Πρόσφατα βγήκαν τα τελευταία στοιχεία που συνθέτουν τον νέο δείκτη διαφθοράς κρατών, με την Ελλάδα να εμφανίζεται ότι μέσα σε μία διετία, μεταξύ 2012 και 2014 έχει βελτιωθεί σημαντικά ως προς το επίπεδο διαφθοράς που επικρατεί στο δημόσιο.
Ο συγκεκριμένος δείκτης εμφανίζει την Ελλάδα μεταξύ 175 χωρών που εξετάσθηκαν να βρίσκεται λίγο πάνω από την μέση βαθμολογία, αλλά να παραμένει λίγο περισσότερο διεφθαρμένη π.χ. από την Τουρκία και την FYROM ή το ίδιο διεφθαρμένη με την Σουαζιλάνδη, την Βουλγαρία ή την Ιταλία.
Το εντυπωσιακό είναι ότι λιγότερο διεφθαρμένες από την Ελλάδα εμφανίζονται χώρες όπως η Μποτσουάνα, η Ρουάντα ή η Σαουδική Αραβία.
Εκ των πραγμάτων η σύγκριση θα μπορούσε να οδηγεί σε ευθεία επιφύλαξη, ως προς τα κριτήρια που έχουν χρησιμοποιηθεί για την έρευνα αυτή και τον συγκεκριμένο δείκτη (CORRUPTION PERCEPTIONS INDEX), αν στην λίστα των 175 χωρών δεν εμφανίζονταν επτά στα δέκα λιγότερο διεφθαρμένα κράτη να είναι ευρωπαϊκά. Και συγκεκριμένα την Δανία να έχει το λιγότερο διεφθαρμένο κράτος και την Φιλανδία, την Νορβηγία, την Σουηδία, την Ελβετία να ακολουθούν με μόνη ενδιάμεση διακοπή τη Νέα Ζηλανδία.
Με βάση αυτό το δεδομένο ως προς τον βαθμό αποδοχής της έρευνας που είναι διαχρονική, καταγράφεται μια τάση βελτίωσης τα τελευταία τρία χρόνια για την Ελλάδα. Οι βαθμοί που συγκεντρώνει το 2012 ήταν 36, το 2014 ήταν 40 και το 2014 ήταν 43.
Με βάση τον τρόπο βαθμολόγησης (όσο περισσότερους βαθμούς συγκεντρώνει τόσο μικρότερη η διαφθορά) η τάση αυτή για την Ελλάδα δείχνει μία σημαντική βελτίωση που την τοποθετεί στην 69η θέση.
Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει, αν πάρει κανείς ως αξιόπιστα τα σχετικά αποτελέσματα, και o συγκεκριμένος δείκτης δεν έχει αμφισβητηθεί διεθνώς, η μνημονιακή προσαρμογή των τελευταίων ετών έχει περιορίσει την διαφθορά στο δημόσιο.
Η εξήγηση βέβαια θα μπορούσε να είναι πολύ απλή. Αφού έχουν κοπεί οι προσλήψεις και οι πληρωμές για αναθέσεις δημόσιων έργων με το «μαχαίρι» τα τελευταία χρόνια, είναι αναμενόμενο να έχουν περιορισθεί δραματικά τα μεγέθη της διαφθοράς που συνδέονταν με αυτές τις πηγές.
Όμως ο δείκτης αυτός δεν περιορίζεται στα ποσοτικά χαρακτηριστικά και εξετάζει μια σειρά ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία δείχνουν να ακολουθούν την ίδια τάση.
Θα μπορούσε αυτό να υποδεικνύει μια ήδη γενόμενη αναδιάρθρωση στον τομέα του κράτους και των συναλλαγών του; Το ερώτημα μένει να απαντηθεί από την πραγματικότητα.
Θα άξιζε όμως να αναφερθεί ως ένα από τα συμπεράσματα της μελέτης, ότι ο πρόεδρος της ομάδας εργασίας της έρευνας εκτιμά ως αναγκαίο οι χώρες που βρίσκονται επικεφαλής της λίστας των αδιάφθορων να μην εξάγουν στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες πρακτικές διαφθοράς.
Μαριάνθη Θεοδοσίου