Στον απόηχο των εκλογών σωστά τίθεται σε δημόσια διαβούλευση και το νομοσχέδιο που αφορά στην κατάργηση όλων των εμποδίων για την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού, όπως προανήγγειλε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή το Σάββατο, κατά τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης.
Η οργανωμένη διασπορά θα μπορούσε να συνεισφέρει τα μέγιστα σε ρόλο μιας εποικοδομητικής “αντιπολίτευσης” στο κυβερνητικό έργο με την άσκηση εκλογικών δικαιωμάτων, και όχι μόνο. Η ελληνική διασπορά θα μπορούσε να συμβάλλει προς μια κατεύθυνση μιας εύρωστης Ελληνικής Δημοκρατίας, ειδικά στους αβέβαιους αυτούς καιρούς που όλες οι δημοκρατίες αμφιταλεύονται μεταξύ ενός αισθητού και ενός κατανοητού κόσμου.
Αυτό που ο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ (John Kenneth Galbraith) στο βιβλίο του «Τα Οικονομικά της Αθώας Απάτης» απεικόνισε μέσα από την εμπειρία της ζωής του στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα με μια καυστική κριτική των πραγμάτων όπως έχουν σήμερα. Συγκεκριμένα, σήμανε τον κώδωνα του κινδύνου για το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της πραγματικότητας και της «συμβατικής σοφίας» και για το πώς φτάσαμε σε ένα σημείο όπου έχουμε παραδοθεί στην ιδιοτελή πεποίθηση και στη «επινοημένη ανοησία» ή, πιο απλά, ως θύματα μιας αθώας απάτης. Κάτι το οποίο συντελέστηκε σε βάρος της οικονομίας, της αποτελεσματικής κυβέρνησης, και του επιχειρηματικού κόσμου.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι λίγες κοινωνίες καταφέρνουν να προχωρήσουν στο στάδιο της απελευθέρωσης ενός κατανοητού κόσμου, που επιτυγχάνεται μέσω της αμφισβήτησης, σε συνάρτηση με την έρευνα και της μελέτη. Πράγματι, αυτή η διάκριση διαφέρει σε όλα τα μήκη και πλάτη του παγκόσμιου χάρτη ανάλογα με τους διάφορους κοινωνικούς και οικονομικούς δείκτες (π.χ. οικονομική ελευθερία, διαφθορά, ηθική και δικαιοσύνη, ποιότητα δημοκρατίας και άλλα). Για παράδειγμα, η Αυστραλία που φιλοξενεί μια μεγάλη ελληνική διασπορά θα μπορούσε να θεωρηθεί με βάση τέτοιους δείκτες απόδοσης ως μέρος του κατανοητού κόσμου σε σύγκριση με τον αισθητό κόσμο που χαρακτηρίζει την Ελλάδα.
Οι πρόσφατες ελληνικές εκλογές παρείχαν κάποιες γνώσεις σχετικά με το πώς οι άνθρωποι ενίοτε ταλαντεύονται μεταξύ αυτών των δύο κόσμων ανάλογα με την επίδραση ενός πολιτικού τοπίου που προωθεί το αισθητό (Ελλάδα) παρά το κατανοητό (Αυστραλία). Και το μήνυμα των τελευταίων εκλογών είναι για μια πορεία προς ένα κατανοητό κόσμο προς τον οποίον θα μπορούσε να συμβάλλει η απανταχού ελληνική διασπορά.
Επί τούτου, οι ελληνικές εκλογές συνέπεσαν με τις τουρκικές και έγινε αναπόφευκτη η σύγκριση μεταξύ της υψηλής συμμετοχής της τουρκικής διασποράς σε σύγκριση με την ελληνική διασπορά της Αυστραλία αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι η τελευταία είναι αριθμητικά πολύ μεγαλύτερη από την τουρκική διασπορά. Η τουρκική δημοκρατία έχει αξιολογηθεί ως ένα υβριδικό και πελατειακό καθεστώς όλα αυτά τα χρόνια και η άλλη όψη του νομίσματος της πολιτικής σχέσης αφορά την πελατειακή σχέση με την τουρκική διασπορά.
