Η ευθύνη του ΠΑΣΟΚ για τους θεσμούς και τη δημοκρατία

Η ευθύνη του ΠΑΣΟΚ για τους θεσμούς και τη δημοκρατία

ΤΟ ΠΑΣΟΚ, είναι ένα από τα δυο μόνο κόμματα που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «συστημικά» από πολιτική άποψη, μολονότι το ίδιο κάνει ό,τι είναι δυνατό να αποδεικνύει συνεχώς το αντίθετο. Με τον όρο αυτό εννοώ το πολιτικό σύστημα της χώρας μας ως φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Επομένως, ιδιαίτερα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει αυξημένες ευθύνες απέναντι στους θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος τους οποίους όχι μόνο οφείλει να σέβεται αλλά και να στηρίζει με τη στάση του, την πολιτική συμπεριφορά και κουλτούρα του. Ιδιαίτερα, σε στιγμές κατά τις οποίες η φιλελεύθερη Δημοκρατία βάλλεται πανταχόθεν και ο αποκαλούμενος «αντισυστημισμός» βρυχάται και πάλι στη βάση μιας σειράς από τερατώδη ψέματα, θεωρίες συνωμοσίες και ανείπωτο πολιτικό μίσος και μισαλλοδοξία εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα πατώντας πάνω στην τραγωδία του δυστυχήματος των Τεμπών. 

Το τραγικό αυτό δυστύχημα χρησιμοποιείται ανενδοίαστα για πολιτικούς σκοπούς από κοινοβουλευτικά κόμματα της αντιπολίτευσης και εξωκοινοβουλευτικές βίαιες ομάδες που συνήθως η δράση τους επικροτείται ως «δίκαιη λαϊκή οργή» όταν δεν παρακινείται από τα ίδια τα κόμματα ως «μορφή δράσης» απόλυτα κανονικής, όταν μάλιστα η κυβέρνηση κατά τον κ. Φάμελλο είναι «απονομιμοποιημένη».

Και πώς συνάγεται το συμπέρασμα αυτό που μόνο στη Βουλή αποδεικνύεται με την απώλεια της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης; Με την «κοινωνία» και τις «δημοσκοπήσεις». Απίθανες, έωλες θεωρίες σε κοινοβουλευτικό, πολίτευμα. Και ισχυρίζονται ακόμα ορισμένοι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, επειδή κυβέρνησε, έγινε συστημικό κόμμα. Πλανώνται. Ούτε είναι ούτε στο δημοκρατικό τόξο ανήκει. Ας θυμηθούν οι έχοντες βραχεία πολιτική μνήμη ότι ο κ. Τσίπρας, ευθύς ως υπέστη καθοριστικές εκλογικές ήττες στρατηγικού χαρακτήρα σε 4 κάλπες το 2019, έσπευσε πάραυτα, την επομένη, να αυτοανακηρυχτεί εκ νέου «αντισυστημικός» (εκεί έβλεπε το ψητό). Για να ακολουθήσει μια άθλια και χυδαία αντιπολίτευση που τον οδήγησε τελικά σε δυο αλλεπάλληλες βαριές εκλογικές ήττες στις εθνικές εκλογές του 2023 σε βαθμό που τον ανάγκασαν να αποχωρίσει από την ηγεσία του κόμματος. 

Χυδαία και αδίστακτη πολιτική εκμετάλλευση

Προφανής στόχος όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι να αξιοποιήσουν πολιτικά την τραγωδία των Τεμπών, να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα, να ανατρέψουν τον Π/Θ της, έχοντας ήδη εκδώσει την ετυμηγορία τους για τους ενόχους και έχοντας ήδη αποφασίσει για τις ποινές. Τα «λαϊκά δικαστήρια» εν δράσει. Και οι πονηροί υποκριτές και χυδαίοι πολιτικοί επικαλούνται την «κοινωνία» που θέτει «ερωτήματα» όταν οι ίδιοι έχουν μαστιγώσει αλύπητα την κοινή γνώμη με απίστευτες αθλιότητες και θεωρίες συνωμοσίας. Ούτως ώστε, να είναι σχεδόν βέβαιο ότι κατά τις συντονισμένες και εκπορευόμενες από πολιτικά κέντρα εκδηλώσεις στη 2η επέτειο των Τεμπών σε λίγες μέρες, υπό την κάλυψη της εξεύρεσης της αλήθειας, που υποτίθεται ότι «συγκαλύπτεται» προσωπικά από τον Π/Θ και της απόδοσης δικαιοσύνης, το πραγματικό αίτημα θα είναι η ανατροπή της κυβέρνησης. Και δεν αποκλείεται το κεντρικό σύνθημα να είναι «δολοφόνε Μητσοτάκη», «παραιτήσου» και τα συναφή ή ακόμα και η πρόκληση επεισοδίων, συνήθως από τους γνωστούς, για να δειχτεί πόσο βάρβαρη είναι η «κρατική βία», η αστυνομική καταπίεση και η καταστολή της επάρατης Δεξιάς κυβέρνησης.

Ο πατροπαράδοτος ελληνικός «αντισυστημισμός», καλλιεργημένος από τον ανδρεοπαπανδρεϊκό αυριανικό λαϊκισμό, αταβιστικά πολιτιστικά, θρησκευτικά και πολιτικά εθνικά χαρακτηριστικά και εμπλουτισμένος από σύγχρονα στοιχεία, περιλαμβάνει πολλά και ποικίλα πολιτικά φρούτα φαιοκόκκινου ολοκληρωτικού και φασίζοντος χαρακτήρα, παλιά και νεόφερτα με βασικά εργαλεία επικοινωνίας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Διότι το «σύστημα» εκλαμβάνεται ως οικονομικο-πολιτικό «καθεστώς» που πρέπει να ανατραπεί. Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και συχνά το ΠΑΣΟΚ, για «ανατροπή» μιλάνε. Ωστόσο, κανένα «σύστημα» δεν εμπόδισε κάποιο κόμμα να κυβερνήσει με την ψήφο των πολιτών στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Κανένα «σύστημα» δεν εμπόδισε το ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει στηριζόμενος μάλιστα από διάφορα ισχυρά επιχειρηματικά, κρατικά, πολιτιστικά, μιντιακά, συνδικαλιστικά ακόμα και δικαστικά «υποσυστήματα». 

Αντιθεσμική συμπεριφορά

Υπό το φως των ανωτέρω, η αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, τον κ. Νίκο Ανδρουλάκη, υπήρξε ανοίκειος και άτοπη. Έβλαψε τον εαυτό του, το κόμμα του και κυρίως την χώρα του.Το χειρότερο, δεν δείχνει καμιά διάθεση αναθεώρησης.Το ίδιο και ορισμένα στελέχη του κόμματος. Δεν είναι μόνο ο κ. Γερουλάνος, που προφανώς έχει πλήρη άγνοια για το πώς διορίζονται οι εφέτες ανακριτές, αλλά και μέλη του ΠΣ του κόμματος, όπως η κα Π. Δαλαμπούρα, μιμούμενη επακριβώς στάση βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ που ζήτησε από την κυβέρνηση να πει τι ακριβώς «συγκαλύπτει» για να μάθει και αυτός!! Ανέπτυξε την πρωτοφανή θεωρία περί «συγκάλυψης» αναφέροντας ότι «δεν ξέρουμε τι συγκαλύπτει γιατί όταν συγκαλύπτεις δεν ξέρουμε τι προσπαθείς να συγκαλύψεις» (Οne TV, 17/2). Θυμίζει αυτό που έλεγε ο κ. Τσίπρας επί διακυβέρνησής του, ότι δηλαδή οι κατηγορούμενοι στη σκευωρία της Novartis έπρεπε να αποδείξουν οι ίδιοι ότι είναι αθώοι. Πρόκειται για ναζιστική και σταλινική αντίληψη περί κράτους δικαίου, όπου δεν είναι η κατηγορούσα αρχή η οποία πρέπει να προσκομίσει τις αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Πλήρης αναστροφή των κανόνων που ισχύουν στο κράτος δικαίου στα δημοκρατικά πολιτεύματα.

