Τα ιδιωτικά ΑΕΙ πρέπει να υπάρξουν στην Ελλάδα για λόγους που έχουν αναλυθεί επαρκώς. Τι γίνεται όμως με τα δημόσια ΑΕΙ και τη σύγκρισή τους με τα ιδιωτικά; Για να είναι εφικτή η σύγκριση, υφίσταται μια και μόνη αναγκαία συνθήκη. Να υπάρξει ουσιαστικό αυτοδιοίκητο στα δημόσια ΑΕΙ, όπως θα υπάρξει και στα ιδιωτικά.
Κάθε λίγο, ακούμε για ενίσχυση του αυτοδιοίκητου των δημόσιων πανεπιστημίων, αλλά οι εξαγγελίες αφορούν μη ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Τα δημόσια πανεπιστήμια σήμερα δεν καθορίζουν τον τρόπο εκλογής των οργάνων τους. Δεν μπορούν να προσλάβουν εγκαίρως ακαδημαϊκό προσωπικό, με τις διαδικασίες να απαιτούν πολύ χρόνο διότι εγκρίνονται από το Υπουργείο Παιδείας.
Δεν μπορούν να προσαρμόσουν τα προγράμματα σπουδών γρήγορα και να τα συνδέσουν με την αγορά ή να ιδρύσουν γρήγορα προγράμματα από κοινού με πανεπιστήμια της αλλοδαπής γιατί και πάλι απαιτείται έγκριση από το Υπουργείο. Δεν μπορούν να αποφασίσουν τη μεταστέγαση τμημάτων σε άλλη πόλη εκεί όπου υπάρχουν αλλά τμήματα της ίδιας σχολής διότι η απόφαση ανήκει στο Υπουργείο (παράδειγμα το Xρηματοοικονομικό της Πρέβεζας, με το Oικονομικό Tμήμα να βρίσκεται στα Ιωάννινα). Δεν μπορούν ούτε τα αδέσποτα να ρυθμίσουν στο χώρο τους γιατί η απόφαση ανήκει στο δήμο, με αποτέλεσμα αυτά να γίνονται επικίνδυνα και να δαγκώνουν τα μέλη της κοινότητας. Πώς ακριβώς θα γίνει η σύγκριση με τα ιδιωτικά αν δεν αλλάξουν αυτά; Θα συγκριθεί το Υπουργείο με τα ιδιωτικά ΑΕΙ ή το δημόσιο πανεπιστήμιο;
Ακούμε επίσης για τις καταλήψεις και τις Πρυτανικές Αρχές που είναι υπεύθυνες για την κλήση της αστυνομίας. Ο συγκεκριμένος νόμος είναι εντελώς λανθασμένος. Οι Πρυτανικές Αρχές πουθενά παγκοσμίως δεν έχουν αυτό το ρόλο. Το ρόλο αυτό έχει η αστυνομία και οι εισαγγελείς, ως οι αρχές που διαθέτουν το μονοπώλιο εφαρμογής του νόμου. Η ελληνική νομοθεσία πετάει τη μπάλα στις Πρυτανικές Αρχές διότι απέτυχε να δημιουργήσει πανεπιστημιακή αστυνομία που θα λειτουργεί προληπτικά και αυτοβούλως όταν συντρέχουν αξιόποινες πράξεις.
Αλίμονο αν πανεπιστημιακοί του Harvard αποφάσιζαν για τέτοια θέματα. Τα campuses εκεί διαθέτουν την αυτονόητη ασφάλεια. Οι Πρυτανικές Αρχές θα πρέπει να είναι υπεύθυνες για την ανάπτυξη του πανεπιστημίου στους τομείς της διδασκαλίας και της έρευνας, όχι για την αστυνόμευσή του.
Πώς πρέπει να λειτουργεί ο νόμος για το αυτοδιοίκητο και αυτοδιάθετο δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο; Μα με τον ίδιο τρόπο που θα λειτουργούν τα ιδιωτικά. Το Υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση θα πρέπει να έχουν μηδενική συμμετοχή στη λήψη των λειτουργικών αποφάσεων.
