Μετά από μία πολύωρη διαδικασία που ξεκίνησε από την Τετάρτη (4/12), ολοκληρώθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής, η συζήτηση και ψήφιση του νομοσχεδίου του υπουργείου Εργασίας, για την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αναπροσαρμογή μισθών του δημοσίου τομέα.
Είχε προηγηθεί ονομαστική ψηφοφορία που είχε ζητήσει το ΚΚΕ, επί της αρχής και των άρθρων 1-15 του νομοσχεδίου.
Συγκεκριμένα, ψήφισαν 296 βουλευτές με τους 157 να τάσσονται υπέρ και τους 139 κατά.
Νωρίτερα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε τη δέσμευση της κυβέρνησης για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ και του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ, ενώ επισήμανε πως από το 2027 θα υπάρξει νομοθετική ρύθμιση, ώστε ο κατώτατος μισθός να μη μειωθεί ξανά.
Αναλυτικά το κομμάτι της ομιλίας του πρωθυπουργού για τον κατώτατο μισθό
«Το νομοσχέδιο το οποίο συζητούμε σήμερα μπορεί να έχει τον χαρακτήρα μίας τεχνικής προσαρμογής σε μία ευρωπαϊκή οδηγία, πιστεύουμε όμως ότι αποτελεί μία πολύ σημαντική αλλαγή στην αγορά εργασίας και μία τολμηρή, θα έλεγα, τομή στην εξέλιξή της, με θεμέλιο τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού. Τη βάση, δηλαδή, των αποδοχών που στο εξής, από το 2027 και μετά για να ακριβολογώ, θα ακολουθούν μόνο ανοδική πορεία, στηριγμένες μάλιστα σε ένα αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού, που θα καλύπτει τον ετήσιο πληθωρισμό αλλά θα λαμβάνει, προφανώς, υπόψη και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Ουσιαστικά, το νομοσχέδιο αυτό κλείνει οριστικά μία πολύ δύσκολη εποχή για τη χώρα, την εποχή των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, και κάνει ένα σημαντικό βήμα ώστε η βασική αμοιβή, ο κατώτατος μισθός, να μην συνιστά απλώς ένα μέσο επιβίωσης, αλλά την αρχή ενός ανοδικού κύκλου επαγγελματικής και ατομικής προκοπής. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, από την αρχή της οικονομικής κρίσης χιλιάδες νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας ήταν από τις πιο αδικημένες κοινωνικά κατηγορίες. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η βελτίωση της θέσης τους ήταν και παραμένει προτεραιότητά μας.
Να θυμίσω στα έδρανα της αντιπολίτευσης και ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κυβερνούσε έως το 2019, ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, όταν μας εμπιστεύτηκε για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός, ήταν 650 ευρώ. Την τελευταία πενταετία το ποσό αυτό έχει αυξηθεί στα 830 ευρώ, συμπαρασύροντας προς τα πάνω προφανώς και τις τριετίες και τα πολλά επιδόματα τα οποία συνδέονται με αυτόν.
Και όχι μόνο αυτό, η κυβέρνηση δεσμεύθηκε πριν από τις εκλογές του 2023 ότι ο κατώτατος μισθός το 2027 θα φτάσει τα 950 ευρώ και αυτή τη δέσμευσή μας θα την τηρήσουμε στο ακέραιο. Μιλάμε για μια συνολική αύξηση 46%.
Και βέβαια, εκφράσαμε το 2023 την προσδοκία ότι οι συνολικές μας πολιτικές θα οδηγήσουν και στην αύξηση του μέσου μισθού από λίγο παραπάνω από 1.000 ευρώ που ήταν το 2019 στα 1.500 ευρώ. Και εκτιμώ ότι τον στόχο αυτόν όχι μόνο θα τον πετύχουμε αλλά θα τον ξεπεράσουμε κιόλας.
Και θα ήταν καλό στο σημείο αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επειδή πολλές φορές γίνονται συγκρίσεις με άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες δεν στηρίζονται σε αντικειμενικά δεδομένα, να συμφωνήσουμε τουλάχιστον ότι αυτή είναι η εικόνα -το λέω, κ. Ανδρουλάκη, κ. Φάμελε, υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί- για το τι συμβαίνει με τον κατώτατο μισθό στη χώρα μας σε σχέση με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η Ελλάδα είναι στην 11η θέση στην Ευρώπη. Δεν είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη, όπως συχνά ισχυρίζονται κάποιοι. Καταθέτω, λοιπόν, τον σχετικό πίνακα στα πρακτικά. Και αυτό καταδεικνύει ότι οι πολιτικές αυξήσεως του κατώτατου μισθού και στήριξης των πιο αδύναμων εργαζόμενων έχουν επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα και ως προς τα συγκριτικά στοιχεία σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Όμως, για να μπορεί αυτή η διαρκής αναβάθμιση του εισοδήματος και πέραν του 2027 να συνεχίζεται, το παρόν νομοσχέδιο καθιερώνει δυο απλές αρχές: ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας δεν μπορεί να μειώνεται παρά μόνο να αυξάνεται, και δεύτερον ότι το ακριβές ύψος της αύξησης θα καθορίζεται από έναν αντικειμενικό μηχανισμό, ο οποίος θα συμπεριλαμβάνει δύο, και πάλι αντικειμενικούς, υποδείκτες. Ποιοι είναι αυτοί; Η ανάπτυξη και η παραγωγικότητα της οικονομίας και η ετήσια πορεία του πληθωρισμού.
Γιατί προφανώς - νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε - αν ο κατώτατος μισθός αυξάνεται με ρυθμούς μεγαλύτερους, πολύ μεγαλύτερους από αυτή τη φόρμουλα, όπως ενδεχομένως κάποιοι να εισηγούνται, αυτό δεν θα ήταν μια πολιτική επιλογή ανώδυνη για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Διότι δεν μπορούμε να βλέπουμε μόνο την αύξηση του μισθού ως ένα σημαντικό εργαλείο βελτίωσης του εισοδήματος των ασθενέστερων εργαζόμενων, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και τις πραγματικές αντοχές των επιχειρήσεων.
Και επειδή μέχρι σήμερα η ελληνική οικονομία έχει αποδείξει ότι μπορεί να δημιουργεί θέσεις εργασίας, να αποκλιμακώνει την ανεργία, η οποία ειρήσθω εν παρόδω έφτασε σχεδόν στο 9%, από πάνω από 17% που ήταν όταν ήρθαμε στα πράγματα, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον κατώτατο μισθό, είναι πολύ σημαντικό αυτό το μείγμα πολιτικής να μπορεί να συνεχιστεί.
Και βέβαια, θέλω να τονίσω ότι δεν λαμβάνουμε υπόψη τον συνολικό πληθωρισμό στον αλγόριθμο καθορισμού του κατώτατου μισθού, αλλά ένα υποσύνολό του, συγκεκριμένα τις μεταβολές του δείκτη τιμών στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας.
Κατά την άποψή μας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτή η πολιτική, της διαρκούς στήριξης των εισοδημάτων των πολιτών ώστε να έχουμε αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς, είναι και η μόνη πολιτική η οποία απαντά ριζικά στο πρόβλημα της ακρίβειας»