Παρά τις ελλείψεις και τις εμφανείς αδυναμίες της η ελληνική Δημοκρατία έχει καταταγεί με απόλυτα διαφανή διεθνή κριτήρια στην 20ή παγκόσμια θέση ως πλήρης Δημοκρατία. (The Economist, 15/2/2024). Θέση αξιοζήλευτη που δεν ανατρέπεται από διάφορες παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων, όπως οι υποκλοπές και άλλες περιπτώσεις. Ουδείς τέλειος. Τέλειες δημοκρατίες δεν υπάρχουν. Γι αυτό η ευθύνη του κ. Ανδρουλάκη απέναντι στους θεσμούς είναι τεράστια. Αντιλαμβάνεται κανείς την προσωπική του πικρία στο θέμα των υποκλοπών, αλλά δεν μπορεί να παίρνει ως μέτρο μόνο την περίπτωσή του και να παραγράφει πολλά άλλα θετικά παραδείγματα απόδοσης Δικαιοσύνης και κυρίως να δείχνει έλλειψη γενικά εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη απαξιώνοντας έναν από τους βασικούς πυλώνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ασφαλώς, ούτε οι δικαστές ούτε οι δικαστικές αποφάσεις είναι υπεράνω κριτικής που πρέπει να γίνεται με σοβαρό και στοιχειοθετημένο τρόπο. Αλλά και αλλοίμονο αν η Δικαιοσύνη ακολουθούσε το κοινό περί δικαίου αίσθημα ή το δίκαιο του καθένα μας, τα ένστικτα εκδίκησης, μίσους και λυντσαρίσματος των πολιτών όταν μεταλλάσσονται σε άνομο, βίαιο και ατίθασο όχλο άνευ φραγμών δικαίου, νόμου και τάξης. Άλλωστε, γι αυτό υπάρχουν και πολλές βαθμίδες εκδίκασης των υποθέσεων με την προσφυγή σε ανώτερα όργανα δικαιοδοσίας και κρίσης, μέχρις το τελικό στάδιο της τελεσιδικίας. Δεν είναι τελείως αδικαιολόγητος ο σκεπτικισμός απέναντι σε δικαστικές αποφάσεις και συμπεριφορές δικαστών. Ας θυμηθούμε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τις δικαστικές περιπέτειες του δυστυχή Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ, τις άδειες στον κατάδικο τρομοκράτη της 17ης Νοέμβρη Δ. Κουφοντίνα που σουλατσάριζε προκλητικά στους τόπους των εγκλημάτων του στο κέντρο της Αθήνας, τη σκευωρία της Novartis (μόλις πρόσφατα βγήκαν οι κουκούλες των «προστατευόμενων» 2 (ψευδο)μαρτύρων) κ.τ.λ.

Ο κ. Ν. Ανδρουλάκης επισκέφτηκε (21/2) το προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ένα συνδικαλιστικό όργανο του δικαστικού σώματος και δήλωσε «ικανοποιημένος». Ωστόσο, και αυτοί δικαστές είναι για να μην αναφέρω ότι η ίδια αυτή Ένωση, υπό διαφορετική βέβαια σύνθεση του ΔΣ της, είχε βγάλει την αδιανόητη και διαβόητη εκείνη Ανακοίνωση (24/2/2021), που καλούσε την Πολιτεία «να αναθεωρήσει τη στάση της στο θέμα της μεταχείρισης του κρατουμένου Δ. Κουφοντίνα». Άλλη μια παγκόσμια ελληνική πρωτιά, το συνδικαλιστικό όργανο των δικαστών να αιτεί επιείκεια για κατάδικους τρομοκράτες άνευ αποχρώντος λόγου. Να συμπλέει με τον κ. Τσίπρα και τον υπόλοιπο περίγυρο που αγωνίζονταν για τα «δικαιώματα» ενός «κατ’ επάγγελμα απεργού πείνας», είχαν αποκαλέσει τον εν λόγω κατάδικο. Γνωρίζουμε πού κατέληξε η υπόθεση εκείνη.

