Του Γιάννη Σιδέρη
Η διαμάχη των δύο τελευταίων ημερών της ΝΔ με τον ΣΥΙΖΑ, ανέδειξε και την πλήρως αντιθεσμική νοοτροπία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επιστράτευσε την θεωρία της συνωμοσίας, καταλογίζοντας στον Μητσοτάκη ότι συνωμότησε με τον Σαμαρά, ώστε να αναβληθούν οι εκλογές και να χάσει την Προεδρία ο Μεϊμαράκης. Με άλλα λόγια αλλοίωσε ο Μητσοτάκης το αποτέλεσμα των εσωκομματικών. Ισχυρισμός πρωτοφανής που ως τώρα δεν έχουν διατυπώσει καν οι αντίπαλοι του Μητσοτάκη.
Είναι γνωστό ότι με τον Μεϊμαράκη θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο δεν εκφράζεται «παράπονο» για τις εν δυνάμει χαμένες συμμαχίες, αλλά προφανής στόχευση. Αφού δεν κατόρθωσε να διχάσει καθοριστικά τη ΝΔ όταν είχε «τακιμιάσει» με τους Καραμανλικούς, επιχειρεί να σπείρει εκ των υστέρων δαιμόνια, με την ελπίδα ότι θα το κατορθώσει τώρα. Μόνο που η προσπάθεια είναι μάταιη για τον απλούστατο λόγο ότι η ΝΔ έχει τον βασικό συγκολλητικό ιστό, την εξουσία.
Άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε καλός δάσκαλος. Είχε αρραγές μέτωπο σε αμέτρητες υποχωρήσεις και κωλοτούμπες προγραμματικού και αξιακού επιπέδου, προκειμένου να μη χάσει την εξουσία, σε σημείο που ευχόμαστε τα υπόλοιπα κόμματα να μην ενστερνίστηκαν τα μαθήματά του.
Φυσικά η στήλη αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι: Η ΝΔ δεν είχε κανένα λόγο να παραβιάσει το άτυπο σαβουάρ βιβρ που - πρέπει να - διέπει τις σχέσεις των κομμάτων και να αναμειχθεί στα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ, ήτοι να κρίνει τον τρόπο υπό τον οποίο θα επιλέξει αυτός τον Πρόεδρό του. Αν δηλαδή θα τον εκλέξει με τις παραδοσιακές διαδικασίες του Συνεδρίου ή θα προσφύγει στη βάση, όπως με απολίτικο τρόπο – πάντα κατά την στήλη – έκαναν αρχικά το ΠΑΣΟΚ και στην συνέχεια μιμητικά η ΝΔ.
Το κυβερνών κόμμα, απρόσκλητο, καταλόγισε στον Τσίπρα ότι «προτιμά να μένει κολλημένος «με τους λίγους στην καρέκλα, παρά να εκτεθεί στην κρίση των πολλών». Παράλληλα υπενθυμίζοντας τον τρόπο εκλογής του Μητσοτάκη «από μια διαφανή διαδικασία στην οποία συμμετείχαν 405.000 συμπολίτες μας», αποφάνθηκε βερμπαλιστικά: «Οι πολίτες κρίνουν τι είναι προοδευτικό και τι όχι».
Ο «προοδευτισμός» τελικώς είναι η λέξη - φετίχ στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας. Ασκεί ιδιαίτερη γοητεία και τον επικαλούνται όλοι, ασχέτως αν ως έννοια έχει κακοπάθει στον γεωγραφικό χώρο που ξεκινά από το ΠΑΣΟΚ και εκτείνεται αριστερώθεν έως και τις ομάδες του μηδενιστικού αντιεξουσιασμού.
Ωστόσο το βερμπαλιστικό λάθος της ΝΔ, ανέδειξε και τις παθογένειες του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι ο τρόπος εκλογής (είπαμε, αφορά τον ίδιο) αλλά το σκεπτικό με το οποίο ο Τσίπρας αιτιολόγησε εαυτόν. «Σε ό,τι με αφορά, είπε, δεν αισθάνομαι ότι χρειάζομαι καμιά εκλογή για να αποκτήσω κύρος ηγεσίας. Έχουμε κερδίσει υπό την ηγεσία μου τρεις εκλογές, ένα δημοψήφισμα και στις εκλογές που χάσαμε ο ΣΥΡΙΖΑ ψηφίστηκε από τον έναν στους τρεις ψηφοφόρους».
Μα με αυτή τη λογική – επικύρωση κομματικού αρχηγού ελέω λαού - δεν χρειάζεται ο Αλέξης κανένα συνέδριο για να αναδείξει νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ή να επικυρώσει τη δική του. Αφού κέρδισε τόσες εκλογικές, αναμετρήσεις δικαιούται να είναι εσαεί πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Του διαφεύγουν βέβαια δύο τινά:
1) Κέρδισε μόνο δύο εκλογικές αναμετρήσεις και ένα τραγελαφικό δημοψήφισμα το οποίο και πρόδωσε 2) έχασε στην συνέχεια σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις: Περιφερειακές, Δημαρχιακές, Ευρωεκλογές και Εθνικές. Άρα η εμπιστοσύνη του λαού δεν είναι επ΄ αόριστον και τα κριτήριά του δεν αποτελούν βάπτισμα που εξαλείφει κάθε προπατορικό αμάρτημα και σε αποδίδει εσαεί ακηλίδωτο αμαρτίας.
Κυρίως όμως το σκεπτικό Τσίπρα απευθύνεται προς το κόμμα του, υποτιμώντας τους συντρόφους του. Υποτίθεται - υποτίθεται λέμε – ένα κόμμα της αριστεράς αποτελεί την «πεφωτισμένη» κοινωνική πρωτοπορία η οποία θα διαφωτίσει και θα έλξει τις «μάζες» να ενστερνιστούν το δικό του όραμα. Στην πραγματική ζωή δεν συμβαίνει αυτό, αλλά αναφερόμαστε επί της θεωρίας.
Άρα ο εκ νέου υποψήφιος πρόεδρος δεν μπορεί να επικαλείται την λαϊκή επιλογή. Ούτε να θεωρεί εαυτόν ως αδιαμφισβήτητο ηγέτη. Αν το κάνει είναι για να στείλει και μήνυμα στους εσωκομματικούς αμφισβητίες του, ότι ισχύς του είναι… η αγάπη του λαού! Τι χρείαν έχει της κρίσης των συντρόφων;