Πράγματι, υπάρχουν στοιχεία που βασίζονται στην έρευνα για τους πολιτικούς δεσμούς μεταξύ της Δημοκρατίας της Τουρκίας και της γερμανοτουρκικής διασποράς. Προκύπτει ότι μέσω ενός συνδυασμού σκόπιμης εθνικής αναταραχής, ενθάρρυνσης της υποστήριξης των πολιτικο-ισλαμικών ιδεών και της συνεχούς παρακολούθησης του γερμανοτουρκικού εκλογικού σώματος, το AKP και ο Πρόεδρος Ερντογάν έχουν καλλιεργήσει ένα αξιόπιστο και σημαντικό εκλογικό μπλοκ που είναι αποδεδειγμένα πιστό στην υπάρχουσα κυβέρνηση. Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να εμπεδωθεί ως η ελληνική νοοτροπία προς την πορεία δημιουργίας αυτής της σχέσης με την ελληνική διασπορά.
Η ελληνική διασπορά ως «αντιπολίτευση» πρέπει να ασκεί πίεση που στην Ελλάδα είναι για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής που είναι συνεπής και ανταποκρίνεται στα κριτήρια βέλτιστης πρακτικής, με εκείνα του κατανοητού κόσμου, και όχι του αισθητού κόσμου της πελατειακής πολιτικής. Η κατανοητή δημόσια πολιτική σχετίζεται με τη χρηστή λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν ένα έθνος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ανάλογα με τον αντίκτυπο ή το εύρος τους. Υπό αυτή την έννοια, οι μεταρρυθμίσεις πολιτικών ή/και νόμων πρέπει να βασίζονται σε σχεδιασμό, μελέτη, ανάλυση, διαβούλευση, και συναίνεση, μεταξύ άλλων παραγόντων, που διασφαλίζουν απόλυτη συνοχή και διαφάνεια. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται εδώ και πολλά χρόνια από πολιτικούς που κάνουν δηλώσεις ή προτάσεις χωρίς καμία απολύτως τεκμηριωμένη υποστήριξη, δημιουργώντας αβεβαιότητα και ανησυχία στην κοινωνία.
Πέρα από τα εκλογικά δικαιώματα η ελληνική πολιτεία πρέπει να μεριμνήσει για τη χάραξη μιας δημιουργικής πολιτικής για τη σχέση με τη διασπορά με επίκεντρο την επανασύνδεση των νέων γενεών της διασποράς με την κληρονομιά, τις ρίζες, τη γλώσσα, την ιστορία και τις παραδόσεις τους, και την καλλιέργεια επιχειρηματικότητας. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να πρωτοστατήσει και μια οργανωμένη διασπορά μιμούμενη άλλα παραδείγματα, όπως το πρότυπο πάνω στο οποίο κινείται μακροχρόνια το Συμβούλιο Αυστραλίας/Ισραήλ και Εβραϊκών Υποθέσεων που είναι ο κορυφαίος οργανισμός δημοσίων υποθέσεων για την Αυστραλιανή Εβραϊκή κοινότητα, και λειτουργεί άκρως αποτελεσματικά, όπως και σε άλλες χώρες, μεταφέροντας με αφοσιωμένους επαγγελματίες τα συμφέροντα της αυστραλιανής - εβραϊκής κοινότητας στην κυβέρνηση, στα μέσα ενημέρωσης, και άλλους θεσμικούς οργανισμούς.
Επί τούτου, πρόσφατα με επίκεντρο την επιχειρηματικότητα είχε την προνοητικότητα να καταθέσει στην κυβέρνηση μια ολοκληρωμένη πρόταση μελέτης σκοπιμότητας για την ενίσχυση του εμπορίου και των επενδύσεων με το Ισραήλ, με σκοπό μια μελλοντική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Κίνητρο ήταν ότι μια προτεινόμενη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της Αυστραλίας και του Ισραήλ μπορεί να οραματίζεται πέρα από τις ανταλλαγές εμπορευμάτων και να εξετάσει το εμπόριο ευρύτερα - από την άποψη της κοινής γνώσης, της τεχνολογικής συνεργασίας, και μιας πύλης για κάθε χώρα στην περιοχή της άλλης. Επίσης, σε συνεργασία με ένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια της Μελβούρνης Monash αναλύει διεξοδικά τη δομή της εβραϊκής διασποράς όπως αυτή προκύπτει μέσα από τα στοιχεία των απογραφών.
