Τα πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που κατέδειξαν ότι την περασμένη χρονιά στην Ελλάδα καταγράφηκε μία γέννηση ανά δύο θανάτους, αποτελούν την κορύφωση μιας πορείας μισού αιώνα και στέλνουν σήμα κινδύνου για την πολιτεία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτήρισε το δημογραφικό «υπαρξιακό στοίχημα για το μέλλον μας» και «εθνικό κίνδυνο». Θα ίσχυε το ίδιο για κάθε χώρα, πόσω δε μάλλω για μια χώρα σαν την Ελλάδα, που βρίσκεται, όπως και ο ίδιος είπε, «σε μια κομβική περιοχή του χάρτη».
Η μείωση του πληθυσμού, άλλωστε, δεν αφορά μόνο τη στατιστική αρχή, αφορά και την επιβίωση ενός έθνους, με γεωστρατηγικές συνέπειες. Για το λόγο αυτό, το δημογραφικό μπαίνει στις πρώτες προτεραιότητες της πολιτείας, που καλείται να επαναχαράξει εθνικές στρατηγικές και να απαντήσει όχι θεωρητικά, αλλά πρακτικά στους ανασταλτικούς παράγοντες της σημερινής εποχής.
Ειδικά για την Ελλάδα, η δεκαετής οικονομική κρίση αποτέλεσε έναν καθοριστικό αρνητικό παράγοντα, που έβαλε τη σφραγίδα του στο δημογραφικό. Η αλλαγή της εικόνας θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πρώτο θετικό βήμα, ώστε να ξεπεραστούν αντικειμενικά εμπόδια στις αποφάσεις των μελλοντικών γονέων.
Σήμερα, η πορεία της ελληνικής οικονομίας, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, που καταγράφει, η μείωση της ανεργίας, η στήριξη των εισοδημάτων, μπορούν να δημιουργήσουν ένα πιο ευοίωνο περιβάλλον -όπως επεσήμανε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης- που, όμως, δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνο του απάντηση στη δημογραφική κρίση.
Για το λόγο αυτό, η κυβέρνηση προχώρησε στην ίδρυση του Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, με στόχο να ενοποιηθούν προτεραιότητες και να καταρτισθεί ένα εθνικό σχέδιο για τη στήριξη της οικογένειας, με τη δημιουργία ενός πλέγματος πολιτικών και δράσεων, που θα καλύπτει το σύνολο των εμπλεκόμενων τομέων, από την οικονομία και την εργασία, έως τη στέγη, την παιδεία, αλλά και την καθημερινότητα.
Πρόκειται για μια «αλυσίδα» -που εμπλέκει την πολιτεία, τους επιχειρηματικούς φορείς και την αγορά εργασίας- που πρέπει να λειτουργεί στην οικονομικο-κοινωνική ζωή για να υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις και να απομένει μόνο η προσωπική απόφαση κάθε πολίτη για την οικογένεια, που θέλει να αποκτήσει.
Η κυβέρνηση άρχισε από την προηγούμενη τετραετία και συνεχίζει μια σειρά πολιτικών, με στόχο την ενίσχυση των γεννήσεων, δίνοντας οικονομικά και προσωπικά κίνητρα. Στην οικονομική πολιτική έχουν ήδη θεσπιστεί, η αύξηση του αφορολόγητου για νοικοκυριά με παιδιά, κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, η καταβολή εφάπαξ επιδόματος 2.000 ευρώ για κάθε νέα γέννηση, η αύξηση των επιδομάτων τέκνων στα μισθολόγια του Δημοσίου, που ενισχύονται από 1/1/24, η παραμονή στο χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ για τα βρεφικά και παιδικά είδη.
Παράλληλα, αναμορφώνεται το πλαίσιο δικαιωμάτων στην εργασία για τους γονείς, όπως για παράδειγμα οι γονικές άδειες, που έχουν αυξηθεί στους εννέα από τους έξι μήνες και αφορούν πλέον και στον πατέρα, προβλέποντας ειδικές διευκολύνσεις για τις μονογονεϊκές οικογένειες.
Με στόχο να ανταποκριθεί και η λειτουργία της εκπαίδευσης στα δεδομένα της σύγχρονης ζωής, η κυβέρνηση σχεδιάζει να στηρίξει το πλαίσιο αυτό και με πρόσθετους χρηματοδοτικούς πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε να δημιουργηθούν δεκάδες χιλιάδες θέσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και κέντρα δημιουργικής απασχόλησης και να επεκταθούν τα ολοήμερα σχολεία, διασφαλίζοντας ευρύτερο ωράριο λειτουργίας έως το απόγευμα, προκειμένου να καλύπτουν τις ανάγκες των εργαζόμενων γονέων.
Δράσεις, όπως οι «Νταντάδες της Γειτονιάς», η αύξηση του voucher που θα φτάνει μέχρι τα 500 ευρώ το μήνα για κάθε παιδί, αποτελούν μέτρα προς την κατεύθυνση εναρμόνισης της εργασιακής με την οικογενειακή ζωή.
Σε μια προσπάθεια να καλυφθούν ανάγκες, όπως η στέγη, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα για νέα ζευγάρια, υλοποιείται το πρόγραμμα «Σπίτι μου», για την πρώτη κατοικία 150.000 νέων, ενώ καθιερώνεται ο θεσμός του «Πρώτου Ενσήμου», που ευνοεί την είσοδο στην εργασία χωρίς προϋπηρεσία.
Προφανώς, το δημογραφικό δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρο τον δυτικό κόσμο και τα αίτιά του εκτείνονται σε όλα τα πεδία πολιτικής, από την οικονομία και τις κοινωνικές συνθήκες, έως τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η κινητοποίηση για την αντιμετώπισή του είναι πλέον πανευρωπαϊκή, με την Κομισιόν να παρουσιάζει μία «δημογραφική εργαλειοθήκη», προτείνοντας σειρά πολιτικών δράσεων και χρηματοδοτικών εργαλείων, που υπάρχουν και που τα κράτη-μέλη καλούνται να αξιοποιήσουν.