Οι υπεραισιόδοξοι πιστεύουν ότι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για να κλείσουμε τα ελληνοτουρκικά. Δύο ισχυρές κυβερνήσεις στις δύο πλευρές του Αιγαίου μπορούν να επιβάλλουν τις εκατέρωθεν αναγκαίες υποχωρήσεις. Οι απαισιόδοξοι πιστεύουν ότι πρώτα θα γίνει η διαγαλαξιακή συμμαχία και έπειτα θα γεφυρωθούν οι διαφορές μας με την Τουρκία. Υπάρχει και ο τρίτος δρόμος, κλωτσάμε το τενεκεδάκι μερικά μέτρα παρακάτω και … «βλέπουμε». Το θέμα σε αυτή την περίπτωση είναι τι δίνει κανείς για να κερδίσει χρόνο…
Οι παρούσες συνθήκες είναι σαφώς καλύτερες για «διάλογο» με την Τουρκία απ’ ότι ήταν πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ο Ερντογάν μας βρήκε αδύναμους ή τουλάχιστον αυτό πίστεψε. Και κατά πάσα πιθανότητα η σημερινή περίοδος με πρόεδρο στην Τουρκία τον Ερντογάν είναι πιο «ασφαλής» απ’ ότι θα ήταν με τους Κεμαλιστές. Μοιάζει αντιφατικό, αλλά είναι πέρα για πέρα πραγματικό. Ο Σουλτάνος Ερντογάν που απείλησε να βομβαρδίσει την Αθήνα είναι και εκείνος που στις μέρες του, απολαύσαμε τις μεγαλύτερες περιόδους ηρεμίας. Κι αυτό έχει μία εξήγηση, ότι η προσοχή του φιλόδοξου ηγέτη του σουνιτικού κόσμου είναι στραμμένη σε εκείνα που θεωρεί ο ίδιος μεγάλα. Η ουσία πάντως παραμένει: Με τον Ερντογάν ήμασταν καλύτερα απ’ ότι στο παρελθόν με τους Κεμαλιστές. Τουλάχιστον μέχρι το 2019…
Μπορεί να υπάρξει ένας πραγματικός και ειλικρινής διάλογος με την Τουρκία; Είναι θέμα οπτικής. Στην Αθήνα υπάρχουν πολιτικοί που πιστεύουν ότι αυτό είναι εφικτό. Το πρόβλημα είναι ότι η σχολή αυτή πίστευε ακριβώς τα ίδια και πριν δέκα χρόνια και πριν είκοσι χρόνια και δυστυχώς διαψεύστηκε. Έχοντας τη «σύμφωνη γνώμη» των συμμάχων μας, που πάντα έβλεπαν την Τουρκία ως το αγαπημένο τους παιδί, πίστεψαν αφελώς ότι θα είχαν και την πολύτιμη βοήθειά τους, έτσι ώστε να καθίσει η Τουρκία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σεβόμενη το διεθνές δίκαιο. Κάτι που φυσικά δεν έγινε. Εκείνο που συνέβη είναι ότι η Ελλάδα έκανε πολλές υποχωρήσεις, οι οποίες σε κρίσιμες φάσεις για την Τουρκία της ήταν χρήσιμες.
Στην πράξη αυτό που έγινε είναι ότι χάσαμε τον χρόνο μας σε περιόδους που η Τουρκία ήθελε εκείνη να κλωτσήσει το τενεκεδάκι παρακάτω για να αναδιοργανωθεί. Κι είδαμε όλοι τι συνέβη το 2019, όταν η Τουρκία είχε ολοκληρώσει τον δικό της ανοδικό κύκλο και εμείς βρισκόμασταν στον πάτο του πηγαδιού.
