Η αντιπολίτευση πυροδοτεί αλλά ο λαός υπνώττει

Η αντιπολίτευση πυροδοτεί αλλά ο λαός υπνώττει

Ένα μήνα προ των ευρωεκλογών διάγουμε μάλλον την πιο πλέον αδιάφορη προεκλογική περίοδο της χώρας, αν και τα κομματικά επιτελεία προσπαθούν να βάλουν φωτιά στα τόπια και να πυροδοτήσουν πάθη.

Η ένταση της διαμάχης, οι αλληλοκατηγορίες, η υστερική συμπεριφορά, μπορεί να μεταφέρονται στα σόσιαλ μίντια, αλλά όχι στην πλειοψηφία του λαού ο οποίος παραμένει απαθής. Ίσως οφείλεται στην πρόγνωση του προδιαγεγραμμένου αποτελέσματος, όπως το καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις. Η έλλειψη διακυβεύματος επιτρέπει στον λαό να υπνώττει.

Η προεκλογική ατζέντα όλων των κομμάτων στρέφεται στα εσωτερικά προβλήματα - και με ιδιαίτερη ζέση το κάνει η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ. Η Ευρώπη ως παρόν και μέλλον, ως πρόβλημα (ανάπτυξη, μεταναστευτικό, άμυνα, κλπ), ως προοπτική, απουσιάζει. Η διαμάχη γίνεται με όρους, επιχειρήματα και τεχνητή οξύτητα εθνικών εκλογών. Όμως αυτές συνταγματικά απέχουν τρία χρόνια. Γιατί να ενδιαφερθεί ο πολίτης;

Και η ΝΔ δεν έχει λόγο να αλλάξει γραμμή. Εξακολουθεί να απολαμβάνει τη διαχρονική ηγεμονική της πρωτοκαθεδρία. Προηγείται με διπλάσιο ποσοστό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το μόνο διακύβευμα που υπάρχει στο κυβερνητικό στρατόπεδο, είναι η σιγουριά και η επανάπαυση των ψηφοφόρων της.

Μήπως επαναληφθεί δηλαδή το «σύνδρομο Μπακογιάννη» στις δημοτικές, όπου οι ΝΔτες σίγουροι και επαναπαυμένοι ότι η δημαρχία είναι στο τσεπάκι τους, δεν προσήλθαν στις κάλπες και ξημέρωσαν με δήμαρχο της αντιπολίτευσης.

Χθες σύμφωνα με την έρευνα της MRB για το OPEN, η ΝΔ στην πρόθεση ψήφου λαμβάνει ποσοστό 26,5% και με τον ΣΥΡΙΖΑ ελαφρώς κάτω από το μισό, με 13,1%. Το ΠΑΣΟΚ παραμένει καθηλωμένο στο 11,5% ενώ ο Βελόπουλος που... σκίζει θεατρικά στη Βουλή τη συμφωνία των Πρεσπών, λαμβάνει 8,1%.

Ωστόσο στην πρόθεση ψήφου με αναγωγή, η ΝΔ με 32, 3% προσεγγίζει το ποσοστό των προηγούμενων εκλογών, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο 16%, το ΠΑΣΟΚ στο 14%, η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου το 10% (9,9%), και το ΚΚΕ 8%.

Η ηγεμονία της ΝΔ έχει ποικίλες «ερμηνείες». Η πλέον συνήθης είναι η αναγωγή στη σιγουριά βολικών εξηγήσεων, όπως «το Κεφάλαιο» και τα «φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ». Με τέτοιες ερμηνείες βέβαια οι αρχηγοί και τα υψηλά κομματικά στελέχη, δικαιολογούν την υστέρησή τους. Φταίνε οι άλλοι, οι κακοί, δεν φταίνε οι ίδιοι.

Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας να λέμε ότι οι «κακοί» υπήρχαν και το 2015 αλλά ο Τσίπρας κέρδισε δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Οι ίδιοι «κακοί» προπαγάνδιζαν το «Ναι» στο δημοψήφισμα αλλά ο λαός δεν τους άκουσε και ψήφισε «Όχι».

Τότε ήταν γενναίος αντιστασιακός λαός. Τώρα ο ίδιος λαός είναι υποχείριο του Κεφαλαίου και των ΜΜΕ. Όμως με αυτό τον χρονικό διαχωρισμό δεν κατανοούν ότι προσβάλλουν τον ίδιο τον λαό στον οποίο απευθύνονται. Τον θεωρούν άβουλο, άκριτο, ανόητο, άθυρμα χωρίς προσωπική γνώμη.

Και δεν τους προβληματίζει το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης παρόλα τα τόσα προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει και αντιμετωπίζει η κυβέρνησή του, παρ' όλη την οικονομική στενότητα τμημάτων του λαού (όχι όλου του λαού), εξακολουθεί να κρίνεται ως καταλληλότερος Πρωθυπουργός, με 27,8%, αναβαθμισμένος κατά 0,3% από την προηγούμενη μέτρηση.

Ακολουθούν οι Κασσελάκης με 8.8% (το 1/3 της καταλληλότητας του Μητσοτάκη), ο Ανδρουλάκης με 7% και ο Βελόπουλος με 6,7%!

Δεν έχουν σημασία οι μικρές διακυμάνσεις του 0,3%. Έχει σημασία η διαχρονική ηγεμονία του. Και μπορεί ως ένα σημείο να οφείλεται στο «προγραμματισμένο» του χαρακτήρα του και της πολιτικής του, ωστόσο η μεγάλη δύναμή του είναι η αδυναμία των αντιπάλων του.

Δεν έλλειψαν στον Κασσελάκη οι ευκαιρίες να εκφράσει τις απόψεις του. Τον καλούν σε συνεντεύξεις στα κεντρικά δελτία με την ίδια συχνότητα, ενώ έχει το προνόμιο να είναι ο βασιλιάς των πρωϊνάδικων. Ούτε στον Ανδρουλάκη έλλειψαν τα κεντρικά δελτία και οι ενημερωτικές ραδιοφωνικές εκπομπές.

Και αντί να ψάξουν τι φταίει στους ίδιους (ο Κασσελάκης κυρίως γιατί ο Ανδρουλάκης είναι πιο σεμνός στις καταγγελίες), φαντάζονται «Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες» (σ.σ. το ότι υπάρχει ένα κοινό που κατά 6,7% κρίνει ως καταλληλότερο πρωθυπουργό τον Βελόπουλο, υπερβαίνει τις αναλυτικές δυνατότητες ενός ταπεινού δημοσιογράφου. Αφίεται στην αρμοδιότητα των κοινωνιολόγων…).

Το προβληματικό για τους υστερούντες είναι ότι παρότι βλέπουν ότι η πολιτική τους δεν έχει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, δεν αλλάζουν. Η έντονη κριτική σε με λογική εθνικών εκλογών δεν αποδίδει.