Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, η γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ, κυρία Ράνια Σβίγκου, δήλωσε πως θεωρεί ότι είναι εφικτός ο διπλασιασμός των μισθών στον δημόσιο τομέα, πράγμα που όχι μόνο θα ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και θα τονώσει δια της κατανάλωσης την εθνική οικονομία.
Αυτά έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2010 μέχρι το 2015, αλλά όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, δηλαδή όταν συγκρούστηκε με την πραγματικότητα, δεν τόλμησε ούτε καν να το ψελλίσει, γνωρίζοντας πολύ τα ολέθρια αποτελέσματα μιας τέτοιας ανόητης πολιτικής.
Γιατί, όμως, η γραμματέας του κόμματος, επαναφέρει αυτή την πρόταση στη δημόσια συζήτηση; Κάθε απάντηση δεκτή, αν και χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.
Γυμνός είναι ο βασιλιάς και ο ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικά, δεν έχει καμία συγκροτημένη πολιτική πρόταση, η οποία θα μπορούμε να πείσει την ελληνική κοινωνία ή έστω ένα τμήμα της, πως πρόκειται για μελετημένη, κοστολογημένη και συνοδεύεται από ένα σχέδιο διαρκούς αξιολόγησης και αλλεπάλληλων διορθωτικών κινήσεων στη φάση της υλοποίησής της.
Καταφεύγει λοιπόν σε συνταγές του παρελθόντος, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν τα πάντα στους πάντες, εύκολα, ανέξοδα και παντελώς ανεύθυνα, καλλιεργώντας ένα κλίμα μεγάλων προσδοκιών.
Ύστερα ήρθαν το τέταρτο, το πιο σκληρό και αχρείαστο μνημόνιο, η πραγματικότητα που λέμε πιο πάνω και ο ΣΥΡΙΖΑ συνειδητοποίησε πως για να ικανοποιήσεις όλα τα αιτήματα των διαφόρων κοινωνικών ομάδων θα πρέπει να έχει και την αντίστοιχη οικονομία, με παραγόμενο πλούτο που θα επαρκεί για τη συντήρηση του πολυδάπανου κρατικού μηχανισμού και της δημοσιουπαλληλικής γραφειοκρατίας, αλλά θα έχει και ένα μεγάλο περίσσευμα για το βόλεμα πολλών.
Δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ, η πραγματικότητα και η ζωή είχαν άλλα σχέδια από εκείνα που έκαναν οι διάφοροι μαθητευόμενοι μάγοι του, οι οποίοι πίστευαν πως με εκβιασμούς των εταίρων θα καταφέρουν να αναβιώσουν τη Σοβιετική Δημοκρατία της Ελλάδας.
Πιο ειλικρινής και άμεση μου φάνηκε η δήλωση της κυρίας Τζάκρη, η οποία σε δημόσια εκδήλωση, παραδέχτηκε πως «τον ήπιαν» (τον καφέ; Το τσίπουρο; Τον αγιασμό; ) στους αγρότες, ομολογώντας πως στην πραγματικότητα ούτε είχαν, ούτε έχουν, ούτε πρόκειται να αποκτήσουν μια συγκεκριμένη πολιτική πρόταση για τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας και, ιδίως, για την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή.
Το βρίσκω απολύτως φυσιολογικό. Παλαιόθεν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αρέσκονταν στο να διυλίζουν την κάμηλο και να καταπίνουν τον κώνωπα, δίνοντας πολύωρες και ηρωικές μάχες στα υψίπεδα του Κολωνακίου για το αν θα πρέπει η αστικοδημοκρατική επανάσταση να προηγηθεί της σοσιαλιστικής ή αν θα κάναμε το άλμα ως χώρα για να πέσουμε στο έρεβος της κομμουνιστικής ουτοπίας.
Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, το γεγονός πως μετά από τεσσεράμισι χρόνια στη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά και στα μετέπειτα χρόνια στην αντιπολίτευση και τις απανωτές εκλογές ήττες, δεν έχουν το κουράγιο να εξετάσουν κριτικά τα πεπραγμένα τους.
Οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, απλά επιβεβαιώνουν αυτό που βλέπουμε όλοι μας καθημερινά. Ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν τραβάει», όπως θα έλεγε και η κυρία Τζάκρη, σε μια προσπάθεια συγκερασμού της Ηaute Courure και των λαϊκών εκφράσεων, σε μια απέλπιδα προσπάθεια ανάταξης του κόμματος που έχει περιέλθει σε παρατεταμένο πολιτικό κώμα.
Λίγο παρακάτω, στην ίδια όχθη και εκείνοι που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, η αυτοαποκαλούμενη Νέα Αριστερά, η οποία δεν κομίζει τίποτα το νέο όχι μόνο στο χώρο της ελληνικής αριστεράς, αλλά εν γένει στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία. Αναμασάει συνθήματα και ιδέες, πουλάει φρούδες ελπίδες για την αναβίωση της κινηματικής (τι όρος κι αυτός!) αριστεράς και συναγελάζεται με κάθε ένα που δηλώνει αντισυστημικός.
Τρέχα γύρευε, δηλαδή, η όλη υπόθεση με τις διασπάσεις, τις αποχωρήσεις, τη δημιουργία νέων πολιτικών οργανισμών που δεν είναι τίποτα άλλο από ανακύκλωση παλιών ιδεών, αποτυχημένων στην πράξη, συνθημάτων ανέξοδης επαναστατικότητας και ισχνής πολιτικής παρουσίας στην κοινωνία.
Η ζωή, όπως και η φύση, απεχθάνεται το κενό. Οι κατακερματισμένες δυνάμεις (όσες απέμειναν) της ελληνικής αριστεράς, δεν δείχνουν να κατανοούν πως άλλαξαν οι καιροί και πως υπάρχουν νέες συνθήκες, οι οποίες υπαγορεύουν νέες πολιτικές. Όσο δεν το κατανοούν αυτό, θα οδηγούνται σε μια διαρκή αποξένωση από την κοινωνία και μία απαξίωση που δύσκολα θα μπορεί να ανατραπεί. Μα στη ζωή έτσι συμβαίνει πάντα: όπως στρώνεις θα κοιμηθείς.