Η αλλαγή που χρειαζόταν να γίνει
(ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI)
(ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI)

Η αλλαγή που χρειαζόταν να γίνει

Το υπουργικό συμβούλιο της Τρίτης, που θα διεξαχθεί με νέα σύνθεση και με «αλλαγή φρουράς» σε τρία κομβικά χαρτοφυλάκια, επιδιώκεται να εκπέμψει ένα μήνυμα επανεκκίνησης της κυβέρνησης και επιτάχυνσης του κυβερνητικού έργου. Επί της ουσίας, ο «μίνι ανασχηματισμός» αποτέλεσε μια έμμεση, αλλά πολύ σαφή παραδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι το rotation που αποφάσισε να εφαρμόσει στη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος μετά τις εκλογές, δεν είχε την επιτυχία, που ενδεχομένως περίμενε. Οι «στοχευμένες διορθωτικές κινήσεις», όπως χαρακτηρίστηκαν από κυβερνητικές πηγές, ήταν επιβεβλημένες ώστε να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος, ήταν η αλλαγή, που χρειαζόταν να γίνει για να δοθεί η ώθηση, που απαιτεί πλέον όχι μόνο ο πρωθυπουργός από τους υπουργούς του, αλλά και οι πολίτες από την κυβέρνηση.

Οι πρώτοι μήνες της δεύτερης κυβερνητικής θητείας της Νέας Δημοκρατίας, άλλωστε, είχαν χαρακτηριστεί ως χαμηλότερου ρυθμού από τις προσδοκίες, που είχαν δημιουργηθεί και μεταρρυθμίσεις, όπως ο νέος τρόπος επιλογής διοικήσεων, ο νέος εργασιακό νόμος ή το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, δεν λάμβαναν την έκταση, που η κυβέρνηση θα επιθυμούσε. Αιτία, από τη μία πλευρά τα έκτακτα γεγονότα του καλοκαιριού –οι καταστροφικές πυρκαγιές και οι πλημμύρες- από την άλλη τραγικά γεγονότα και αστοχίες, που ο κρατικός μηχανισμός δεν κατόρθωσε να αποσοβήσει, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η ανενόχλητη κάθοδος εκατοντάδων χούλινγκανς από την Κροατία στην Αθήνα, που οδήγησε στο θάνατο ενός νέου παιδιού. Η κάλπη των αυτοδιοικητικών εκλογών επιχειρήθηκε να μετατραπεί σε σημείο καμπής για να δοθεί και πάλι το έναυσμα της επιστροφής στις μεταρρυθμίσεις και στην εύρυθμη λειτουργία της κυβέρνησης. Η εικόνα στον κρίσιμο τομέα της ασφάλειας δεν βελτιώθηκε και οι δημοσκοπήσεις άρχισαν να αποτυπώνουν το πρόβλημα, με τους πολίτες να αναβαθμίζουν σε μείζονα την κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε με τον «μίνι ανασχηματισμό» να έχει ένα «καθαρό» πολιτικό χρόνο, με την έλευση της νέας χρονιάς και μέχρι το επόμενο ορόσημο, τις κάλπες των Ευρωεκλογών, τον Ιούνιο. Ο λόγος προφανής, καθώς το διακύβευμα της πολιτικής σταθερότητας δεν μπορεί να τεθεί στους πολίτες παρά μόνο όταν το κυβερνητικό έργο είναι αυταπόδεικτο και ο κίνδυνος να διαταραχθεί έχει πραγματική ουσία. Όσοι ιχνηλατούν και αναλύουν τις τάσεις της κοινής γνώμης, επισημαίνουν, άλλωστε, ότι το πολιτικο-κοινωνικό σκηνικό, που έχει πλέον διαμορφωθεί έχει αντιστρέψει κατά κάποιο τρόπο τα δεδομένα. Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατύπωνε το 2019 στους πολίτες την πρότασή του για την ανάγκη αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, καλούνται να πείσει για την αναγκαιότητά τους. Τέσσερα χρόνια αργότερα, είναι οι πολίτες, που απαιτούν από την κυβέρνηση να «τρέξει» τις μεταρρυθμίσεις, να αντιμετωπίσει τις διαχρονικές παθογένειες του κράτους, να αλλάξει τα κακώς κείμενα στην υγεία, την παιδεία, την δικαιοσύνη, να ενισχύσει τα εισοδήματα επιστρέφοντας στους πολίτες την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, να βελτιώσει την καθημερινότητα σε κάθε πτυχή της.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η κυβέρνηση καλείται να απαντήσει στα αιτήματα των πολιτών, υλοποιώντας το σχέδιο, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης ορίζει ως «πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό». Η αναμέτρηση και η σύγκριση για τους πολίτες δεν είναι ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση -τουλάχιστον όχι ακόμα- είναι ανάμεσα στην κυβέρνηση και την πραγματικότητα, που πρέπει να αλλάξει και να βελτιωθεί. Αυτός είναι και ο λόγος, που έως σήμερα η κυβέρνηση δεν έχει έρθει αντιμέτωπη με σοβαρές αντιδράσεις σε μεταρρυθμίσεις, που έχουν περάσει, ακόμη κι όταν έπλητταν ή «ξεβόλευαν» επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, στις οποίες απευθύνεται κατά κόρον, όπως για παράδειγμα οι ελεύθεροι επαγγελματίες.

Μέσα στο συγκεκριμένο πολιτικό περιβάλλον ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι υπουργοί του, καλούνται να λειτουργήσουν, να το αξιοποιήσουν στην δεύτερη θητεία τους και να κριθούν για το αποτέλεσμα, που θα επιφέρουν. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, καθώς σε παράλληλο χρόνο, η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει πειστικά το μείζον ζήτημα της ακρίβειας, το οποίο διαπερνά στο σύνολό τους, τους πολίτες και αναδεικνύεται σε νούμερο 1 «στοίχημα» που πρέπει να κερδηθεί. Όταν αυτό το κυβερνητικό έργο αρχίσει να παράγει αποτελέσματα, τότε θα μπορεί να ανοίξει ουσιαστικά και η μεγάλη συζήτηση για την χώρα, το παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο και την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας.