Του Αλέξανδρου Διαμάντη
Στην απόρριψη της ένστασης αντισυνταγματικότητας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ για τον τρόπο εκλογής του ΠτΔ προχώρησε η Βουλή, καθώς πλην του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κανένα άλλο κόμμα δεν τη στήριξε. Επί της ουσίας η συζήτηση κινήθηκε στη λογική εάν η παρούσα Βουλή δεσμεύεται από τις «κατευθύνσεις» που είχε δώσει η προηγούμενη Βουλή, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Νέα Δημοκρατία και Κίνημα Αλλαγής χαρακτήρισαν πρωτόγνωρη την ένταση, για παράδειγμα ο Γ. Γεραπετρίτης υπογράμμισε ότι δεν έχει συμβεί από το 1864(!), αλλά τελικά δέχτηκαν να διεξαχθεί. Από την πλευρά του ο Γιώργος Κατρούγκαλος υποστήριξε ότι η ΝΔ επιχειρεί ένα κόλπο, ευτελίζοντας την αναθεώρηση και εξομοιώνοντας τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και διοικητή ΔΕΚΟ! Ο Πρόεδρος της Βουλής, Κ. Τασούλας τόνισε, από την πλευρά του, πως η Νέα Δημοκρατία ενδιαφέρεται να μην μετατρέπεται η διάταξη από συναινετική παρότρυνση σε πρόκληση ακυβερνησίας και απαντώντας στον Γ. Κατρούγκλο υπογράμμισε ότι «δεν ήταν κόλπο, ήταν στοιχειώδης πράξη προστασίας του Συντάγματος και της Δημοκρατίας». Ο Κ. Τζαβάρας καταλόγισε στον ΣΥΡΙΖΑ προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων, ενώ ο Γ. Γεραπετρίτης προσέθεσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραβιάζει και τον Κανονισμό της Βουλής, καθώς ενστάσεις αντισυνταγματικότητας προβλέπονται μόνο στην προτείνουσα Βουλή.
Κατά της ένστασης τάχθηκε από το Κίνημα Αλλαγής ο Ανδρέας Λοβέρδος, σημειώνοντας πως «είναι δημοκρατικό ατόπημα, δεν θα το κάνουμε». Σύμφωνα με τον ίδιο η προηγούμενη Βουλή δεν μπορεί να δεσμεύει την επόμενη, με δεδομένο άλλωστε πως υπάρχει νωπή λαϊκή εντολή. Από την πλευρά του ο βουλευτής του ΚΚΕ, Γιάννης Γκιόκας αφού σημείωσε ότι το ζήτημα είναι πολιτικό, συμπλήρωσε ότι «παίζονται πολιτικά παιχνίδια με συνταγματικό προκάλυμμα και δεν συμμετέχουμε στην ψηφοφορία αυτής της διαδικασίας».
Νωρίτερα, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε αίτηση αντισυνταγματικότητας για το άρθρο 32 του Συντάγματος, υποστηρίζοντας ότι η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας «παραβιάζει τα διαδικαστικά όρια της αναθεώρησης, εφόσον είναι αντίθετη με την απόφαση της πρώτης αναθεωρητικής Βουλής με την οποία προσδιορίσθηκε η κατεύθυνση και οριοθετήθηκε το εύρος της αναθεωρητικής εξουσίας της παρούσας Βουλής, ορίζοντας σε περίπτωση αδυναμίας κοινοβουλευτικής εκλογής άμεση εκλογή του Προέδρου».