Η πραγματικότητα είναι ότι μια συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών θα ήταν το καλύτερο δυνατό σενάριο. Τουλάχιστον για μας. Θα μας επέτρεπε να μειώσουμε τους εξοπλισμούς και να προσφέρουμε μεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας στους ξένους επενδυτές. Όπως και να το κάνουμε θα είναι μια άλλη περίοδος, η οποία θα προσφέρει πολλά στην ελληνική Οικονομία. Η Τουρκία αντίστοιχα δεν έχει να κερδίσει όσα εμείς σε περίπτωση εξομάλυνσης των σχέσεων της με την Ελλάδα. Οι εντάσεις των προηγούμενων δεκαετιών δεν εμπόδισαν τα ευρωπαϊκά (κυρίως γερμανικά) και αμερικανικά κεφάλαια να επενδύσουν στη γείτονα. Κι ακόμη, μία συνθήκη ειρήνης με την Ελλάδα δε θα μειώσει τις αμυντικές δαπάνες της Τουρκίας. Η οποία στον τομέα αυτόν έχει γίνει και ένας μεγάλος παραγωγός προϊόντων και τεχνολογιών και μεγάλος αντίστοιχα παίκτης παγκοσμίως. Από αγοραστής αμυντικού υλικού έχει γίνει πωλητής. Με άλλα λόγια, άλλες είναι οι ανάγκες της Ελλάδας και άλλες της Τουρκίας και αυτές δε συναντιούνται…
Τι μπορεί να προσφέρει η Τουρκία στην Ελλάδα στον τομέα της Οικονομίας; Πρόσβαση σε αγορές που η παρουσία της Ελλάδας δεν είναι ισχυρή. Εδώ οι Γερμανοί παρακαλούν τον Ερντογάν να τους ανοίξει τις πόρτες στην Αφρική και στις τουρκόφωνες χώρες. Δε χρειάζονται, λοιπόν, ντροπές σε τέτοια θέματα. Το ερώτημα είναι τι μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα στην Τουρκία. Αν επαναλάβει κανείς τα τετριμμένα περί Ευρώπης και Βαλκανίων, καλά θα κάνει να το σκεφτεί. Να μην το πει τουλάχιστον δεύτερη φορά, επειδή δεν ισχύει. Στα Βαλκάνια η Τουρκία τα καταφέρνει μια χαρά και μόνη της. Εμείς έχουμε χάσει στην περιοχή τα αυγά και τα πασχάλια. Όσο για την Ευρώπη; Σίγουρα η Τουρκία δε μας χρειάζεται.
Αν υπάρχει ένα κοινό σημείο επαφής σε κάποιο οικονομικό θέμα το οποίο και με τη σειρά του μπορεί να δημιουργήσει πολιτικό αποτέλεσμα, αυτό είναι το ενεργειακό. Τα κοιτάσματα στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό ναι, θα μπορούσε να είναι η κεντρική ιδέα σε μια συζήτηση ουσίας. Αλλά για να μιλήσουμε για συνεκμετάλλευση στην Ανατολική Μεσόγειο, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν καθοριστεί οι θαλάσσιες ζώνες. Δηλαδή, θα πρέπει η Τουρκία να αποδεχτεί ένα πλαίσιο που δεν το έχει αποδεχτεί μέχρι σήμερα και ταυτόχρονα να εγκαταλείψει τις μαξιμαλιστικές της θέσεις. Συζητάμε για μια στροφή 180 (και όχι 360) μοιρών! Θα πάει, δηλαδή, ο Ερντογάν και θα πει στο εσωτερικό της χώρας του ότι η Τουρκία πετάει στα σκουπίδια μια στρατηγική που ακολούθησε πετυχημένα τα τελευταία 50 χρόνια. Για ποιόν λόγο;
Στην Αθήνα το πολιτικό σύστημα «αγοράζει» πάντα το «καλό σενάριο». Ότι όλα θα πάνε καλά. Σε εκείνο που δεν μπορούν να απαντήσουν είναι γιατί θα πάνε ειδικά τώρα καλά, όταν αντίστοιχες κινήσεις στο παρελθόν απέτυχαν παταγωδώς. Ποιο στοιχείο είναι εκείνο που σήμερα τους πείθει ότι τα πράγματα είναι «αλλιώς». Κι αν κάτι έχει αποδειχτεί περίτρανα, είναι ότι εκείνο που μετράει στο τέλος είναι το δίκαιο του ισχυρότερου. Ναι μεν καταλαβαίνουμε όλοι πόσο καλύτερη θα ήταν η ζωή μας χωρίς να ξοδεύουμε τόσα χρήματα σε εξοπλισμούς, αλλά την ίδια ώρα βιώσαμε και την κατάσταση στον Έβρο.
Ασφαλώς και κάνει καλά η κυβέρνηση και ανοίγει διαύλους επικοινωνίας με την Τουρκία. Και μακάρι να προκύψει και ένα καλό αποτέλεσμα. Όποιο καλό αποτέλεσμα. Να μην τρέφουμε όμως προσδοκίες και μάλιστα υπερβολικές. Αν ήταν τόσο εύκολο να δοθεί λύση, αυτό θα είχε ήδη συμβεί. Και το πρόβλημα δε βρίσκεται σε μας, αλλά στις στρατηγικές επιλογές της Τουρκίας, οι οποίες υπερβαίνουν τους Τούρκους πολιτικούς και τους τακτικισμούς τους. Το πραγματικό ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν Μητσοτάκης και Ερντογάν μπορούν να βρουν λύση, αλλά αν η Τουρκία αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική. Και μάλιστα χωρίς να έχει υποστεί κάποια ήττα όλα αυτά τα χρόνια που παίζει με επιδεξιότητα το παιγνίδι των ολοένα και αυξανόμενων διεκδικήσεων.
Θανάσης Μαυρίδης