«Χωρίς τις πολιτικές και θεσμικές προϋποθέσεις δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε τις χρηματοπιστωτικές και χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις για επενδύσεις» ανέφερε ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος στην εσπερίδα που συνδιοργάνωσαν το Hellenic American College / Hellenic American University και η Ελληνοαμερικανική Ένωση σε συνεργασία με το Ελληνικό Τμήμα της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, με θέμα «Ποιες επιχειρήσεις για ποια ανάπτυξη;».
Ο κ. Βενιζέλος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «το μεγάλο ζήτημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι η παράταση, η ανακύκλωση και η διόγκωση, δυστυχώς, της αβεβαιότητας, (…) η οποία παραδόξως τροφοδοτείται από την ίδια την Κυβέρνηση».
Παράλληλα, έκανε λόγο για θεσμική αβεβαιότητα, εξηγώντας πως «αρχίζει να γίνεται πολύ μεγάλη συζήτηση για το τι συμβαίνει στο χώρο των ανεξαρτήτων αρχών, της δικαιοσύνης, των μέσων ενημέρωσης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
«Το πρόβλημα των επενδύσεων είναι πολιτικό, είναι κοινωνικό, χρειαζόμαστε μία φιλοεπενδυτική κοινωνία, μία φιλοεπενδυτική διοίκηση, μία φιλοεπενδυτική ιδεολογία και αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο να επιτευχθεί» σημείωσε κλείνοντας την ομιλία του ο κ. Βενιζέλος.
Ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας του κ. Βενιζέλου έχει ως εξής:
«Να ευχαριστήσω τον κ. Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας για την παρουσία του, τους συναδέλφους μου στη Βουλή των Ελλήνων και όλες και όλους σας, και βεβαίως την Ελληνοαμερικανική Ένωση και τον ευγενέστατο Πρόεδρό της, τον κ. Κόσκο για την πρόσκληση και βέβαια τον κύριο Παπανδρόπουλο και συντονιστή της συζήτησής μας, γιατί είχε την καλοσύνη να θυμηθεί τη μεγάλη διάρκεια της συνεργασίας μας, της σχέσης μας με την Ένωση των Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και χαίρομαι γιατί αυτή αναζωπυρώνεται σήμερα με τη συζήτησή μας.
Το ερώτημα στο οποίο με κάλεσε η Ένωση να απαντήσω, είναι το ερώτημα το οποίο μου τίθεται πάρα πολύ συχνά, σε επαφές που γίνονται στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με αυτό το φαινόμενο που λέγεται «ξένος επενδυτής», ο οποίος ενδιαφέρεται είτε για τον ελληνικό χρηματοοικονομικό τομέα είτε για την πραγματική οικονομία και για άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα. Αλλά το ίδιο ερώτημα τίθεται και σε κάθε συζήτηση με Έλληνες, που είτε δραστηριοποιούνται στο χώρο των επιχειρήσεων και της πραγματικής οικονομίας, είτε έχουν γενικό κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον για το πού πηγαίνει ο τόπος.
Επειδή η πιο εύκολη λέξη, σχεδόν μυθική, είναι η λέξη «ανάπτυξη», κι επειδή όλοι επενδύουμε τις ελπίδες μας σε μία αλλαγή του κλίματος, αναζητώντας ελπίδα και προοπτική, φυσικά το ερώτημα είναι εάν έχει τη δυνατότητα να ανακάμψει η ελληνική οικονομία, αν μπορεί η χώρα μας να ανακτήσει την ισότιμη θέση της μέσα στην Ευρώπη και μέσα στον κόσμο, εάν μπορεί να κερδίσει το χαμένο έδαφος και τον χαμένο χρόνο. Αν μετά από οκτώ χρόνια σωρευτικής ύφεσης μπορούμε να αποκαταστήσουμε ένα μέρος της βλάβης που έχει υποστεί η Ελλάδα, σε σχέση με αυτό που είχε συνηθίσει να βιώνει την περίοδο της μεταπολίτευσης. Γιατί από ένα σημείο και μετά, διεκόπη η γραμμική και ευχάριστη εξέλιξη από το καλό στο καλύτερο κι αναγκαστήκαμε να υπαναχωρήσουμε για να διασώσουμε ένα μεγάλο μέρος του κεκτημένου, διαθέτοντας όμως ένα πολύ υψηλό ποσοστό του, περίπου το 25%. Αλλά διασώθηκε μέχρι στιγμής το 75% περίπου του κεκτημένου αυτού, από πλευράς ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Άρα, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για επενδύσεις στην Ελλάδα, για νέο αναπτυξιακό μοντέλο, για δυνατότητες ανάκαμψης, πρέπει να αναρωτηθούμε τι απάντηση δίνουμε στο βασικό ερώτημα που θέτει, είτε οργανωμένα και ορθολογικά είτε εμπειρικά και ερασιτεχνικά, κάθε επενδυτής μικρός ή μεγάλος, ποιο είναι το πολιτικό περιβάλλον, ποιο είναι το country risk, ποιος είναι ο πολιτικός κίνδυνος που διατρέχει η χώρα. Και, άρα, πόσο σίγουρος μπορεί να είναι γι' αυτό που πάει να κάνει, δηλαδή τι βαθμό κινδύνου, ή για να είμαι ακριβέστερος, διακινδύνευσης αναλαμβάνει. Η αλήθεια είναι ότι πολύ δύσκολα μπορεί να δώσει κανείς μία απάντηση αισιόδοξη και θετική, όταν τίθεται το ερώτημα αυτό. Γιατί πράγματι το μεγάλο ζήτημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι η παράταση, η ανακύκλωση και η διόγκωση, δυστυχώς, της αβεβαιότητας, της πολιτικής αβεβαιότητας, της κοινωνικής αβεβαιότητας, της δημοσιονομικής, η οποία παραδόξως τροφοδοτείται από την ίδια την Κυβέρνηση, η οποία έχει επιβάλλει τη θεωρία ότι χωρίς νέα παρέμβαση στο χρέος, δε διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους και άρα η Ελλάδα κουβαλά ένα βάρος από το οποίο πρέπει να απαλλαγεί, έστω να απαλλαγεί εν μέρει για να μπορέσει να εκτιναχθεί αναπτυξιακά. Θα δούμε αν αυτό ισχύει.
Επιπλέον έχουμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, και μία θεσμική αβεβαιότητα πια, γιατί αρχίζει να γίνεται πολύ μεγάλη συζήτηση για το τι συμβαίνει στο χώρο των ανεξαρτήτων αρχών, της δικαιοσύνης, των μέσων ενημέρωσης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλα αυτά τα εισπράττει κάθε εξωτερικός παρατηρητής, κάθε τμήμα ανάλυσης πολιτικού κινδύνου μεγάλης τράπεζας ή μεγάλου επιχειρησιακού ομίλου ή μεγάλου fund, ως έλλειψη εθνικού σχεδίου, ως έλλειψη καθαρής στρατηγικής και βέβαια ως αδυναμία πολιτικής διεύθυνσης της χώρας, γιατί κάθε χώρα πρέπει να έχει ένα πάρα πολύ καθαρό στρατηγικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται.
Νομίζω ότι η μεγάλη απώλεια, η μεγάλη υπαναχώρηση των τελευταίων 14 μηνών, δηλαδή η μεγάλη διαφορά μεταξύ του Δεκεμβρίου του 2014 και του Μαρτίου 2016, είναι ότι διογκώθηκε αυτή η αβεβαιότητα και διογκώθηκε βεβαίως και η αμφιθυμία, η επίσημη αμφιθυμία, η κρατική αμφιθυμία, η αμφιθυμία των πολιτικών οργάνων του κράτους σε σχέση με αυτό που λέγεται ανάπτυξη, επιχειρηματικότητα, επενδύσεις.
Υπάρχει μία διπλή αφήγηση που τη βλέπουμε παντού, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα το πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων όπου έχουμε δύο πολιτικές να συγκρούονται. Από τη μία έχουμε την προσπάθεια, σχεδόν απελπισμένη, να ολοκληρωθούν κάποιες διαδικασίες όπως για παράδειγμα αυτή που αφορά τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, έχουμε όμως από την άλλη μεριά μία σύγκρουση σε σχέση με την περιβόητη επένδυση του χρυσού στη Χαλκιδική, υπάρχει η χαρακτηριστική αβεβαιότητα για το Ελληνικό, την οποία φέρνει στη Βουλή επί ημέρες τώρα με επίμονη ερώτησή του ο συνάδελφος κ. Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος που είναι εδώ, ο κ. Παράσχης, που θα τον ακούσουμε σε λίγο, ζει τη συζήτηση σε σχέση με το μέλλον του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών και με το αν θα παραταθεί η σύμβαση παραχώρησης και τί αυτό σημαίνει για το μέλλον της επένδυσης και για την παρουσία ενός πολύ σπουδαίου θεσμικού επενδυτή, που είναι στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο ασφαλιστικό ταμείο των δημοσίων υπαλλήλων του Καναδά. Βεβαίως τα ίδια μπορώ να σας πω για τη μικρή ΔΕΗ, για το ΔΕΣΜΗΕ, για το τί γίνεται με τη ΔΕΣΦΑ και τη Socar, τί γίνεται σε σχέση με το μεγάλο –στο παρελθόν– θέμα του αγωγού, του ΤΑΡ, που συνδέεται με τη νέα κατάσταση στη διεθνή αγορά υδρογονανθράκων.
Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, εκείνο που κάθε επενδυτής βλέπει πρώτο από όλα, μετά από αυτή καθεαυτή την πολιτική κατάσταση και την πολιτική ατμόσφαιρα, είναι ο μοχλός των επενδύσεων, το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ιδίως εάν τον ενδιαφέρει η χρηματοδότηση της επενδυτικής του προσπάθειας από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και δεν έχει δική του αφθονία κεφαλαίων, επειδή υπάρχει περίσσεια κεφαλαίων διεθνώς, ή το ίδιο συμβαίνει- και του επιτρέπει να είναι χαλαρότερος -όταν διαχειρίζεται δανειακά κεφάλαια από ξένες τράπεζες, με ανταγωνιστικά επιτόκια. Αλλά όταν κάποιος αναζητά τη χρηματοδότησή του από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βλέπει ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο υπάρχει μεν, είναι ανακεφαλαιοποιημένο, είναι υποστατό, διευκολύνεται από τα capital controls και διασώζει το σημερινό επίπεδο καταθέσεων, το οποίο δε μειώνεται μετά την επιβολή των capital controls, αλλά οι τράπεζες ασχολούνται με τα κόκκινα δάνεια, ασχολούνται με το σενάριο νέων κινδύνων που μπορούν να εμφανισθούν και άρα αυτό τις καθηλώνει, και σίγουρα δεν επιτρέπει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα να αναλάβει κινδύνους χρηματοδοτικούς οι οποίοι θα μπορούσαν να διευκολύνουν ιδέες, είτε μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είτε νεανικής επιχειρηματικότητας, γυναικείας επιχειρηματικότητας, αγροτικής επιχειρηματικότητας, ιδέες που απορρέουν από την έρευνα και την ανάπτυξη –spin off δηλαδή– ιδέες που θα τις συζητήσουμε σήμερα, σε σχέση με τα start-ups.
Αν κάποιος ενδιαφερθεί να συνδέσει την επενδυτική του προσπάθεια με αυτό που λέγεται κοινοτικά κονδύλια, αυτό που λέγεται πακέτο Juncker, ευρωπαϊκό investment plan, αν κανείς ενδιαφέρεται να δει τί γίνεται με το περιβόητο πακέτο των 35 δισεκατομμυρίων Ευρώ που υποτίθεται ότι έχει διατεθεί στην Ελλάδα, αλλά ήταν αυτό που πάντα υπήρχε, τα 20 δισεκατομμύρια του ΕΣΠΑ και τα 15 δισεκατομμύρια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, θα δει ότι δυστυχώς αυτά πλέον δεν κινούνται εδώ και πάρα πολύ καιρό και η Ελλάδα είναι παντελώς απούσα από νέες πρωτοβουλίες όπως είναι το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τις στρατηγικές επενδύσεις, που λειτουργεί για άλλες χώρες, και ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά δε λειτουργεί για εμάς.
Βέβαια δίπλα σε αυτά υπάρχουν πάντα τα πάγια προβλήματα, ένα είδος πάγιας προκαταβολής, διότι παρά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που έχουμε κάνει εξακολουθούμε να έχουμε όλο το βάρος το αντιεπενδυτικό, το οποίο συνδέεται με τη νοοτροπία της κοινωνίας περισσότερο και λιγότερο με τις λειτουργίες του κράτους, αλλά πάντως, τελικά, το κράτος είναι αυτό που τα υποστασιοποιεί όλα αυτά.
Το μεγάλο πρόβλημα του κάθε επενδυτή κανονικά θα έπρεπε να είναι ο τρόπος λειτουργίας της δικαιοσύνης –και χαίρομαι γιατί έχουμε εδώ τη δυνατότητα να ακούσουμε και τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας– γιατί ο κάθε σοβαρός επενδυτής θέλει να ξέρει τί ασφάλεια δικαίου έχει, τί ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, τί βαθμό νομικής βεβαιότητας γι' αυτό που κάνει. Αυτά όλα συνδέονται με τις τεράστιες αδυναμίες που προσπαθούμε να ξεπεράσουμε, αλλά ποτέ δε ξεπεράσαμε, του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, των χρήσεων γης. Φυσικά έχουμε υψηλά περιβαλλοντικά standards, τα οποία οφείλονται στη νομολογία μας εδώ και δεκαετίες, αλλά είμαστε μία χώρα η οποία έχει ανάγκη από πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ταυτόχρονα έχει καλλιεργήσει και εμπεδώσει αντιδράσεις περιβαλλοντικής ευαισθησίας οι οποίες είναι πάρα πολύ υψηλές, είναι οι αντιδράσεις μίας υπερανεπτυγμένης χώρας και όχι μίας χώρας η οποία έχει ανάγκη από γρήγορο ρυθμό επενδύσεων και από όγκο επενδύσεων. Βέβαια εμείς πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και ειδικές όψεις αυτής της περιβαλλοντικής ευαισθησίας, όπως είναι η αυστηρότατη –και ορθά– συνταγματική προστασία των δασών, αλλά με πολύ μεγάλες αβεβαιότητες πάντα στο τί είναι δασική έκταση, βοσκήσιμη έκταση και ούτω καθεξής, προστασία του αιγιαλού και βεβαίως προστασία της πολιτικής κληρονομιάς, αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία στην Ελλάδα είναι κάτι βασικό για τον προσδιορισμό των αναγλύφων, ιδίως για τομείς στους οποίους έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως είναι ο τουρισμός ή όπως είναι ο πρωτογενής τομέας. Διότι όταν μεν έχεις κτίρια με δεδομένο κέλυφος, η αδειοδότηση είναι πάρα πολύ εύκολη, αλλά εάν σκεφθείτε πού τοποθετήθηκαν τα Ξενία ή οι Αστέρες στη δεκαετία του '60 και με ποιον τρόπο έγινε η επιλογή αυτή με το μάτι, μακροσκοπικά, χωρίς να υπάρχουν χρήσεις γης, και το δείτε αυτό στη σημερινή εποχή, 55 χρόνια αργότερα, θα δείτε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει φυσικά στην εποχή μας. Έγινε κάποτε και τώρα, μεν εκεί που υπάρχει κτήριο τα πράγματα είναι σχετικώς εύκολα, εκεί που δεν υπάρχει τα πράγματα είναι εντυπωσιακά δύσκολα.
Βέβαια το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι το κράτος ως κεντρική κυβέρνηση είναι πολύ πιο ανοικτό και πολύ πιο πρόθυμο να στηρίξει κάθε επενδυτική πρωτοβουλία, η τοπική αυτοδιοίκηση λιγότερο, η τοπική κοινωνία ακόμα λιγότερο. Αυτό το βλέπει κανείς και στην περιπέτεια των δημοσίων επενδύσεων, γιατί μιλάμε για επενδύσεις εννοώντας κυρίως τις ιδιωτικές επενδύσεις, αλλά πάντα υπάρχει το πρόβλημα των δημοσίων επενδύσεων. Αν κάποτε σας περιγράψω την εμπειρία μου από τις δημόσιες επενδύσεις, για παράδειγμα από τα ολυμπιακά έργα και δούμε τι δυσκολίες έχει το κράτος να κάνει τις επενδύσεις του, να αδειοδοτήσει επενδύσεις οι οποίες είναι δημόσια έργα ή συμβάσεις παραχώρησης, θα δείτε ότι χρειάστηκαν 50 μεγάλες δίκες στο Συμβούλιο Επικρατείας για να προωθηθούν τα ολυμπιακά έργα, η δε χαρακτηριστικότερη, κατά τη γνώμη μου, επένδυση της περιόδου εκείνης που ήταν το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, με ό,τι σημαίνει αυτό, διέφυγε της ακύρωσης, του ακυρωτικού ελέγχου με διαφορά μίας ψήφου, στην Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας. Θα μπορούσε να μην υπάρχει τώρα το Μουσείο της Ακρόπολης, γιατί έπρεπε να προστατευθούν τα υποκείμενα αρχαία, τα οποία υπάρχουν και είναι προσβάσιμα, ή γιατί έπρεπε να προστατευθούν οι περίοικοι του Μουσείου. Για να μη σας μιλήσω για τον Αχελώο ας πούμε, που είναι η πιο χαρακτηριστική περιπέτεια της χώρας από πλευράς δημοσίων επενδύσεων.
Από την άλλη μεριά, έχεις μία Ευρωπαϊκή Ένωση διφυή και δισυπόστατη, η οποία σου λέει, κάνε επενδύσεις, κάνε ιδιωτικοποιήσεις, κάνε το υπερταμείο των 50 δισεκατομμυρίων αλλά ταυτόχρονα οποιαδήποτε προσπάθεια σου ανακόπτεται στο πεδίο του Κοινοτικού Δικαίου, είτε γιατί έχουμε κρατικές ενισχύσεις, είτε γιατί έχουμε παραβιάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού και αυτό δημιουργεί μία εικόνα σύγχυσης, η οποία αποκτά χαρακτηριστικά στην πραγματικότητα πολιτικής σχιζοφρένειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν υπάρχει καμία ιδιωτικοποίηση και δεν υπάρχει καμιά μεγάλη επένδυση η οποία να μην προσκρούει σε πολύ σοβαρά προβλήματα Ενωσιακού Δικαίου, είτε γιατί από κάτω υπάρχει μία παλιά κρατική ενίσχυση, είτε επειδή υπάρχει μία καταγγελία σε σχέση με τον ανταγωνισμό, είτε επειδή υπάρχει μία συγχώνευση που πρέπει να ελεγχθεί, είτε επειδή υπάρχει μία πρακτική που πρέπει να ελεγχθεί.
Επειδή ο συντονιστής μας είπε ότι έχω χειριστεί το ένα θέμα, έχω χειριστεί το άλλο, να πω οτι έχω κατά διαστήματα, τα τελευταία 23 χρόνια, εποπτεύσει όλων σχεδόν των τομέων και όλων των μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων. Όταν ήμουν Υπουργός Μεταφορών, ο ΟΤΕ μετοχοποιήθηκε και εισήχθη στο Χρηματιστήριο. Όταν ήμουν Υπουργός Ανάπτυξης και αρμόδιος για την ενέργεια, απελευθερώθηκε η αγορά ενέργειας και η ΔΕΗ μετοχοποιήθηκε και μπήκε στο Χρηματιστήριο. Για να σας πω δύο παραδείγματα. Ήμουν αυτός που έδωσε την τρίτη άδεια κινητής τηλεφωνίας, η οποία δεν υπήρχε, ο ΟΤΕ είχε αποκλειστεί από την αγορά κινητής τηλεφωνίας το 1992, η Cosmote δεν υπήρχε. Άρα, έχω ζήσει την προσπάθεια να ανοίξουν οι αγορές και έχω ζήσει την αντίφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προωθεί, μέσω οδηγιών και κανονισμών, το άνοιγμα των αγορών και να ανακόπτει μεγάλες προσπάθειες εκσυγχρονισμού και ανοίγματος, μέσα από την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου του Ανταγωνισμού ή μέσα από την αυστηρή εφαρμογή του Δικαίου των Κρατικών Ενισχύσεων.
Αλλά υπάρχει κάτι άλλο χειρότερο, ότι εμείς είμαστε μεγάλο θύμα των κλειδωμένων ανισοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κλειδωμένες ανισότητες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλη διαφορά στο κόστος χρήματος, γιατί αλλιώς δανείζεται μία ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση κι αλλιώς μία γερμανική, και έχουμε τεράστιες διαφορές στο κόστος ενέργειας, διότι υπάρχει ένα κολοσσιαίο ευρωπαϊκό dumping κι έτσι είναι διαφορετικό να είσαι σε μία χώρα η οποία έχει πυρηνική ενέργεια, ηλεκτρική, και διαφορετικό σε μία χώρα η οποία βασίζεται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειες ή σε εισαγόμενες φυσικές ύλες, πρώτες ύλες. Βέβαια είναι διαφορετικό να νιώθεις ότι έχεις ένα σύστημα αγωγών που σε συνδέει, ας πούμε με τη Ρωσική Ομοσπονδία, χωρίς κανένα πρόβλημα, όπως συμβαίνει με το λεγόμενο βόρειο ρεύμα, ενώ στο νότιο ρεύμα έχεις προβλήματα και δεν μπορείς να ολοκληρώσεις μία πολιτική αγωγών, το North Stream και το South Stream. Βέβαια, όπως κι αν το κάνουμε, αυτό που θα αντιμετωπίσουμε ως πρώτο πρόβλημα δεν είναι η επένδυση αλλά είναι ο κίνδυνος της συνεχιζόμενης, ορατής και αδιόρατης αποεπένδυσης, γιατί όσο εμείς ψάχνουμε τις επενδύσεις, οι εταιρίες μας αλλάζουν φορολογική έδρα, φεύγουν στη Βουλγαρία ή στην Κύπρο, και εάν δε φεύγει η φορολογική έδρα, φεύγουν οι καταθέσεις οι οποίες δεν μπαίνουν ούτε overnight στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ιδίως όταν πρόκειται για καταθέσεις οι οποίες προκύπτουν μέσα από συστήματα λιανικής πώλησης και από μεγάλα δίκτυα πωλήσεων.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχουμε μπροστά μας ως δυνατότητα είναι καταρχάς το τεράστιο δυναμικό που υπάρχει στις υποδομές γιατί υπάρχει ένα ανεκτέλεστο υπόλοιπο στις δημόσιες υποδομές που είναι πάρα πολύ μεγάλο, που θα επέτρεπε από μόνο του να έχουμε ένα λογικό στόχο της τάξεως του 2 με 2,5% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου των 5 δισεκατομμυρίων το χρόνο, με τον πολλαπλασιαστή στα δημόσια έργα. Αλλά πώς να μιλήσεις για δημόσια έργα χωρίς πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και χωρίς πραγματική έναρξη λειτουργίας του ΕΣΠΑ; Ενώ έχεις τέτοιες δυνατότητες και στην ενέργεια και στα απόβλητα και στις μεταφοράς εν τη ευρεία εννοία, δηλαδή και στους άξονες σταθερής τροχιάς έργα και στα οδικά έργα.
Το δεύτερο μεγάλο μέτωπο είναι οι ιδιωτικοποιήσεις γιατί αυτό πια είναι ανοικτό και θα προωθηθεί και στην ενέργεια και στις μεταφορές και στην οικιστική ανάπτυξη.
Το τρίτο μεγάλο μέτωπο είναι η αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων μέσω των κόκκινων δανείων, διότι εκεί αναγκαστικά θα γίνει επέμβαση επενδυτική από το εξωτερικό, ακόμα και σε τομείς προνομιούχους, ακόμα και στη ναυτιλία, βεβαίως στον τουρισμό, την υγεία, τα τρόφιμα-ποτά, ακόμα και στην πρωτογενή παραγωγή όπως φάνηκε, από αυτό που συνέβη στα ιχθυοτροφία .