Αυτή η προσέγγιση συντηρεί μια ισχυρή εβραϊκή κοσμική κουλτούρα στην Αυστραλία και αποτελεί σημείο αναφοράς βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των εθνικών μειονοτήτων. Το ίδιο και με το αμερικανικό - εβραϊκό μοντέλο που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ενός αυστηρού εβραϊκού αμερικανικού δημοσίου τοπίου και κριτικού προβληματισμού.
Συμπερασματικά, πρέπει να υπερβούμε την εγγενή μεροληψία στη συζήτηση ότι τα γραφειοκρατικά εμπόδια από μόνα τους οδήγησαν στην απάθεια των ψηφοφόρων της διασποράς, ένα επιχείρημα που δεν βασίζεται σε στοιχεία και, επομένως, στερείται συνοχής. Αν νιώθουμε ως διασπορά ότι η ελληνική γραφειοκρατία συνέβαλε σε αυτό το αποτέλεσμα της απάθειας των ψηφοφόρων, τότε ως διασπορά πέρα από τις εκλογές θα πρέπει να ασκήσουμε και τη «καυστική» κριτική μας σε όλες τις πτυχές της γραφειοκρατίας που έχουν δημιουργηθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Διαφορετικά, απλώς ταλαντευόμαστε ως ψηφοφόροι μεταξύ ενός κατανοητού και ενός αισθητού κόσμου.
Τέλος, ο Νίκος Καζαντζάκης αποτυπώνει εύγλωττα το πνεύμα της ελληνικής διασποράς και κατά συνέπεια την αποτυχία των αρχών να την εμπλέξουν με πολιτικό τρόπο και την ανάγκη για μια ολική προσέγγιση:
«Όσο πιο μακριά είμαστε από την πατρίδα μας, τόσο περισσότερο τη σκεφτόμαστε και τόσο περισσότερο, την αγαπάμε. Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα, βλέπω τις μικρότητες, τις ίντριγκες, τις ανοησίες, τις ανεπάρκειες των αρχηγών, τη μιζέρια του λαού.
Όμως, από μακριά δεν βλέπουμε τόσο ευδιάκριτα την ασκήμια και έχουμε περισσότερη ελευθερία να πλάσουμε μια εικόνα της πατρίδας αντάξια ενός ολοκληρωτικού έρωτα. Να γιατί δουλεύω καλύτερα και αγαπώ καλύτερα την Ελλάδα όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό. Μακριά της καταφέρνω να συλλάβω καλύτερα την ουσία της και την αποστολή της στον κόσμο, και συνακόλουθα τη δική μου ταπεινή αποστολή. Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει στους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Γίνονται καλύτεροι.
Έχουν την περηφάνια της φυλής τους, νιώθουν ότι όντας Έλληνες έχουν την ευθύνη να είναι αντάξιοι των προγόνων τους. H πεποίθησή τους, ότι κατάγονται από τον Πλάτωνα και τον Περικλή, μπορεί ίσως να είναι μια ουτοπία, μια αυθυποβολή χιλιετιών, όμως αυτή η αυθυποβολή, γενόμενη πίστη, ασκεί μια γόνιμη επίδραση στη νεοελληνική ψυχή. Χάρη σ’ αυτή την ουτοπία επέζησαν οι Έλληνες. Μετά από τόσους αιώνες εισβολών, σφαγών, λιμών, θα έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί. Όμως η ουτοπία, που έγινε πίστη, δεν τους αφήνει να πεθάνουν. Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα».
(Απόσπασμα από συνέντευξη του Ν. Καζαντζάκη στον Pierre Sipriot Γαλλική Ραδιοφωνία, Παρίσι, 6 Μαΐου 1955).
- Ο Δρ. Στηβ Μπακάλης είναι ειδικός σε θέματα διεθνούς επιχειρηματικής εκπαίδευσης και διαχείρισης, έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας, το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας, και σε διοικητικές θέσεις σε πανεπιστήμια της Ασίας-Ειρηνικού και τα Αραβικά Κράτη του Περσικού Κόλπου.
Διαβάστε επίσης:
ΗΠΑ: Ομογενείς ζητούν επιστολική ψήφο και κατάργηση των περιορισμών