«Καρδιά της ανάπτυξης είναι οι επενδύσεις. Κλειδιά των επενδύσεων είναι οι μικρότεροι φόροι, η λιγότερη γραφειοκρατία και η ρευστότητα». Αυτά έλεγε ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Ιούνιο του 2019, όταν η Νέα Δημοκρατία διεκδικούσε τη διακυβέρνηση της χώρας μετά την τετραετία ΣΥΡΙΖΑ.
Το τότε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έθετε ως βασικούς άξονες, για να βγει η χώρα από το τέλμα, όπως έλεγε, τη μείωση των φόρων, τα κίνητρα για επενδύσεις και την απελευθέρωση από τα γρανάζια της γραφειοκρατίας, διατηρώντας πάντα ως «κορμό» του αφηγήματός του την ανάγκη της πολιτικής σταθερότητας. Η υπερφορολόγηση, κυρίως της μεσαίας τάξης, εν μέσω μνημονίων, καθιστούσαν τη μείωση των φόρων και την αύξηση μισθών και συντάξεων ως το κεντρικό ζητούμενο.
Από τότε έχουν περάσει πέντε χρόνια, με την κυβέρνηση να έχει λάβει από τους πολίτες την εντολή μιας δεύτερης τετραετίας, έχοντας υλοποιήσει ένα μεγάλο πρόγραμμα ψηφιακού μετασχηματισμού ως αντίδοτο στη γραφειοκρατεία, έχοντας ήδη προχωρήσει στη μείωση ή κατάργηση σειράς φορολογικών βαρών και βάζοντας την αύξηση των εισοδημάτων και του κατώτατου μισθού σε πρώτο πλάνο.
Η ενεργειακή κρίση και οι πληθωριστικές πιέσεις, που έχουν κάνει την επανεμφάνισή τους τα τελευταία δύο χρόνια, όμως, εξανεμίζοντας ένα μεγάλο μέρος του αντίκτυπου αυτών των μέτρων στα οικονομικά των πολιτών, επαναφέρουν στο προσκήνιο την ανάγκη περαιτέρω μείωσης της φορολογίας και ενίσχυσης των εισοδημάτων, όπως η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται.
Δυόμιση χρόνια πριν τη λήξη της δεύτερης τετραετίας του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάζει και πάλι στο επίκεντρο του λόγου του τις πρώτες εξαγγελίες, που έκανε, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της χώρας, δηλώνει ότι η περαιτέρω μείωση των φόρων εξακολουθεί να είναι δέσμευση της κυβέρνησής του και προαναγγέλλει συνέχεια.
Για πρώτη φορά, μάλιστα, μετά από αρκετό διάστημα, ο πρωθυπουργός μιλά και πάλι για τη μεσαία τάξη. Στη συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ, το Σάββατο, περιέγραψε τις προτεραιότητες στην οικονομική και φορολογική πολιτική, μέχρι τις επόμενες εκλογές, λέγοντας χαρακτηριστικά «το ´26 και ´27, ανάλογα με την πορεία του προϋπολογισμού, μπορώ να σας πω τι με απασχολεί και πού θα ήθελα να στρέψουμε την προσοχή μας: Μεσαία τάξη και επιβάρυνση στη μισθωτή εργασία, τεκμήρια – υπάρχουν στρεβλώσεις που πρέπει να δούμε – και τελευταίο θα έβαζα τον ΦΠΑ στη λίστα των παρεμβάσεων. Για να γίνει αυτό, πρέπει να συνεχίσουμε καταπολέμηση φοροδιαφυγής». Η αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη δείχνει τη στόχευση της κυβέρνησης για το υπόλοιπο της θητείας της.
Η «μεσαία τάξη», ούτως ή άλλως, αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα κάθε εκλογικής αναμέτρησης, όπως και κάθε τετραετίας και πάνω σε αυτή «χτίζεται» ο κυβερνητικός σχεδιασμός, είτε αφορά στη μείωση των φόρων και την αύξηση των μισθών, είτε την ενίσχυση της υγείας και της παιδείας. Άλλωστε, οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης, όπως και του μεσαίου χώρου, καταγράφεται αυτή τη στιγμή στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη», αυτή των αναποφάσιστων.
Η κυβέρνηση θα επιδιώξει να ενδυναμώσει τις βάσεις της σε αυτό τον χώρο, παρουσιάζοντας και εφαρμόζοντας μια οικονομική πολιτική προσανατολισμένη στην ενίσχυσή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρωθυπουργός δε μιλά μόνο για τον κατώτατο μισθό, αλλά και για τις μέσες αποδοχές, βάζοντας στόχο να ξεπεράσουν τα 1500 ευρώ, προαναγγέλλει περαιτέρω φορολογικές παρεμβάσεις στους δύο τελευταίους προϋπολογισμούς πριν τις εκλογές, για το 2026 και 2027, τόσο για μισθωτούς, όσο και για τους ελεύθερους επαγγελματίες, μιλώντας για παράδειγμα για τα τεκμήρια και τις αλλαγές που χρειάζονται, ενώ ταυτόχρονα προτάσσει την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που εκ των πραγμάτων δεν αγγίζει τη μισθωτή εργασία.
Μέτρα για την ενίσχυση της οικογένειας ή την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, με υψηλότερα εισοδηματικά κριτήρια, «δείχνουν» προς την ίδια κατεύθυνση, επιβεβαιώνοντας ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να διευρύνει τις ομάδες των πολιτών, οι οποίες θα μπορούν να αξιοποιήσουν προγράμματα, που υλοποιούνται και που πλέον δεν απευθύνονται μόνο στις ευάλωτες κατηγορίες.
Όλο το προηγούμενο διάστημα, τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο και τα κυβερνητικά στελέχη, υπενθύμιζαν ότι περί τους 50 φόρους έως σήμερα, είτε έχουν μειωθεί, είτε έχουν καταργηθεί, όπως και ότι στον προϋπολογισμό του 2025 προβλέπονται 12 φοροελαφρύνσεις, ταυτόχρονα με μια νέα αύξηση του κατώτατου μισθού και των επιδομάτων που συμπαρασύρει, αλλά και των συντάξεων.
Το ζητούμενο πλέον για το Μέγαρο Μαξίμου είναι να δημιουργήσει το πλαίσιο για τα επόμενα δύο χρόνια και να δώσει την προοπτική ότι η πολιτική της κυβέρνησης θα έχει συνέχεια, ώστε να διατηρήσει στραμμένη στο σχεδιασμό της και την προσοχή της μεσαίας τάξης. Στο τέλος της ημέρας, η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου θα «αγγίζει» πάντα την ανάγκη να διατηρείται στη χώρα η πολιτική σταθερότητα, που για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ταυτίζεται με την ύπαρξη μιας ισχυρής κυβέρνησης και «καθαρών» εκλογικών αποτελεσμάτων.