Και βέβαια πρέπει να συνειδητοποιήσουμε κάποια στιγμή στην Ελλάδα ότι αυτό που λέγεται έρευνα και ανάπτυξη, δυστυχώς, δεν είναι μία υπόθεση του ιδιωτικού τομέα, το κράτος επενδύει πιο πολλά στην έρευνα και ανάπτυξη, απ' ό,τι επενδύουν οι επιχειρήσεις. Δυστυχώς. Εάν δούμε τους σύνθετους δείκτες καινοτομίας πώς εφαρμόζονται στην Ελλάδα, θα δούμε ότι δυστυχώς η δημόσια συμμετοχή, η δημόσια δαπάνη ως ποσοστό της εθνικής δαπάνης για έρευνα και ανάπτυξη, είναι πολύ μεγαλύτερη από την ιδιωτική δαπάνη σε επίπεδο επιχειρήσεων, γιατί είναι λίγες οι επιχειρήσεις που έχουν συνείδηση του τί σημαίνει έρευνα και ανάπτυξη για να έχω spin off, για να έχω καινοτομία, για να έχω πατέντες.
Εδώ τα ξένα Πανεπιστήμια ρωτούν πόσα Nobel έχεις μεταξύ των καθηγητών σου και πόσα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Μα, το ψάχνουν τα Πανεπιστήμια, δε θα το ψάχνουν οι επιχειρήσεις; Βεβαίως το ψάχνουν οι επιχειρήσεις. Λέμε ότι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί να κάνει θαύματα στο χώρο των γενοσήμων εάν διασφαλιστεί ο έλεγχος της βιοϊσοδυναμίας, ναι, αλλά δε θα κάνει θαύματα στο πρωτότυπο φάρμακο, γιατί αυτό είναι μία τεράστια επένδυση και σημαίνει πολύ μεγάλη καινοτομία, η οποία δεν υπάρχει, άρα ούτως ή άλλως μιλάμε για επίπεδα χαμηλά στα οποία συμβιβαζόμαστε ακόμη και ως προοπτική.
Άρα, το πρόβλημα των επενδύσεων είναι ένα πρόβλημα βαθύτατα πολιτικό. Χωρίς τις πολιτικές και θεσμικές προϋποθέσεις δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε τις χρηματοπιστωτικές και χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις. Χωρίς αυτές έχει πολύ μικρή σημασία αν διαμορφώνουμε διοικητικές προϋποθέσεις, γιατί οι τράπεζες είναι ο βασικός μοχλός και η δημόσια διοίκηση, βεβαίως, καλό είναι να μη σε παρεμποδίζει και να μη σε ταλαιπωρεί, αλλά δε θα σου λύσει και το πρόβλημα από μόνη της. Βεβαίως μπορούμε να δώσουμε μία εύκολη απάντηση όταν σε ρωτούν να επενδύσω, ας το πούμε έτσι, στη χρηματοοικονομική σφαίρα: ναι, γιατί εκεί μπορεί να γίνει μία εύκολη επένδυση, αλλά δεν είναι μία επένδυση που οδηγεί στην ανάπτυξη, δεν είναι μία επένδυση της πραγματικής οικονομίας. Όταν σε ρωτούν για την πραγματική οικονομία και για το ρίσκο δυσκολεύεσαι, δυστυχώς, να δώσεις μία απάντηση, γιατί δεν υπάρχουν εγγυητές της απάντησής σου, οι οποίοι να είναι εγγυητές πολιτικοί, νομοθετικοί, δικαστικοί, διοικητικοί, αυτοδιοικητικοί και κοινωνικοί.
Άρα, το πρόβλημα των επενδύσεων είναι πολιτικό, είναι κοινωνικό, χρειαζόμαστε μία φιλοεπενδυτική κοινωνία, μία φιλοεπενδυτική διοίκηση, μία φιλοεπενδυτική ιδεολογία και αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο να επιτευχθεί.
Σας ευχαριστώ πολύ».