Του Γιάννη Σιδέρη
Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία - και ας προσποιείται η κυβέρνηση την έκπληκτη ή την αγανακτισμένη - το μαχαίρι που έβαλε η εκπρόσωπος του γερμανικού ΥΠΟΙΚ στα κυβερνητικά όνειρα - για ταυτόχρονη ψήφιση μέτρων και μεσοπρόθεσμων για το χρέος - με τη δήλωσή της: «πρώτα θα πρέπει να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουμε συμφωνήσει και ύστερα θα εξετάσουμε τα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους».
Το πρόβλημα σχετικά με το χρέος, ξεπερνά το συναισθηματισμό και τον αντι-δυτικισμό με τα οποία το ντύνουμε, ξεπερνά την... κακιά ψυχή του Σόιμπλε, ή τις... χειρουργικές διαθέσεις του ΔΝΤ (του στυλ «κόβουμε τόσο τοις εκατό»).
Γνώριζε η κυβέρνηση - όπως γράψαμε χθες - ότι «η απόφαση για το χρέος δεν ορίζεται εκ των προτέρων, με μια απλή καταφατική ή αρνητική φράση του ΔΝΤ. Αποτελεί με τη σειρά του ένα επιμέρους «πρόγραμμα», και τα μεγέθη του εξαρτώνται από το μέγεθος του ΑΕΠ, από το επιτευχθέν και το προβλεπόμενο πλεόνασμα, από την επιτευχθείσα και προβλεπόμενη ανάπτυξη, αλλά και από τις πολιτικές ανάγκες των δανειστών». Δεν ήταν δική μας γνώμη, αλλά συμπέρασμα της συνομιλίας που είχαμε με κυβερνητικό αξιωματούχο, γνώστη των ήσσονων λεπτομερειών της διαπραγμάτευσης.
Το είχε άλλωστε περιγράψει και ο Σόιμπλε, στο τέλος της προηγούμενης βδομάδας στη Deutsche Welle, όπου παραδέχθηκε ότι υπάρχουν διαφορετικά αθροίσματα και διαφορετικές μέθοδοι υπολογισμού. Υποστήριξε «όταν προσπαθούμε να υπολογίσουμε πώς θα έχει εξελιχθεί το χρέος μέχρι το 2070, μπορεί να καταλήξουμε σε διαφορετικά συμπεράσματα».
Η συνομιλία με τον κυβερνητικό αξιωματούχο, έγινε λίγη ώρα αφότου ο πρωθυπουργός, από άμβωνος της Κ.Ε. είχε αναγγείλει την «ρωμαλέα» απόφαση, ότι χωρίς μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, δεν θα υπάρξει εφαρμογή των μέτρων.
Αμφίσημη τακτική
Ο κ. Τσίπρας έχει μυηθεί από τους αρμόδιους υπουργούς στις δολιχοδρομίες των οικονομικών μαθηματικών που προσδιορίζουν το θέμα, αλλά έχει επιλέξει την τακτική των «αποφασιστικών» εξαγγελιών, με τρεις διαφορετικούς στόχους:
Ο πρώτος είναι να κατασιγάζει τις δυσαρέσκειες στο εσωτερικό του κόμματός του, οι οποίες πάντως, συν τω χρόνω καταλαγιάζουν, αφού τα στελέχη έχουν υποστεί ένα είδος «μιθριδατισμού» στην αποδοχή των μέτρων. Με πόνο ψυχής τα ψηφίζουν όλα.
Ο δεύτερος στόχος είναι το λαϊκό ακροατήριο. Δοκιμασμένη και επιτυχής συνταγή. Ο κ. Τσίπρας εκπέμπει σκοπίμως την εικόνα του ανυποχώρητου και στιβαρού ηγέτη που αντιστέκεται στους ψυχρούς εκτελεστές, ως προασπιστής των λαϊκών συμφερόντων. Εν τη πράξει συνήθως επιτυγχάνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Ωστόσο η αρχική εικόνα μένει, και το προσηνές εκλογικό σώμα το αντιλαμβάνεται στην τσέπη του μετά από καιρό!
Τρίτον ο κ. Τσίπρας, επιδίδεται σε αυτές τις δηλώσεις, εντάσσοντάς τες στην φαρέτρα της διαπραγματευτικής τακτικής του. Κοντολογίς: «για να τα ακούει ο Σόιμπλε». Ωστόσο τα βέλη δεν φτάνουν τόσο μακριά, και απ΄ ό,τι μας έχει δείξει η δίχρονη κυβερνητική θητεία, δεν αγγίζουν τον Σόιμπλε.
Βοήθεια από τα γερμανικά Μέσα
Η ψυχρή λογική δεν είναι με το μέρος μας. Ωστόσο είναι η πρώτη φορά που η πλάστιγγα ενδεχομένως να γείρει υπέρ του ελληνικού αιτήματος. Στη θέληση του ΔΝΤ για ελάφρυνση του χρέους – και πέραν τη φωνής κάποιων ευρωπαίων πολιτικών, όπως π.χ των Μοσκοβισί και Σουλτς - προστίθενται τα δημοσιεύματα του γερμανικού τύπου. Ισως αυτά να είναι η ισχυρότερη βοήθειά μας, παρότι δεν είναι και τόσο τιμητικά για μας (ως δημοσιεύματα συμπόνιας). Είναι όμως το κατάλληλο εργαλείο για να μεταστρέψουν την κοινή γνώμη, ώστε να κάνουν ευκολότερο το έργο των φιλικών προς την Ελλάδα πολιτικών.
Χαρακτηριστικά ήταν τα δημοσιεύματα της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt, που υποστήριξε ότι «οι δανειστές με τους συνεχείς διαξιφισμούς τους βλάπτουν την Ελλάδα», της Tageszeitung, που καταλόγισε στον Σόιμπλε «αντιπαραγωγική πολιτική λιτότητας», ενώ το Spiegel Online δημοσίευσε ρεπορτάζ για τις ελλείψεις αλλά και τις κλινικές αλληλεγγύης, στις οποίες απευθύνονται οι χιλιάδες ανασφάλιστοι και ανήμποροι πολίτες.
Ούτως ή άλλως, θα ξαναζήσουμε μέρες ανησυχίας, καθώς η ειδυλλιακή εικόνα που εξέπεμψε ο πρωθυπουργός, «ψηφίζουμε μαζί μέτρα και μεσοπρόθεσμα για τα χρέος», δεν είναι τόσο ευκρινής και αυτονόητη.
(φωτογραφία: SOOC)