Ήμουν αρκετά μεγάλος. Τους θυμάμαι να γυρίζουν από τις εξορίες και τις φυλακές. Ζωές τσακισμένες και τσαλακωμένες. Ευθυτενείς, με βλέμμα καθαρό, δανεικά κοστούμια που γυάλιζαν από το πολύ σιδέρωμα, κολλαρισμένα πουκάμισα και καθαρά παπούτσια. Συνήθως σιωπηλοί, έπιναν κοιτάζοντας με ένα βλέμμα τρυφερό, μα γεμάτο απόγνωση, πολλές φορές, εμάς τους νεοσσούς τους «κινήματος», όντας αμάθητοι, πίναμε κανένα ποτήρι ρετσίνα παραπάνω κι αρχίζαμε τα ηρωικά και επικά για τα «βουνά, το αντάρτικο, το κίνημα».
Τους είδα, έναν - έναν να περνάνε στο επέκεινα. Σε μερικούς έκλεισα τα μάτια. Αμετανόητοι. Γιατί πίστευαν πως έχουν δίκιο. Γιατί ήθελαν μια δίκαιη κοινωνία, με τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι. Τους σεβάστηκα ζωντανούς, τιμώ τη μνήμη τους. Ήταν άνθρωποι ανιδιοτελείς, πίστεψαν στην ουτοπία που μετατράπηκε σε ζόφο, με βάση τις πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους, εκείνη τη στιγμή. Και τα έδωσαν όλα. Τα νιάτα, τη ζωή, το μέλλον τους.
Κανείς δεν μπορεί να σπιλώσει τη μνήμη τους. Γιατί ξέφυγαν από τα ανθρώπινα. Κι αυτό τους αναγνώρισαν οι ίδιοι οι αντίπαλοί τους. Όχι εχθροί. Ακόμη κι αν έχυσαν παρέα το αίμα τους σε έναν πόλεμο αδελφοκτόνο στα αιματοβαμμένα βουνά της πατρίδας μας.
Τους μάντρωσαν παλικαράκια και κοπέλες στα στρατόπεδα και γύρισαν άντρες και γυναίκες στην ωριμότητά τους. Πήγαν, σχεδόν αγράμματοι και γύρισαν ο καθένας με ένα επάγγελμα, άλλος λογιστής, άλλος κουρέας, κάποιος άλλος πλασιέ βιβλίων. Ήταν φύσει φιλοπρόοδοι και δημιουργικοί. Μόχθησαν και πρόκοψαν. Όσο τους άφηνε το σύστημα των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων. Ο ανθός της νεολαίας, μιας τραγικής δεκαετίας.
Ποτέ, όμως, δεν καταδέχτηκαν να κατρακυλήσουν στον βούρκο. Ποτέ δεν μίλησαν με απρέπεια και δεν φέρθηκαν με αμετροέπεια απέναντι στους αντιπάλους. Γιατί, εχθρούς δεν είχαν. Ποτέ δεν τους άκουσα να βρίζουν. Ήταν πάντα ευπρεπείς και σοβαροί. Ήξεραν πως ηττήθηκαν στην πολιτική, στην ιστορία και την ηθική. Ήξεραν τα τραγικά λάθη και, τα εγκλήματα και κατέβαζαν κάθε φορά το κεφάλι, όταν σαν αψίκορος νέος τους ρωτούσα για διάφορα περιστατικά. «Ντροπής πράγματα», ήταν η απάντηση και ένα τρυφερό χτύπημα στον ώμο «κοιτάξτε να μην κάνετε τα ίδια».
Μεγαλώσαμε μαζί τους. Ήταν οι γονείς μας, οι φίλοι μας, οι σύντροφοί μας στα ατίθασα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Μας έμαθαν να τρώμε και να πίνουμε κιμπάρικα, να σεβόμαστε τις γυναίκες, τον αντίπαλο. Κι έφυγαν αθόρυβα, όπως αθόρυβα έζησαν, μη επιδιώκοντας ποτέ τιμές και συντάξεις. Έκαναν αυτό που θεωρούσαν χρέος τους, όταν η χώρα στέναζε κάτω από τις μπότες τις τριπλής κατοχής κι όταν απελευθερώθηκε, βρέθηκαν στα ξερονήσια και τις εξορίες, καταβάλλοντας στο ακέραιο το τίμημα, να ακολουθήσουν τις εντολές μιας ηγεσίας ολίγιστης και ξενοκίνητης.
