Μπορεί ο ίδιος ο Ζ. Ζάεφ να αποκάλυψε ότι η Ελλάδα αποδέχθηκε την «μακεδονική εθνική ταυτότητα» ωστόσο ο Γιώργος Κατρούγκαλος επιμένει ότι δεν έγινε καμία τέτοια παραχώρηση, υποστηρίζοντας ότι ο αντιπολιτευόμενος Τύπος παραπληροφορεί τους Έλληνες πολίτες.
Ειδικότερα, ως «υποκριτική και αναληθή» χαρακτηρίζει το γραφείο Τύπου του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Κατρούγκαλου την «εκστρατεία» που επιχειρείται με αφήγημα ότι «τα εθνικά μας συμφέροντα υπονομεύθηκαν από τη Συμφωνία των Πρεσπών γιατί -τάχα- παραδόθηκε η μακεδονική ταυτότητα» με αφορμή δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών αλλά και σχόλια σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς.
Όπως τονίζει η σχετική ανακοίνωση, «μερίδα της αντιπολίτευσης και του αντιπολιτευόμενου Τύπου επιχειρεί τις τελευταίες ημέρες ένα μπαράζ παραπληροφόρησης σε μία προφανή προσπάθεια αλλαγής της ατζέντας, ενόψει του θετικού αντίκτυπου της επικείμενης επίσκεψης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Βόρεια Μακεδονία».
«Η αφήγηση αυτή είναι ταυτόχρονα υποκριτική και αναληθής», υπογραμμίζει το γραφείο Τύπου του υπουργού Εξωτερικών εξηγώντας ότι είναι «υποκριτική γιατί οι ενορχηστρωτές της σκόπιμα “ξεχνούν” τις παραλείψεις και αντιφατικές πρακτικές προηγούμενων κυβερνήσεων που δημιουργούσαν τετελεσμένα. Όπως συνέβη το 1977 με την αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας ή το 1994 με την κατοχύρωση των κωδικών ISO “MK, MKD”, χωρίς αστερίσκους, λόγω πλήρους απουσίας της ελληνικής πλευράς. Λησμονούν ότι η Συμφωνία της Αχρίδας που συνυπογράφηκε το 2001 από την Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρεται επανειλημμένως σε “Μακεδόνες και μακεδονική γλώσσα”, ενώ όχι μόνο δεν υπήρξε ελληνική ένσταση ή πίεση, αλλά στη συνεχεία η Ελλάδα υποστήριξε τη Συμφωνία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης ΕΕ-ΠΓΔΜ. Λησμονούν ότι το 2009 η Ελλάδα υποστήριξε την απελευθέρωση του καθεστώτος θεωρήσεων, με διαβατήρια που αναφέρονταν σε ιθαγένεια “Μακεδονική”».
«Αναληθής γιατί οι καλοθελητές συνειδητά παραπληροφορούν τους αναγνώστες και τους ακροατές τους, ενώ καλά γνωρίζουν ότι ο πρωθυπουργός Ζάεφ ουδέποτε δήλωσε ότι η Ελλάδα αναγνώρισε ή αναγνωρίζει “μακεδονικό λαό ή έθνος”. Αναφέρει πάγια ότι η πατρίδα μας σέβεται το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των πολιτών, όπως επιβάλλει το διεθνές δίκαιο. H Ελλάδα και οι πολίτες της μπορούμε να αποκαλούμε τους γείτονες μας Βορειομακεδόνες ή να χρησιμοποιούμε όρους που ήταν ως τώρα σε χρήση, όπως Σλαβομακεδόνες. Η Συμφωνία επιπλέον, με σεβασμό και στην ιδιοπροσωπία των γειτόνων μας, ρητά εξασφάλισε τα εθνικά μας συμφέροντα από κάθε σφετερισμό της ταυτότητας μας, της ελληνικής ιστορίας και της Μακεδονίας μας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Όσοι δημαγωγούν, αποσιωπούν το γεγονός ότι το θεσμικό αυτό κεκτημένο ήδη αποτυπώθηκε στο πρακτικό της Επιτροπής για τα σχολικά βιβλία, αποσιωπούν την αλλαγή του ονόματος δεκάδων μνημείων, δημόσιων θεσμών και οργανισμών, αποσιωπούν την όμοια με την δική τους αντίστροφη κριτική της εθνικιστικής αντιπολίτευσης της Βόρειας Μακεδονίας ότι η Συμφωνία “πρόδωσε και παρέδωσε την ψυχή της πατρίδας τους”».