Με την αναγνώριση, από τη συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων, της αναγκαιότητας για την ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας, άρχισε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, η επεξεργασία του σχετικού νομοσχεδίου, του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας χαρακτήρισε το νέο νομοθετικό πλαίσιο, ως «βήμα προόδου, και μία πραγματική, ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα δώσει τη δυνατότητα να διευκολυνθεί και να εκσυγχρονιστεί η δικαιοσύνη». Παράλληλα προανήγγειλε ότι «το επόμενο νομοσχέδιο θα αφορά τη νέα σχολή δικαστικών, για να λήξει, μια και καλή το πρόβλημα με την υποστελέχωση των δικαστηρίων», όπως είπε.
«Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι στους δικαστές αλλά στους δικαστικούς υπαλλήλους. Και δεν υπάρχει κανένας προσωπικός σχεδιασμός. Νομοθετούμε με βάση τις πραγματικές ανάγκες που υπαγορεύονται από τις εκκρεμότητες του παρελθόντος και την ίδια τη σημερινή πραγματικότητα. Οι προσπάθειες που γίνονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την κυβέρνηση στη βάση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων, έχουν όλες ένα και μόνο στόχο. Πως θα αντιμετωπίσουμε και θα λύσουμε τα διαχρονικά προβλήματα και τις παθογένειες που υπάρχουν στο χώρο της δικαιοσύνης», τόνισε ο κ. Τσιάρας, χαρακτηρίζοντας «ως κορυφαίο το νομοσχέδιο με τις αλλαγές στον κώδικα δικαστηρίων που ψηφίστηκε».
«Η Ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας είναι ένα μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο και χαίρομαι που η πλειοψηφία το αναγνώρισε ως αίτημα ανάγκης και ζητούμενο, που προέρχεται σχεδόν από τη σύσταση του ελληνικού κράτους», ανέφερε ο υπουργός Δικαιοσύνης. Παράλληλα, αναγνώρισε ότι «επιδιώχθηκε πολλές φορές, μετά τη μεταπολίτευση, από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, η δημιουργία δικαστικής αστυνομίας χωρίς όμως ποτέ να καταφέρουμε να φθάσουμε σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα». «Η Δικαστική αστυνομία δεν θα λύσει το πρόβλημα της υποστελέχωσης αλλά θα συμπληρώσει τα κενά που υπάρχουν, όπως η φύλαξη δικαστικών αιθουσών, απαλλάσσοντας ταυτόχρονα της ΕΛΑΣ από την υποχρέωση αυτή που έχει σήμερα», σημείωσε.
Έμφαση έδωσε ο κ. Τσιάρας και στο εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που, όπως τόνισε, «θα στηρίξει την προανακριτική διαδικασία και θα ενισχύσει το δικαιοδοτικό έργο των δικαστών». Ταυτόχρονα, διευκρίνισε ότι υπάρχουν δεσμεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, για αυτό πρέπει μέχρι 30/9/2022 να εκδοθούν τα προεδρικά διατάγματα για την στελέχωση και λειτουργία της Δικαστικής Αστυνομίας.
«Η ουσία είναι ότι αυτή τη στιγμή γίνεται ένα γενναίο βήμα, που αφορά ένα πάγιο αίτημα όλων των εμπλεκομένων με τη δικαιοσύνη, εδώ κα δύο αιώνες. Είναι μία πολύ σημαντική μεταρρύθμιση που ενισχύει την ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος ακολουθώντας παράλληλα τον ευρωπαϊκό βηματισμό. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται πίσω στην ενσωμάτωση του πεδίου διεύρυνσης. Πολύ λίγες χώρες έχουν ενσωματώσει τη σχετική οδηγία και η Ελλάδα είναι ενδεχομένως σε πολύ καλύτερο επίπεδο από πολλές άλλες χώρες της ΕΕ σε αυτή τη κατεύθυνση», τόνισε.
«Στόχος είναι στο χώρο της δικαιοσύνης να υπάρχει ένα σταθερό παιδαγωγικό μήνυμα και είναι ευθύνη όλων να εκπέμπουμε μήνυμα σοβαρότητας και ο λόγος μας να μην είναι μόνο αντιπολιτευτικός αλλά λόγος ουσιαστικός για να κάνουμε το επόμενο μεταρρυθμιστικό βήμα», κατέληξε ο κ. Τσιάρας.
Ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξανδρος Αυλωνίτης, σημείωσε ότι «δεν είναι κακό το νομοσχέδιο, ικανοποιεί ένα διαχρονικό και πάγιο αίτημα των εμπλεκομένων στο χώρο της δικαιοσύνης» ενώ αναγνώρισε ότι ο υπουργός, έλαβε υπόψη του τις προτάσεις που είχε ήδη ετοιμάσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μετά από διαβούλευση, για την ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας. Πρόσθεσε δε, ότι «και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έχει επιβεβαιώσει την πρόθεση να δημιουργηθεί δικαστική αστυνομία», προσθέτοντας ότι «είναι ένας θεσμός που έχει καθιερωθεί και σε άλλες χώρες, με στόχο τον εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης και την έκδοση γρήγορων δικαστικών αποφάσεων».
Το ίδιο θετικός εμφανίστηκε και για τη πρόσληψη εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού, καθώς, όπως είπε, θα επιταχύνει την ποινική δίκη με την γρήγορη εκτέλεση των καταδικαστικών αποφάσεων.
Ωστόσο, ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε ορισμένες επιφυλάξεις για το νομοσχέδιο, φέρνοντας παράδειγμα ότι δεν θα είναι ενεργός δικαστικός αλλά συνταξιούχος ο επικεφαλής της Δικαστικής Αστυνομίας ενώ κλείνοντας ανέφερε ότι το κόμμα του θα τοποθετηθεί συνολικά στην Ολομέλεια, και αφού τοποθετηθούν οι αρμόδιοι εξωκοινοβουλευτικοί φορείς.
Θετικός για την ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας, εμφανίστηκε και ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Χάρης Καστανίδης, σημειώνοντας ότι «πράγματι ήταν πάγιο αίτημα όλων των δικαστικών και δικηγορικών ενώσεων». Ωστόσο, επεσήμανε ότι «υπάρχουν ορισμένες παρατηρήσεις και διαφωνίες για ορισμένες διατάξεις», εκφράζοντας την ελπίδα ότι «η κυβέρνηση θα τις ακούσει και θα προχωρήσει σε βελτιωτικές τροποποιήσεις ώστε να διευκολύνει στην τελική τοποθέτηση».
Όπως είπε ο κ. Καστανίδης, πολλές διατάξεις του νομοσχεδίου περιλαμβάνουν ασάφειες, προχειρότητες και νομοθετικές αστοχίες, εκφράζοντας παράλληλα σοβαρές αμφιβολίες ως προς την μη στελέχωση της δικαστικής αστυνομίας από την ΕΛΑΣ και την μη αξιοποίηση στελεχών της. «Παρέλκει, μετά την πανεπιστημιακή αστυνομία, να υπάρχει δεύτερος τομέας κρατικής αστυνομίας. Πολύ σύντομα θα βρεθούμε σε δημοσιονομικά ελαττώματα αν επιμείνετε στη διατήρηση δεύτερου αστυνομικού τομέα. Θα παρότρυνα, η στελέχωση του να γίνει με αποσπάσεις και μεταθέσεις από την ΕΛΑΣ», ανέφερε μεταξύ άλλων, ο κ. Καστανίδης.
Η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Μαρία Κομνηνάκα, τάχθηκε κατά του νομοσχεδίου, που όπως είπε, «ενισχύει την κατασταλτική λειτουργία του αστικού κράτους, και είναι σε αντίθεση με τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες». «Συνειδητά αδιαφορείτε για τις πραγματικές ανάγκες του λαού, για παράδειγμα την υποστελέχωση στο τομέα της υγείας, της παιδείας και των άλλων δημόσιων υπηρεσιών. Χρονίζουν οι υποθέσεις έκδοσης δικαστικών αποφάσεων γιατί υπάρχει σοβαρό πρόβλημα υποστελέχωσης. Παρά τα επανειλημμένα αιτήματα, αρνείστε τις αναγκαίες προσλήψεις δικαστικών λειτουργών και δεν δείχνετε την ίδια σπουδή να βελτιώσετε τις υποδομές, με την σπουδή σας να δημιουργήσετε μια ακόμα κατασταλτική αστυνομία», ανέφερε η κ. Κομνηνάκα
Συμπλήρωσε: «Επικαλείστε υπαρκτά προβλήματα στα δικαστήρια, που δεν μπορούν να επιλυθούν από τους υπηρετούντες υπαλλήλους, για να δικαιολογήσετε την ίδρυση της δικαστικής αστυνομίας. Δημιουργείτε ένα νέο αστυνομικό σύστημα στο χώρο της δικαιοσύνης με αυξημένες αρμοδιότητες. Εμάς δεν μας βρίσκει σύμφωνους γιατί χειροτερεύει τις συνθήκες για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα του λαού, αντί να βελτιώνει την ίδια τη λειτουργία της δικαιοσύνης και να τηρεί τα εχέγγυα της ελευθερίας». «Στόχος σας δεν είναι πιο αποτελεσματική και καλύτερη απονομή δικαιοσύνης, ούτε η κάλυψη των αναγκών των λαϊκών στρωμάτων, αλλά η επιβολή κατασταλτικών μέτρων προς όφελος των επιχειρηματικών ομίλων, για αυτό εμείς καταψηφίζουμε», κατέληξε η κ. Κομνηνάκα.
Ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Κωσνταντίνος Χήτας, επεσήμανε ότι «μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και τις δυσλειτουργίες που υπάρχουν, οφείλεται στην υποστελέχωση των υπηρεσιών της». Παράλληλα, αναγνώρισε ότι «το νομοσχέδιο στοχεύει στην υποβοήθηση του έργου των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών», σημειώνοντας, ωστόσο, ότι στο τέλος του χρόνου θα φανεί αν θα έχει και θετικό αποτύπωμα στους πολίτες.
Χαρακτήρισε δε, «αναγκαία την λειτουργία Δικαστικής Αστυνομίας για την φύλαξη των δικαστηρίων, την γρήγορη εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και τη στήριξη του έργου των δικαστικών λειτουργών», σημειώνοντας παράλληλα ότι, «το υπουργείο πρέπει να προσέξει να μην δημιουργηθούν υπάλληλοι δύο διαφορετικών καθεστώτων, γιατί αυτό δεν θα οδηγήσει στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων». Ακόμα, ζήτησε «ξεκάθαρες αποσαφηνίσεις ως προς τις αρμοδιότητες της Δικαστικής Αστυνομίας, τις δαπάνες, τον αριθμό και τα κριτήρια των προσλήψεων».
Η ειδική αγορήτρια του ΜέΡΑ25, Μαρία Απατζίδη, δήλωσε «επιφυλακτική ως προς τους στόχους του νομοσχεδίου με τη δημιουργία Δικαστικής Αστυνομίας», τονίζοντας ότι «η κυβέρνηση θεωρεί ότι η αστυνομία είναι η απάντηση για όλα». «Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η σημερινή κυβέρνηση επανέρχεται και στήνει δικαστική αστυνομία αντί για περισσότερους δικαστικούς υπαλλήλους και ενίσχυση της κτιριακής υποδομής. Τίποτα από αυτά δεν κάνει. Δόγμα της κυβερνητικής παράταξης είναι αστυνομία παντού. Η λύση, για αυτή, στα προβλήματα, είναι η αστυνομία. Αστυνομία στα δάση, στα πανεπιστήμια, αντί για μόνιμο προσωπικό», ανέφερε η κ. Απατζίδη, αμφισβητώντας ότι με την δικαστική αστυνομία εξασφαλίζεται η επιτάχυνση και ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας της δικαιοσύνης προς όφελος των πολιτών.
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής της ΝΔ, Ανδρέας Πάτσης, έκανε λόγο για «νομοσχέδιο τομή που καλύπτει ένα πάγιο αίτημα δικαστών, εισαγγελέων και δικηγόρων ώστε να εκσυγχρονιστεί και να επιταχυνθεί η απονομή δικαιοσύνης». «Η σύσταση και λειτουργία της Δικαστικής Αστυνομίας είναι διαπιστωμένη ανάγκη, είναι μια παγκόσμια τακτική με εξαιρετικά αποτελέσματα για την εξασφάλιση πολλών υπηρεσιών των δικαστών, που μέχρι σήμερα δεν μπορούν να λειτουργήσουν με επάρκεια», ανέφερε.
Η επεξεργασία του νομοσχεδίου θα συνεχιστεί στην αρμόδια επιτροπή την ερχόμενη Δευτέρα, 25 Ιουλίου, με ακρόαση αρμόδιων εξωκοινοβουλευτικών φορέων, ενώ την Τρίτη 26 Ιουλίου θα συνεχιστεί σε β΄ ανάγνωση και την αμέσως επόμενη, Τετάρτη 27 Ιουλίου, θα ολοκληρωθεί με τη ψήφισή του από την Ολομέλεια.