Και μαζί τους έφυγε ένα ολόκληρο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας.
Άφησαν πίσω τους μια παρακαταθήκη. Μια Καινή Διαθήκη αξιοπρέπειας, σεβασμού και ηθικού πλεονεκτήματος. Ναι. Ηθικού πλεονεκτήματος εκείνων που φύλαξαν μέχρι τέλους τις δικές τους Θερμοπύλες, καταβάλλοντας ένα κόστος που ξεπερνά τις ανθρώπινες αντοχές. Ήταν υπεράνθρωποι; Όχι, ήταν αγνοί ιδεαλιστές, χωρίς ιδιοτελή κίνητρα.
Κι έρχονται τώρα κάποιοι, καταδικασμένοι για ατιμωτικά αδικήματα, να επικαλεστούν τις ανιδιοτελείς θυσίες αυτών των νέων ανθρώπων, αγοριών και κοριτσιών που θυσίασαν τα πάντα, για να δικαιολογήσουν την άτιμη και ιταμή συμπεριφορά τους.
Επικαλούνται τη θυσία αγνών ανθρώπων για να δικαιολογήσουν τη δική τους παράνομη και αλαζονική συμπεριφορά. Τυμβωρύχοι και λαθρανανασκαφείς, σκυλεύουν μνήμες, προσπαθώντας να αντλήσουν λίγο φως, για να καλύψουν το δικό τους σκοτάδι, τα δικά τους ανομήματα, τα δικά τους εγκλήματα.
Η επίκληση του επιχειρήματος: «μα είναι πλημμέλημα», δεν είναι παρά το προπέτασμα καπνού. Αντί να κρυφτούν, προσπαθούν να παρουσιαστούν ως ήρωες, διωκόμενοι από ένα κατεστημένο, όταν οι ίδιοι, κατεστημένο όντες το 2015 - 2019 μετήλθαν όλων των ανόσιων μέτρων για να εγκαταστήσουν ένα ανίερο καθεστώς, συμμαχώντας με την ευτελέστερη εκδοχή των θεωρητικά αντιπάλων τους κι αναζητώντας στηρίγματα στους τυράννους του κόσμου τούτου.
Αν είχαν την παραμικρή ηθική ευθύνη, θα φρόντιζαν να κρυφτούν, μακριά από τα βλέμματα εκείνων που βρίσκονται ακόμη εν ζωή, υπέργηροι και ανυπότακτοι και τους κοιτάζουν με περιφρόνηση.
Αν είχαν την παραμικρή ηθική υπόσταση, θα έσπευδαν να ζητήσουν συγγνώμη μπροστά στους τάφους εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους, για εκείνα τα ιδανικά που θεώρησαν ως ικανά να οδηγήσουν την κοινωνία στην ευτυχία.
Οι κακοσκηνοθετημένες παραστάσεις με λουλούδια στους τάφους των εκτελεσμένων είναι ύβρις στη μνήμη τους και εξαπάτηση των αφελών που ακόμη πιστεύουν στο «ηθικό τους πλεονέκτημα».
Το «ηθικό πλεονέκτημα» της τσογλανοπαρέας που παρουσιάζεται ως ριζοσπαστική αριστερά σήμερα, δεν είναι παρά ένας εσμός τυχοδιωκτών, μοναδικό ενδιαφέρον των οποίων δεν είναι άλλος από τη νομή της εξουσίας για ίδιον όφελος. Τώρα πια και με δικαστική βούλα.
Ας αφήσουν λοιπόν, ήσυχους όλους εκείνους, τη μνήμη των οποίων επικαλούνται, γιατί είναι ανάξιοι, δεν αξίζουν ούτε μια γκρίζα τρίχα από τα πολυβασανισμένα κεφάλια τους. Ας μείνουν παρέα με τους δεξιούς συνεργάτες τους στη συγκυβέρνησης, τους γόνους ολιγαρχών και τους απογόνους υμνητών της δικτατορίας.
Αρκετά με τη σκύλευση.