Ας μου επιτρέψει ο γέρο Μαρξ το δάνειο: ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη Δύση, το φάντασμα της πολιτικής ορθότητας.
Αργά, επίμονα και σταθερά, διάφορες ομάδες καλοζωϊσμένων μεσοαστών στις δυτικές κοινωνίες, προσπαθούν να επιβάλουν μία «νέα γλώσσα». Μια γλώσσα κατασκευασμένη, επιθετική και επεκτατική, σύμφωνα με την οποία όλα θα πρέπει να αναθεωρηθούν και πολλά να καταργηθούν στο όνομα μιας «ορθότητας», όπως την εννοούν οι εμπνευστές της.
Στο στόχαστρο είναι οι πάντες: ο καπιταλισμός, η φεουδαρχία, η πατριαρχία, η σχέση ανθρώπου - τέχνης, ανθρώπου - περιβάλλοντος, η ερωτική ζωή, η οικογενειακή ζωή κ.λπ.
Έτσι, θα πρέπει να επαναεφεύρουμε ακόμη και τα άρθρα που ορίζουν το αρσενικό και θηλυκό γένος και να προσθέσουμε καμιά δεκαριά άλλα για διάφορες ομάδες συνανθρώπων μας, οι οποίοι για δικούς τους προσωπικούς λόγους θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται αλλιώς. Δικαίωμα τους. Παραμένει, όμως, δικαίωμα των υπολοίπων, να θεωρούν πως η βασική διάκριση των φύλων, παραμένει η ίδια εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού.
Σχετικά με αυτό, σε μία από τις διαλέξεις του, ο Γιούρι Λότμαν, ο σπουδαίος αυτός στοχαστής του 20ού αιώνα και διαπρύσιος αγωνιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καταβάλλοντας στο ακέραιο το τίμημα, σημειώνει: «Το σημαντικό είναι ο σεβασμός του Άλλου. Είναι πολύ βολικό να μην υπάρχει Άλλος. Να μην υπάρχει άλλη αγωγή, να μην υπάρχει άλλο φύλο, όπως συμβαίνει σε συγκεκριμένες στιγμές όταν η γυναίκα γίνεται κάτι σαν άντρας που φοράει φούστα ή παραμερίζεται σε κάποιο άλλο πεδίο. Ή, το αντίθετο, όταν οι άντρες είναι γυναίκες που φορούν παντελόνια. Στην πραγματικότητα η δυαδικότητα είναι αναγκαία. Είναι ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιολογικός νόμος. Θα μπορούσαν να υπάρχουν πολύ περισσότερα φύλα και πολύ περισσότερα όργανα αισθήσεων… Γενικά κυριαρχεί η δυαδικότητα, γιατί έτσι μόνο μπορεί να δημιουργηθεί το πλήθος και να διατηρηθεί η ενότητα…»
Βεβαίως, σε μια ανοιχτή κοινωνία, πρέπει να προστατεύονται όλοι, ανεξάρτητα από τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά και επιλογές. Βεβαίως, όλοι πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις. Βεβαίως, κανείς, ποτέ και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν δικαιούνται να μειώνει ή να προσβάλει κάποιον για τις επιλογές του. Αυτό επιτάσσουν οι κανόνες κοινωνικής συμβίωσης των ανοιχτών, δημοκρατικών κοινωνιών. Αυτό, βέβαια, πρέπει να ισχύει για όλους ανεξαιρέτως και όχι μονομερώς.
Τι θα κάνουμε, όμως και πώς θα αντιδράσουμε σε περιπτώσεις όπως η κατάργηση της διδασκαλίας των πλατωνικών έργων, επειδή ο Πλάτων ήταν άντρας, λευκός και ζούσε σε δουλοκτητική κοινωνία; Ή, στην ακύρωση μίας παράστασης με έργο του Μπέκετ, επειδή ο σκηνοθέτης επέλεξε άντρες ηθοποιούς για την ερμηνεία των ρόλων που ήταν γραμμένοι για άντρες; Δύο περιστατικά πρόσφατα, ανάμεσα σε αναρίθμητες άλλες ανοησίες, ανθρώπων που προσπαθούν να ακυρώσουν αιώνες πολιτισμού και ανθρώπινης σκέψης.
Η επιθετική επιβολή μίας νέας γλώσσας, όπως ήταν αναμενόμενο, συναντάει αντιδράσεις, οι οποίες κάθε άλλο παρά από ακραίους συντηρητικούς κύκλους προέρχονται. Μπορεί σε ορισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Δύσης, υπό το φόβο αντιδράσεων ακτιβιστικών ομάδων, οι διοικήσεις να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις τους, αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως η αντίληψη αυτή αποκτά χαρακτηριστικά ιδεολογικής ηγεμονίας. Πλήθος διανοουμένων αντιδρούν σε αυτή τη νέα, ολοκληρωτική ιδεολογία, αρκεί να αναφέρουμε τα ονόματα του Πασκάλ Μπρυκνέρ και του Μισέλ Ουελμπέκ στη Γαλλία ή της δικής μας Σώτης Τριανταφύλλου και του φίλου Τάκη Θεοδωρόπουλου, οι οποίοι δέχτηκαν ιταμές επιθέσεις, αλλά και μηνύσεις.
Η άποψη που θέλει πως για όλα ευθύνεται ο λευκός, ετεροφυλόφιλος άντρας ως εκπρόσωπος μιας πατριαρχίας που βρίσκεται μόνο στα μυαλά ορισμένων, γιατί αν κάποιο σύστημα βοήθησε - έστω και για ιδιοτελείς σκοπούς - στην χειραφέτηση της γυναίκας, ήταν ο καπιταλισμός που τόσο λατρεύουν να μισούν, τη στιγμή που κοιτάζουν αμήχανα τις μύτες των ποδιών τους, όταν αναφέρεσαι στη θέση της γυναίκας σε άλλους πολιτισμούς, ιδίως εκείνους που θεωρούν συμμάχους στον ιερό πόλεμο κατά της Δύσης.
Η νέα αυτή γλώσσα, η νέα αυτή πολιτική στάση, δεν είναι κάτι καινούργιο. Υπήρξαν κι άλλες φορές, όταν κάποιοι προσπάθησαν να επιβάλουν τη ψυχολογία στη βιολογία, με τραγικά αποτελέσματα στην ιστορία του 20ού αιώνα.
Τέλος, η προσπάθεια τεχνητού περιορισμού ή επανακαθορισμού της γλώσσας στα στενά όρια της πολιτικής ορθότητας, δεν είναι τίποτα άλλο, από μια προσπάθεια ερμηνείας της πραγματικότητας μέσα από ένα στενόμυαλο και ιδιοτελές πρίσμα. «Τα όρια της γλώσσας μου, είναι τα όρια του κόσμου μου», είχε πει ο δύστροπος Λιούτβιχ Βίττγκενσταϊν.
Η γλώσσα, όμως, είναι σαν το νερό, δεν μπορείς να την περιορίσεις, θα βρίσκει πάντα τη διέξοδο για την περιγραφή, αποτύπωση και ερμηνεία του κόσμου, παρά τις προσπάθειες ορισμένων να την φυλακίσουν σε ταμιευτήρες πολιτικής ορθότητας.