Την πάγια εθνική θέση, ότι η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης αποτελεί νόμιμο και αναφαίρετο κυριαρχικό δικαίωμα μας, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τονίζει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα RealNews, υπογραμμίζοντας ότι η σχετική απόφαση για επέκταση εναπόκειται αποκλειστικά στη χώρα μας, η οποία έχει το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα όποτε και όπως η ίδια κρίνει.
Επισημαίνει ότι «το δικαίωμα αυτό ισχύει απαρεγκλίτως και δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ή υπό διαπραγμάτευση με τρίτους» προσθέτοντας πως «αυθαίρετες ερμηνείες του διεθνούς δικαίου και απειλές βίας από την πλευρά της Τουρκίας, όπως και η αμφισβήτηση των νομίμων δικαιωμάτων της χώρας μας, ούτε αλλάζουν το γεγονός αυτό, αλλά ούτε συμβάλλουν στις σχέσεις καλής γειτονίας»
Σημειώνει ότι η νομοθετική πρωτοβουλία και συζήτηση στη Βουλή υπηρετεί την ανάγκη να υπάρχει ουσιαστικός διάλογος και διαφάνεια, σε ένα θέμα εθνικής σημασίας και τονίζει: «Και σε αυτό το θέμα, όπως και με τη Συμφωνία των Πρεσπών, αποδεικνύουμε ότι δεν είμαστε δύναμη αδράνειας αλλά προωθούμε θετικά για τη χώρα εκκρεμότητες δεκαετιών».
Όσον αφορά τη συμφωνία των Πρεσπών, χαρακτηρίζει την απόφαση της Βουλής της ΠΓΔΜ θετική εξέλιξη που «αποδεικνύει ότι η συμφωνία διατηρεί την δυναμική της», ενώ εκτιμά πως μέχρι το Μάρτιο του 2019 και εφόσον, όπως όλα δείχνουν, ολοκληρωθεί η αναθεωρητική διαδικασία στα Σκόπια, η συμφωνία θα έρθει προς κύρωση στη Βουλή, και δηλώνει βέβαιος για την υπερψήφισή της.
Ερωτηθείς για την παραίτηση Κοτζιά, τονίζει πως «είναι σαφές ότι δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση αλλαγή της εξωτερικής μας πολιτικής», ενώ μιλάει για «άθλια φαιά προπαγάνδα της αντιπολίτευσης» για το θέμα των μυστικών κονδυλίων, επισημαίνοντας ότι «επί υπουργίας Κοτζιά διαμορφώθηκε για πρώτη φορά μηχανισμός που προβλέπει την έγκριση των μυστικών κονδυλίων από τη Βουλή».
Τέλος, αναφερόμενος στη συνταγματική αναθεώρηση σημειώνει πως έχει δύο βασικούς στόχους: «Πρώτον, να μεταρρυθμίσει δομικά το πελατειακό κράτος της μεταπολίτευσης, προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού του, μέσω της ενίσχυσης της Βουλής και της εισαγωγής θεσμικών αντιβάρων που δεν θα είναι ιδιοκτησία των ελίτ αλλά θα ενεργοποιούνται με λαϊκή συμμετοχή.
Και, δεύτερον, να ενισχύσει την προστασία των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και τους μηχανισμούς του κοινωνικού κράτους, ως ανάχωμα στην επίθεση εναντίον τους από το νεοφιλελευθερισμό. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ρυθμισθούν και υπερώριμα ζητήματα, όπως οι διακριτοί ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας και η κατάργηση του απαράδεκτου καθεστώτος ασυλίας του πολιτικού προσωπικού».