Η Νέα Δημοκρατία πραγματοποιεί το 14ο Συνέδριό της. Η εμπειρία λέει πως το συνέδριο ενός αστικού κόμματος, καταστατικά αποσυνδεδεμένο μάλιστα από θέμα ηγεσίας και ειδικά σε περίοδο κυβερνητικής θητείας του και μάλιστα σε πρώιμα πυροδοτούμενο από την αντιπολίτευση προεκλογικό κλίμα, είναι μοιραίο να επικεντρώσει στα θέματα της τρέχουσας καθημερινότητας και φυσικά και στην αναδιάταξη και ανανέωση του μηχανισμού του. Ευλόγως λοιπόν, το μήνυμα είναι «δίπλα σε κάθε πολίτη». Σε μία περίοδο που το αίσθημα της ανασφάλειας επανέρχεται τραυματικά κυρίαρχο στο προσκήνιο, αυτή είναι μία σωστή επιλογή.
Υπάρχει όμως και η μεγάλη εικόνα, αυτή που βρίσκεται στον πυρήνα της σημερινής συγκυρίας. Στον Λένιν τον οποίον ο απροκάλυπτος μετασοβιετικός ρωσικός ρεβανσισμός ανακαλεί συχνά στο μυαλό μας, ο θρύλος αποδίδει τη ρήση: «υπάρχουν δεκαετίες που δεν συμβαίνει τίποτα και εβδομάδες που συμβαίνουν δεκαετίες». Τέτοιες είναι οι εβδομάδες που ζούμε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και μετά. Τίποτε δεν είναι όπως πριν και το μόνο βέβαιο είναι πως τίποτε δεν θα ξαναγίνει όπως ήταν. Οι τιμές του φυσικού αερίου, των καυσίμων και της ενέργειας και τα παρεπόμενά τους, είναι η κορυφή του παγόβουνου. Ο κόσμος μας άλλαξε και θα συνεχίζει να αλλάζει δραματικά.
Ένα μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας επιμένει να ζει με την ψευδαίσθηση ότι με έναν μαγικό τρόπο, θα ξαναγυρίσουμε στο παρελθόν, σε κάτι που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «κανονικότητα». Είναι απίθανο. Οι εβδομάδες αυτές και οι άλλες που έρχονται και θα μετρούν κι αυτές σαν δεκαετίες, μας διακτινίζουν σε ένα διαφορετικό μέλλον, στο οποίο η κτηνωδία του Πουτινισμού τροφοδοτεί και την ορατή απειλή μιας πυρηνικής αποκάλυψης.
Σε αυτό το δυστοπικό περιβάλλον, πρέπει να ζήσουμε και ως άτομα και ως Έλληνες και ως Ευρωπαίοι (όχι μόνο με την πολιτική, αλλά και με την γεωγραφική έννοια του όρου). Και όταν ακόμα και για εμάς τους baby boomers που μεγαλώσαμε εν μέσω ενεργειακών κρίσεων, στασιμοπληθωρισμού και Ψυχρού Πολέμου, όλο αυτό φαντάζει τόσο ξένο πια και πολύ πιο ωμό από την προηγούμενη εμπειρία, δικαιολογώ τους νεώτερους που δεν μπορούν να αναγνωρίσουν την κρισιμότητα των περιστάσεων ή όσους ελπίζουν στη γρήγορη επαναφορά στην πρότερη κατάσταση. Και ξέρω πάρα πολλούς τέτοιους πλέον σε όλο το πολιτικό και ηλικιακό φάσμα.
Η νέα πραγματικότητα λοιπόν φέρνει και πάλι την πατρίδα μας μπροστά σε θεμελιακές αποφάσεις: Ποια θέση επιλέγουμε σε αυτόν τον κόσμο και ποιες είναι οι μεγάλες αλλαγές τις οποίες χρειαζόμαστε και θα απαιτήσουμε για να διατηρήσουμε τα κεκτημένα της ελευθερίας και της προόδου και να αναστήσουμε την προϋπόθεση της ασφάλειας; Η περιπέτεια των γαλλικών εκλογών δείχνει ξεκάθαρα πως στα χρόνια που έρχονται, οι επιλογές θα αφορούν δύο διαφορετικούς κόσμους.
Αν ο δρόμος τον οποίον απέφυγε η Γαλλία είναι αυτός του αυταρχισμού, της εσωστρέφειας και του λαϊκισμού που εδράζονται στην ιδεοληπτική ομοηχία και την προγραμματική πλειοδοσία των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος, ο αντίθετος δεν μπορεί να υφίσταται αποκλειστικά ως μία προσωρινή συγκατάβαση ανάσχεσης του παραλογισμού, αλλά πρέπει να υποστεί έναν ριζικό θετικό μετασχηματισμό και να αποκτήσει πειστικά χαρακτηριστικά για τον πολίτη και ειδικά τους νέους που νιώθουν να είναι μια γενιά που δεν θα μπορέσει να ζήσει καλύτερα από τους γονείς της.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην Ευρώπη. Οι ίδιες απειλές αφορούν και την Αμερική, όπως αποδεικνύεται από την ανάδειξη του θέματος των αμβλώσεων που φέρνει για πολλοστή φορά στην επιφάνεια το χάσμα που επικρατεί μεταξύ των δύο πλευρών, ειδικά στη μετατραμπική εποχή, με θύματα αυτήν τη φορά τις γυναίκες των πολιτειών που ατυχούν με ρεπουμπλικανικές διοικήσεις.
Στην πατρίδα μας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε δύο σημαντικές ηγετικές επιλογές: Πρώτον, στρατηγικά τοποθέτησε εγκαίρως και εμπράκτως την Ελλάδα στη φυσική θέση της στον γεωπολιτικό χάρτη, συντασσόμενος απολύτως με την στάση των ευρωπαϊκών και δημοκρατικών χωρών έναντι του πολέμου του Πούτιν. Δεύτερον, μόλις προχθές, με τις περιορισμένες δυνατότητες μίας χώρας που βγήκε από μία υπερδεκαετή οικονομική κρίση και στα απόνερα της ούτως ή άλλως επιβαρυντικής περιπέτειας του κορονοϊού, προτρέχοντας δραστικά μίας διστακτικής, δύσκαμπτης και ουσιαστικά κατώτερης των περιστάσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης, έδειξε πως πέρα από τα παραδοσιακά σχήματα «αριστερά-δεξιά», το κράτος δεν επιτρέπεται σε έκτακτες περιπτώσεις -σήμερα, πρακτικά σε συνθήκες πολέμου- να παραμένει αδρανές στις έκτακτες συνθήκες που γεννώνται για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Δεν υπάρχουν δόγματα και οι προτεραιότητες αλλάζουν.
Πρόκειται για μία στάση, η οποία αντανακλά τις απαιτήσεις των ανθρώπων, οι οποίοι υπερέβησαν τις παραδοσιακές πολιτικές γραμμές και σε δύο διαδοχικές φάσεις, το 2016 και το 2019, ανταποκρίθηκαν θετικά στο μήνυμά του και τον ανέδειξαν στην πρωθυπουργία δίνοντας την αυτοδυναμία στην Νέα Δημοκρατία. Ο ίδιος αυτός πολιτικός καλείται σήμερα να μετάσχει –μάλλον να συμπρωταγωνιστήσει από την πλευρά του Νότου- στη συζήτηση για τον δραστικό μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του οποίου την ανάγκη όλοι αναγνωρίζουμε. Για να είναι αποτελεσματικός ο διαπραγματευτικός ρόλος του, πρέπει να είναι αναγνωρίσιμο ότι η Ελλάς, την οποία εκπροσωπεί, έχει διδαχθεί από το πρόσφατο παρελθόν της, επιμένει και βαδίζει συντεταγμένη στον στρατηγικό στόχο μιας νέας Ευρώπης.
Σε μία εποχή που ανεύθυνοι πολιτικοί σχηματισμοί αλιεύουν δημοφιλία στην περιπλοκότητα των προβλημάτων και τη θολότητα των απόψεων, η Νέα Δημοκρατία οφείλει να επανανακαλύψει τον θεμελιακό ρόλο τον οποίον είχε στις στρατηγικές επιλογές που οδήγησαν στη δημιουργία της μεταπολιτευτικής ελληνικής δημοκρατίας, τις οποίες ευτυχώς, στην πορεία υιοθέτησε κι ένα μεγάλο τμήμα της κεντροαριστεράς, πολλοί από το οποίο εμπιστεύθηκαν τα τελευταία χρόνια τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Μετά από ένα υπερδεκαετές διάστημα, οπότε απίθανες συνωμοσιολογίες, μύθοι και δεισιδαιμονίες που όχι σπάνια ενέπλεκαν και τη Ρωσία του Πούτιν, έθρεψαν τη σύγχυση ή βρήκαν ευήκοα ώτα σε πολίτες όλου του πολιτικού φάσματος, διαδεχόμενες μία εποχή στην οποία η τεχνητή ευμάρεια έθρεψε την αποστασιοποίηση από την πραγματική πολιτική, πρέπει να επανέλθει συντεταγμένη, μεθοδική και διαρκής η υπογράμμιση πως η συμπερίληψη της Ελλάδος στον δυτικό κόσμο αποτελεί αδιαπραγμάτευτη στρατηγική επιλογή και πως δεν υπάρχουν ούτε μέση οδός, ούτε επιτήδεια ουδετερότητα και πως τελικά, τίποτε δεν είναι αυτονόητο. Σε αυτό το καθήκον, εν μέσω μίας συγκυρίας όπως η σημερινή, όπου κυριαρχούν το απρόβλεπτο και η βιαιότητα των γεγονότων, ο ρόλος ενός δομημένου κομματικού μηχανισμού είναι κρίσιμος.
Αν κάτι επανέφεραν στο παγκόσμιο προσκήνιο αυτές οι λίγες εβδομάδες των πυκνών γεγονότων, αυτό είναι η ουσία της πολιτικής, που εκτείνεται πολύ πέρα από την διαχείριση της καθημερινότητας. Τα κόμματα αποτελούν συστατικό της δημοκρατίας, όχι μόνο στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικότητας της λαϊκής βούλησης, αλλά και για να πρωτοπορούν, να ξεδιαλύνουν τα δυσανάγνωστα στους πολλούς διλήμματα των καιρών, να διαμορφώνουν θέσεις, να προετοιμάζουν τον κόσμο για το παρόν και το μέλλον και να επηρεάζουν τον δημόσιο διάλογο. Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πλήρη επίγνωση και της μεγάλης εικόνας και του χρέους έναντι της πατρίδας και των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που πρέπει να τρέξει. Είναι εξίσου βέβαιο όμως πως περισσότερο από ποτέ, σε αυτόν τον δρόμο το κόμμα του οποίου ηγείται, όχι μόνο η κυβέρνησή του, οι χιλιάδες άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται ως Νέα Δημοκρατία, πρέπει να τρέξουν στον δικό του ρυθμό.
Υ.Γ. : Την αφορμή γι’ αυτό το κείμενο, μου έδωσε πολιτικός που μάλιστα ασχολείται με το άθλημα παιδιόθεν, ο οποίος με εξέπληξε όταν με ρώτησε: «Έχεις αφηνιάσει με τον Πούτιν, τι έχεις πάθει». Δικαιολόγησα την απορία του από την διαφορά των παραστάσεών μας και κατά συνέπεια και των ευαισθησιών μας, αφού είναι πολύ νεώτερός μου, άλλη γενιά της ΟΝΝΕΔ. Του εξήγησα μέσα σε ποιο περιβάλλον ανδρώθηκα πολιτικά. Συνειδητοποίησα μετά από αυτό, πόση υποστήριξη -και επανάληψη- απαιτεί ακόμη και αυτό που μοιάζει αυτονόητο. Εκεί λοιπόν δοκιμάζονται οι μηχανισμοί και όχι στις συνεδριακές αίθουσες ή τους διαδρόμους της. Εκεί το «δίπλα στον πολίτη» αποκτά προστιθέμενη αξία.