Η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να επιβάλλει τη λειτουργική δομή των ιδρυμάτων ή να καθορίζει τον τρόπο ανάδειξης των διοικητικών οργάνων, δεν θα εγκρίνει προσλήψεις ακαδημαϊκού προσωπικού και αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, δεν θα ορίζει τη μισθοδοσία του προσωπικού, δεν θα ορίζει τους κανόνες διδασκαλίας και μάθησης ή τη διάρκεια των σπουδών, δεν θα καθορίζει τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων από τρίτους φορείς, δεν θα επεμβαίνει τελικά σε καμία εσωτερική λειτουργία των ιδρυμάτων. Για όλα αυτά δεν απαιτείται ούτε καν να γνωρίζει η κυβέρνηση τι θέλει να κάνει ή να επιτύχει το κάθε ίδρυμα ή να υπογράφει ΦΕΚ. Η κυβέρνηση να καθορίζει μόνο το επίπεδο της χρηματοδότησης των ιδρυμάτων ανάλογα με την επίδοση του κάθε ιδρύματος, όπως αυτή προκύπτει από μια απλή και αδιάβλητη αξιολόγηση.
Οι πυλώνες αξιολόγησης των ΑΕΙ, δημόσιων και ιδιωτικών, είναι δύο στις οργανωμένες κοινωνίες. Ο πρώτος αφορά την αριστεία στην ερευνητική δραστηριότητα των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, την παραγωγή δηλαδή καινούριας γνώσης. Η αξιολόγηση της ποιότητας της έρευνας να γίνεται από το ίδιο το Υπουργείο με βάση υπαρκτούς και απλούς δείκτες επιστημονικών συγγραμμάτων και απορρόφηση ερευνητικών κονδυλίων, χωρίς να χρησιμοποιούνται υποκειμενικοί αξιολογητές.
Σε αυτή τη διαδικασία σήμερα στην Ελλάδα, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι σχεδόν ανύπαρκτα, και θα πρέπει στο μέλλον να αξιολογούνται με τα ίδια κριτήρια, ειδικά συμπεριλαμβανομένου του κριτηρίου της ερευνητικής δραστηριότητας. Με αυτόν τον τρόπο τα δημόσια πανεπιστήμια θα επιθυμούν να προσλαμβάνουν (εύκολα και άμεσα) και να αμείβουν τους καλύτερους, διότι διαφορετικά θα λαμβάνουν μικρότερο ύψος χρηματοδότησης από τα υπόλοιπα δημόσια ΑΕΙ.
Ο δεύτερος πυλώνας αφορά την ποιότητα της διδασκαλίας και των προγραμμάτων σπουδών. Η αξιολόγηση σε αυτόν τον πυλώνα μπορεί να γίνεται με δύο απλούς τρόπους. Ο πρώτος αφορά τη ζήτηση που έχουν τα πανεπιστήμια όπως αυτή διαφαίνεται από τη συμπλήρωση των μηχανογραφικών (σταθμισμένη για την τοποθεσία του πανεπιστημίου ώστε να μην αδικούνται τα περιφερειακά πανεπιστήμια).
Ο δεύτερος αφορά την απορρόφηση των φοιτητών στην αγορά εργασίας τα πρώτα δύο χρόνια μετά την αποφοίτηση. Η σύνδεση των παραπάνω με τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων θα δώσει κίνητρο στα δημόσια πανεπιστήμια να βελτιώσουν την ποιότητα των σπουδών τους, θα ενδυναμώσει τον ρόλο των φοιτητών εκεί που πραγματικά είναι σημαντικός και θα συμβάλει στη μείωση της ανεργίας των νέων και της διαγενεακής ανισότητας.
Στην πράξη, αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα συμβάλλουν αποφασιστικά τόσο στην ανάπτυξη του δημόσιου πανεπιστημίου, όσο και στην ουσιαστική σύγκρισή τους με τα μελλοντικά ιδιωτικά ΑΕΙ. Αν δεν υπάρξει ουσιαστική μεταρρύθμιση επί του αυτοδιοίκητου και αξιολόγηση με τα ίδια κριτήρια (συμπεριλαμβανομένης της ερευνητικής δραστηριότητας), τότε τα δημόσια πανεπιστήμια θα μείνουν πίσω με ευθύνη του νομοθέτη.
* Ο Μάνθος Ντελής είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Audencia Business School, Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων