Η Ελλάδα γίνεται μια κανονική χώρα μέσα στην ευρωζώνη», δήλωσε ο Επίτροπος Οικονομικών, Πιερ Μοσκοβισί και έφερε ως παράδειγμα ότι πλέον δεν αποτελεί βασικό θέμα συζήτησης στο Eurogroup. «Εγώ πάντα έλεγα ότι πρέπει η Ελλάδα να γίνει μια κανονική χώρα, και θα είναι μία κανονική χώρα. Αλλά είναι μία κανονική χώρα, με προβλήματα. Υπάρχει ένα δημόσιο χρέος που παραμένει υψηλό. Πολύ υψηλό. Ο πληθυσμός της υπέφερε πάρα πολύ. Η οικονομική επανεκκίνηση της θα γίνει αργά και οι κοινωνικές πτυχές είναι πολύ έντονες».
«Αλλά δεν μπορούμε πλέον να πούμε ότι η Ελλάδα είναι “ο φτωχός συγγενής” της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή “ο άρρωστος της Ευρώπης”. Αλλά τώρα πρέπει να τα αφήσουμε αυτά, να μπει η Ελλάδα ολοκληρωτικά στις αγορές. Και αυτό αποδεικνύει άλλωστε την αξιοπιστία της χώρας. Γιατί εάν ήταν εύθραυστη θα βλέπαμε υψηλότερα επιτόκια. Έχουμε έτσι την εντύπωση ότι είμαστε στη σωστή τροχιά. Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να γίνουν. Αλλά είναι μία χώρα που ξαναβρίσκει την πλήρη κυριαρχία της, την αξιοπιστία της», υπογράμμισε ο Μοσκοβισί.
Ο Πιερ Μοσκοβισί εξέφρασε αισιοδοξία, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα είναι σε σταθερή οικονομική τροχιά, ενώ παραδέχθηκε ότι είναι παράλογο το πλεόνασμα της τάξης του 3,5%, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι «αυτή την στιγμή χρειάζεται να ενισχυθεί η αξιοπιστία. Γνωρίζουμε να το κάνουμε, μπορούμε να το κάνουμε. Προχωράμε στην ανάπτυξη και μετά περιορίζουμε σιγά- σιγά τη δημοσιονομική πειθαρχία. Αλλά θα πρέπει να δοθούν σήματα, που θα είναι σήματα βούλησης και αξιοπιστίας και σταθερότητας».
«Αυτό που στερήθηκε αυτή η χώρα στο παρελθόν ήταν σοβαρότητα, σταθερότητα. Τώρα χρειάζονται και τα δύο. Και θα πρέπει οι μεγάλες πολιτικές δυνάμεις αυτής της χώρας να έχουν αυτή την κατεύθυνση», πρόσθεσε, ενώ αναγνώρισε πόσο υπέφερε ο ελληνικός λαός, διευκρινίζοντας όμως ότι «δεν φταίει η λιτότητα για την κρίση αλλά η κρίση έφερε τη λιτότητα» γιατί η Ελλάδα έπρεπε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις καθώς «υπήρχε μακιγιάζ στα δημοσιονομικά της στοιχεία».
Και πρόσθεσε: «Διότι δεν ήταν βιώσιμη η οικονομία της μέσα στην ευρωζώνη. Η χώρα δεν μπορούσε να ζήσει με μια αγορά εργασίας τελείως ανυπόστατη. Δεν μπορούσε να ζήσει με ένα σύστημα συντάξεων που κόστιζε 5% του ΑΕΠ περισσότερο από τους άλλους. Δεν μπορούσε να ζήσει με ένα δημόσιο χρέος που δεν σταματούσε να αυξάνεται».