Β. Βασιλειάδης: Δεχόμαστε την Προανακριτική για να μην υπάρχει οποιαδήποτε σκιά
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ / EUROKINISSI
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ / EUROKINISSI

Β. Βασιλειάδης: Δεχόμαστε την Προανακριτική για να μην υπάρχει οποιαδήποτε σκιά

«Με στόχο να μη μείνει καμία πτυχή ανεξερεύνητη η Νέα Δημοκρατία δέχεται τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής», επισημαίνει στην εισήγησή του ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Βασίλης Βασιλειάδης, στο πλαίσιο της σχετικής συζήτησης στη Βουλή με αντικείμενο την αναζήτηση τυχόν ευθυνών του Χρήστου Τριαντόπουλου για το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

«Εδώ και δύο χρόνια, η αντιπολίτευση, είτε κάποιες φορές με πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ είτε με πρωτοβουλίες του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί συστηματικά, συντεταγμένα και στοχευμένα, να δηλητηριάσει τον δημόσιο διάλογο γύρω από το ζήτημα των Τεμπών», τόνισε ο κ. Βασιλειάδης.

Ολόκληρη η εισήγηση του κ. Β. Βασιλειάδη

«Συζητάμε σήμερα για τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, τα άρθρα 153 επί του Κανονισμού της Βουλής και του νόμου περί της «Ποινικής Ευθύνης των Υπουργών», έπειτα από πρόταση που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ για την διερεύνηση της ενδεχόμενης τέλεσης του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 3/3 και 6/3/2023 από τον πρώην Υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ κ. Χρήστο Τριαντόπουλο.

Εδώ και δύο χρόνια, η αντιπολίτευση είτε κάποιες φορές με πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ, είτε με πρωτοβουλίες του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί συστηματικά, συντεταγμένα και στοχευμένα, να δηλητηριάσει τον δημόσιο διάλογο γύρω από το ζήτημα των Τεμπών.

Παρόλο που κρύβεται πίσω από έναν μανδύα ενδιαφέροντος, στην πραγματικότητα επιδιώκει να αποκομίσει πολιτικά οφέλη από τον πόνο των ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους, καθώς και να εργαλειοποιήσει την επιταγή της κοινωνίας για απόδοση δικαιοσύνης.

Η βασική στόχευση όμως της αντιπολίτευσης δεν είναι ούτε η απόδοση δικαιοσύνης, ούτε η αναζήτηση των αιτιών του δυστυχήματος, ούτε καν η αποφυγή της επανάληψής του στο μέλλον.

Ο μόνος στόχος είναι να φθείρει την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Και αυτό θα ήταν λογικό, αν δεν ήταν τόσο τραγικός ο τρόπος της εργαλειοποίησης που γίνεται.

Έχουν περάσει δύο χρόνια μέσα στα οποία η αντιπολίτευση μεταπηδά από κατηγορία σε κατηγορία χωρίς να προσκομίζει τις απαραίτητες αποδείξεις, να κάνει ασύνδετες συνδέσεις ανάμεσα σε γεγονότα και πράξεις που υποτίθεται ότι έγιναν ως μέρος ενός μυστικού και τέλεια εκτελεσμένου σχεδίου, και να δημιουργεί μια τέτοια σύγχυση, που εν τέλει να μην διακρίνεται η αλήθεια από το ψέμα.

Η λειτουργία αυτή είναι γνωστή στη θεωρία της παραπληροφόρησης.

Το θολό τοπίο όπου ενυπάρχουν η δαιμονοποίηση του αντιπάλου, ισχυρισμοί που δεν αποδεικνύονται αλλά ρίχνονται κατά ριπάς προκειμένου να στοιχειοθετήσουν μια απροσδιόριστη κατηγορία για να μη χρειάζονται αποδείξεις.

Η συχνή επανάληψη της κατηγορίας αυτής χωρίς συγκριμένο ώστε να αφομοιωθεί ως πρακτική - είναι μερικά μόνο εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε εκστρατείες επιρροής.  

Ο στόχος φυσικά δεν είναι άλλος από την αποσταθεροποίηση και τη δημιουργία κλίματος αμφιβολίας και αναξιοπιστίας.

Το πρόβλημα είναι πως αυτή η αμφιβολία και αναξιοπιστία που καλλιεργείται από την αντιπολίτευση, δεν στρέφεται μόνο κατά της κυβέρνησης, αλλά και ενάντια σε ανεξάρτητους θεσμούς, σημαντικούς για την εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Έχετε φτάσει πλέον στο σημείο να λέτε ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη.

Στον θεσμό δηλαδή της δικαιοσύνης πριν καν αυτή καταλήξει στο οτιδήποτε.

Και μετά μιλάτε για το κράτος δικαίου.

Μα στο κράτος δικαίου η δικαιοσύνη πρέπει να αφεθεί να κάνει τη δουλειά της με νηφαλιότητα και ηρεμία, χωρίς προσπάθειες καπέλωσης των διαδικασιών.

Και αυτό είναι κάτι που κάνει η Νέα Δημοκρατία.

Δεν προσπάθησε ποτέ, και όχι μόνο τώρα, αλλά και σε παλαιότερες υποθέσεις, να προκαταβάλλει τον δημόσιο διάλογο ώστε να ασκήσει έμμεσες πιέσεις προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Και είμαστε συνεπείς και πιστοί σε αυτήν την πεποίθηση και αυτό φαίνεται και από τη μέχρι τώρα πολιτική μας στάση.

Δεχτήκαμε την εξεταστική επιτροπή για τα Τέμπη που ολοκληρώθηκε πριν ένα χρόνο.

Ο πρωθυπουργός και όλοι οι αρμόδιοι υπουργοί ποτέ δεν αρνήθηκαν να μιλήσουν στη Βουλή, όποτε αυτό ζητήθηκε για διάφορες κατηγορίες που κατά καιρούς εφηύρε η αντιπολίτευση.

Σήμερα συζητούμε την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για τη σύσταση της προκαταρκτικής επιτροπής για τον πρώην υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ κ. Τριαντόπουλο.

Ακόμα και το ίδιο το περιεχόμενο της πρότασης του ΠΑΣΟΚ για την προκαταρκτική επιτροπή δεν περιλαμβάνει ενδείξεις τέλεσης αξιόποινης πράξης από τον τότε Υφυπουργό στον Πρωθυπουργό Χρήστο Τριαντόπουλο, ενώ το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ επιβεβαιώνει επί λέξη ότι:

«Η κυβέρνηση ήταν παρούσα στον τόπο του ατυχήματος από τις πρώτες ώρες μετά το δυστύχημα με υπουργούς και γενικούς γραμματείς διαφόρων υπουργείων, αλλά όλοι λειτουργούσαν με ρόλο παρατηρητή, χωρίς κάποιον να ενεργεί με επίσημο τρόπο δίνοντας εντολές».

Άρα, από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, προκύπτει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για παράβαση καθήκοντος, όπως μας κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ.

Για να μην υπάρχει όμως η οποιαδήποτε σκιά δεχόμαστε να συσταθεί η Προκαταρκτική Επιτροπή ώστε να μη μείνει καμία πτυχή ανεξερεύνητη.

Διότι από την πρώτη στιγμή του δυστυχήματος, η Νέα Δημοκρατία ήθελε να λάμψει η αλήθεια, διότι επιθυμούμε τη διαφάνεια.

Έχει, όμως, μεγάλη σημασία να είμαστε προσεκτικοί διότι πλέον έχουμε φτάσει σε μια κρίσιμη διαπίστωση: Τα πολιτικά επιχειρήματα δεν βγάζουν και δεν μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα.

Συμπεράσματα βγάζουν τα στοιχεία και η δικαιοσύνη.

Εάν θέλουμε επομένως να είμαστε σωστοί απέναντι στην ιστορία θα πρέπει με τη σύσταση της επιτροπής να μιλήσουμε με νομικούς όρους και όχι με πολιτικούς.

Εν προκειμένω άλλωστε η Βουλή ασκεί κατά το Σύνταγμα μια αρμοδιότητα δικαστικής φύσεως.

Θα πρέπει συνεπώς να αφήσουμε πίσω μας τις έωλες κατηγορίες και τους ανεδαφικούς ισχυρισμούς που διατυπώνονται με πολιτικές σκοπιμότητες και να μιλήσουμε με απτά στοιχεία.

Στην πολιτική επιτρέπεται να κάνεις προσωπικές επιθέσεις και να ορθώνεις κατηγορίες που δεν χρειάζονται απαραίτητα αποδείξεις για να σπιλώσεις την εικόνα του αντιπάλου σου.

Δεν είναι απαραίτητα μια δόκιμη μέθοδος, είναι όμως μια επιλογή.

Όταν όμως καλούμαστε από τον Ελληνικό λαό να διαπιστώσουμε ουσιαστικές ευθύνες για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα όπως το δυστύχημα των Τεμπών, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε το θέμα με θεσμικότητα και υπευθυνότητα.  

Και ξέρετε, η επιταγή του κόσμου που συγκεντρώθηκε την Παρασκευή σε όλη την Ελλάδα έχει την ίδια βαρύτητα και για την αντιπολίτευση.

Ο ελληνικός λαός ζητάει αλήθεια και δικαιοσύνη.

Ζητάει υπευθυνότητα.

Και είναι χρέος όλων μας να το αποδείξουμε.

Επομένως, πρέπει να μπει ένα τέλος στις γενικές πολιτικές κατηγορίες και να μιλήσουμε πλέον με δεδομένα και αποδείξεις.

Αυτό επιτάσσει η θεσμικότητα και η πολιτική σοβαρότητα. Αυτό νομίζω ζήτησε και ο ελληνικός λαός την Παρασκευή.

Η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης είναι μια θεσμική λειτουργία στο πλαίσιο της Βουλής που έχει δικαίωμα και υποχρέωση διερεύνησης των πραγματικών συνθηκών που επικράτησαν κατά τη διαχείριση της κατάστασης μετά το δυστύχημα, για να διαπιστώσει αν υφίστανται παρόλα τα μέχρι σήμερα δεδομένα οι οποιεσδήποτε ενδείξεις τέλεσης αξιόποινης πράξης.

Είναι σημαντικό λοιπόν και πολιτικά υπεύθυνο στις συζητήσεις της επιτροπής να μιλήσουμε με θεσμικότητα και με νομική βάση.

Να μιλήσουμε με αποδείξεις και να διερευνήσουμε με βάση την αλήθεια και όχι τη σκοπιμότητα.

Στη Νέα Δημοκρατία πάντοτε κινούμασταν σε αυτό το πλαίσιο και αυτό ήταν που ζητήσαμε και εμείς από την πρώτη στιγμή: να υπάρξει φως σε όλες τις πτυχές αυτού του δυστυχήματος, ώστε να μην το ζήσουμε ποτέ ξανά.

Και ο στόχος μας προς αυτή την κατεύθυνση είναι διττός: Από τη μια να βρούμε τα ακριβή αίτια του δυστυχήματος και από την άλλη, να αποκαταστήσουμε τα χρόνια προβλήματα των σιδηροδρόμων, πατάσσοντας παράλληλα τις χρόνιες παθογένειες.

Απόδειξη της προσπάθειας της κυβέρνησης είναι η δημιουργία του ΕΟΔΑΣΑΑΜ. Ενός οργανισμού που συστάθηκε ακριβώς για να καλύψει το θεσμικό έλλειμμα στη διερεύνηση τέτοιου είδους δυστυχημάτων και που η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη τον θέσπισε ως ένα ακόμα βήμα προς τη διαφάνεια.

Οι πράξεις της κυβέρνησης δηλαδή από μόνες τους αντικρούουν τα επιχειρήματα περί συγκάλυψης της αντιπολίτευσης.

Το κυριότερο όμως πρόβλημα στην άρθρωση των κατηγοριών είναι η σύγχυση.

Η συστηματική μετατόπιση ανάλογα με τα εκάστοτε στοιχεία που βγαίνουν στη δημοσιότητα προκειμένου να ταιριάζει η εκάστοτε κατηγορία με το αφήγημα περί συγκάλυψης.

Ας δείξουμε, λοιπόν, τη δέουσα πολιτική υπευθυνότητα και σοβαρότητα απέναντι στους πολίτες και τους εαυτούς μας βάζοντας ένα τέλος σε κυκλικές λογικές και πλάνες και αρχίζοντας να μιλάμε με στοιχεία και αποδείξεις».