηθούν στις επόμενες παρουσιάσεις βιβλίων ή γκαλά που διοργανώνονται από οργανωτές που έχουν ξεκάθαρο αντιπολιτευτικό ρόλο κατά της κυβέρνησης. Οργανωτές, που εκπροσωπούν, όπως υπερηφανεύονται τους «πραγματικούς δεξιούς εντός του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας». Οργανωτές που επιδιώκουν την ανατροπή της κυβέρνησης και τη δημιουργία ακυβερνησίας και οικονομικής ακινησίας.
Η Ελλάδα του 2024 δεν έχει την παραμικρή σχέση με το 2014. Η Ελλάδα αλλάζει. Αναπτύσσεται συνεχώς, μεταρρυθμίζεται, έστω και με χαμηλότερες ταχύτητες από αυτές που θα επιθυμούσαμε και το χρέος της μειώνεται διαρκώς ως προς το ΑΕΠ. Οπότε, όσοι προσπαθούν να μετατρέψουν το 2024 σε νέο 2014, παίζουν ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο παιχνίδι, για όλους εμάς.
Διότι όχι μόνο η ανατροπή, αλλά ακόμα και η επιβράδυνση της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, θα επιφέρει αποτελέσματα που θα τα πληρώσουμε πολύ ακριβά. Και όχι στο πολύ μακρινό μέλλον.