Ένα πανό κυριαρχούσε στην πορεία των εκπαιδευτικών το βράδυ της Παρασκευής, δείχνοντας το λόγο για τον οποίο συνδικάτα και συνδικαλιστές, από το χώρο της παιδείας μέχρι το χώρο της υγείας, βγαίνουν στο δρόμο εκθέτοντας με τα αιτήματά τους εργαζόμενους που υποτίθεται πως εκπροσωπούν. «Κάτω τα χέρια από τα συνδικάτα όχι στον νέο συνδικαλιστικό νόμο» έγραφε το πανό της ΟΛΜΕ παραπέμποντας στο νόμο Χατζηδάκη με τον οποίο επιχειρείται να δοθεί τέλος στη συνδιοίκηση του κράτους από τους εργατοπατέρες και τους επαγγελματίες συνδικαλιστές.
Χαρακτηριστική, η ανακοίνωση της ΟΛΜΕ που εμμένει στην αποχή από την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και πρόκειται να ασκήσει έφεση στην απόφαση του δικαστηρίου, το οποίο κύρηξε την απεργία της παράνομη.
Τα όρια που επιχειρείται να μπουν στον εργατοπατερισμό και τα οποία την περίοδο της μεταπολίτευσης, μετά την κυριαρχία ΠΑΣΟΚ, ξεπεράστηκαν, είναι το πρόβλημα των συνδικαλιστών που φτάνουν στο σημείο να αρνούνται επί της ουσίας να εφαρμόσουν το νόμο. Και οδηγούνται στη λογική του ΚΚΕ πως οι νόμοι καταργούνται στην πράξη.
Έχοντας την πλήρη στήριξη αυτή τη φορά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης που σήμερα εκπροσωπείται από τον ΣΥΡΙΖΑ, φτάνουν στο σημείο να προαναγγέλλουν αποχές, να απειλούν με κλείσιμο των υπηρεσιών που εργάζονται και να ζητούν ακύρωση νόμων που τους αφορούν, κάτι ανάλογο δηλαδή με τους αρνητές των εμβολίων που υποστηρίζουν πως έχουν ανακαλέσει τους εκπροσώπους τους.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Η κυβέρνηση πέρασε έναν νόμο που αφαιρεί από τους εργατοπατέρες τη δυνατότητα που είχαν αποκτήσει να… συγκυβερνούν με τους υπουργούς και να συνδιοικούν με τις διοικήσεις των επιχειρήσεων που είχαν τη μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Το παράδειγμα σήμερα των συνδικάτων στην υγεία και την παιδεία είναι χαρακτηριστικό. Στην υγεία η ΠΟΕΔΗΝ ζητά να μην εφαρμοστεί για τους υγειονομικούς ο νόμος που αφορά στον υποχρεωτικό εμβολιασμό και να μην μπαίνουν οι ανεμβολίαστοι σε αναστολή εργασίας, αλλά να συνεχίζουν να αμείβονται κανονικά.
Από την ημέρα που έχει ψηφιστεί η σχετική νομοθεσία απειλούν με κλείσιμο νοσοκομείων με αποχή από την εργασία του συνόλου των υγειονομικών, ακόμη και εμβολιασμένων, και ταυτόχρονα έχουν επιχειρήσει να δικαιωθούν και δικαστικά. Απέτυχαν αλλά συνεχίζουν.
Στην Παιδεία οι συνδικαλιστές αποφάσισαν αποχή από την αξιολόγηση και ζητούν να μην εφαρμοστεί ο νόμος. Βρήκαν στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ που τους καλεί να παρανομήσουν, λέγοντας μάλιστα πως θα σβήσει τυχόν ποινές και κυρώσεις που θα προκύψουν από τη μη εφαρμογή του νόμου.
Στο πλαίσιο αυτό βγαίνουν στους δρόμους και απειλούν με κλιμάκωση, έχοντας όμως υποστεί και αυτοί μια δικαστική ήττα μετά την απόφασή της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως να μην υπαναχωρήσει και να προσφύγει στη Δικαιοσύνη κατά της αποχής και των κινητοποιήσεων.
Ουδείς γνωρίζει αν οι εκπαιδευτικοί θα ακούσουν και θα πιστέψουν τον ΣΥΡΙΖΑ περί σβησίματος των κυρώσεων. Υποσχέσεων ανάλογων με αυτές περί σεισάχθεις, κατάργησης του ΕΝΦΙΑ και σβησίματος των προστίμων από τις παράνομες διελεύσεις στα διόδια την περίοδο της μάχης και των αντιμνημονίων.
Η ουσία είναι πως οι εργατοπατέρες και οι συνδικαλιστές παίζουν τα τελευταία τους χαρτιά, τα ρέστα τους χρησιμοποιώντας όμως τους ίδιους τους εργαζόμενους. Πόσοι άραγε από τους 150000 περίπου εκπαιδευτικούς αποδέχονται στην πραγματικότητα να σύρονται σε «συλλαλητήρια» όπως έγραφαν αυτοί που καλούσαν στη συγκέντρωση της Παρασκευής για να μη χάσουν οι επαγγελματίες εκπρόσωποί τους τα κεκτημένα τους. Και ακόμη περισσότερο πόσοι εξ αυτών δεν θέλουν να αξιολογηθούν και γιατί άραγε;
Όπως και να έχει η κυβέρνηση πρέπει να αναμένει και ένα ακόμη κύμα αυτή τη φορά από τη ΔΕΗ όπου οι συνδικαλιστές, στηριζόμενοι και στις πλάτες της αξιωματικής αντιπολίτευσης ετοιμάζονται να… δείξουν τα δόντια τους με αφορμή τη συνεδρίαση του ΔΣ της επιχείρησης για την αύξηση του Μετοχικού Κεφαλαίου.
Πρόκειται άλλωστε για έναν χώρο όπου στο παρελθόν μαζί με τα συνδικάτα των Μέσων Μεταφοράς, του ΟΤΕ, της Ολυμπιακής, των εκπαιδευτικών και άλλων μεσουρανούσαν στη διακυβέρνηση της χώρας και τώρα αναπολώντας τα μεγαλεία που διέθεταν σε άλλες εποχές θέλουν να επιστρέψουν ή έστω να διατηρήσουν κάποια κεκτημένα.