Πολιτική Ευθύνη και Πολιτική της Ευθύνης

Πέραν των θεμάτων αυτών η πολιτική ευθύνη της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την πολιτική σταθερότητα της χώρας, ιδιαίτερα σήμερα εν μέσω της παγκόσμιας τρικυμίας του Τραμπισμού, είναι τεράστια. Διότι, εκ θεσμικής θέσεως κρατάει το κλειδί της καλής διακυβέρνησης και της εγγύησης της πολιτικής σταθερότητας και ομαλότητας όταν ελέγχει σοβαρά και αξιόπιστα την κυβερνητική δράση. Ο κ. Ανδρουλάκης φαίνεται να μη διδάχτηκε τίποτα από το φιάσκο της πρότασης δυσπιστίας που υπέβαλε την επαύριον ενός αναμασημένου δημοσιεύματος κυριακάτικης εφημερίδας περί «μονταζιέρας» των Τεμπών. Σε αυτό το παραμύθι ευτυχώς δεν επανέρχεται. Θα δούμε σύντομα τι περιέχει η φαρέτρα του περί «συγκάλυψης». 

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο κ. Ανδρουλάκης έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από σοβαρά εσωκομματικά και πολιτικά προβλήματα. Εξακολουθεί να αμφισβητείται από επίδοξους διαδόχους του, που δεν έπαψαν να καιροφυλακτούν και να τον υπονομεύουν παρά την ήττα τους στην προεδρική αναμέτρηση. Η ικανοποίηση μιας τριχοτομημένης εκλογικής βάσης (συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ και ΣΙΑ, συνεργασία με ΝΔ, αυτονομία) με διαρκείς ασκήσεις ισορροπίας, πράγματι, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, πατώντας σε 2, πόσο μάλλον σε 3 βάρκες, αργά ή γρήγορα θα πέσεις στη θάλασσα και θα πνιγείς. Ουδείς τον εξανάγκασε να εκδηλώσει τις προθέσεις του περί κυβερνητικών συνεργασιών. Ο ίδιος άνοιξε ανοήτως το θέμα, το δε αντιδεξιό του σύνδρομο του αποκάλυψε προθέσεις συνεργασίας με τα πολύ «προοδευτικά κόμματα» του ΣΥΡΙΖΑ, της κας Κωνσταντοπούλου και των ακροδεξιών αποφύσεων. Κανείς δεν του ζήτησε να γίνει «δεκανίκι» της ΝΔ. Ουδείς αμφισβήτησε τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτόνομη πορεία του κόμματος. Ουδείς τον πίεσε. Μια απλή και γενική δήλωση ότι δε θα αφήσει τη χώρα ακυβέρνητη αρκούσε, κι ο νοών νοήτω. Δεν όφειλε να πει περισσότερα κι ας κρατούσε για τον εαυτό του τις μύχιες «προοδευτικές» πολιτικές του επιθυμίες. Διότι, σε τελευταία ανάλυση, η προσεχής εθνική κάλπη θα αποφασίσει το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων σε επίπεδο εδρών και το σχήμα διακυβέρνησης της χώρας. Μπλέχτηκε, όμως, διότι οι ιδεοληψίες του πολλές φορές προηγούνται της πολιτικής σύνεσης και αυτοσυγκράτησης.

 Γι αυτό η αρχική δημοσκοπική δυναμική που δημιουργήθηκε με την επανεκλογή του ως προέδρου του κόμματος καθώς και από την αυτοδιάλυση του ΣΥΡΙΖΑ εξαντλήθηκε γρήγορα. Η δημοσκοπική απήχηση του κόμματος περιορίζεται πλέον γύρω στο 15% ενώ το δικό του ποσοστό καταλληλότητας για πρωθυπουργός δεν είναι άξιο μνείας. Η προσπάθειά του να αναβαπτιστεί μέσα στο «κίνημα των Τεμπών» ή σε γενικότερα «αντιστασιακά» ρεύματα και να ανταγωνιστεί τους εξ ευωνύμων «προοδευτικούς» σε λαϊκισμό και μένος κατά της κυβέρνησης και του ίδιου Π/Θ δεν έχει αποδώσει. Οι άλλοι είναι καλύτεροι σε αυτά γι αυτό στην ουσία πριμοδοτεί τα διάφορα αριστερά και ακροδεξιά κόμματα του «αντισυστημισμού». Θα πρέπει να ξανασκεφτεί την αντιπολιτευτική τακτική και ρητορεία και τους πολιτικούς του στόχους με ρεαλισμό και σωφροσύνη.

Αυτό που απαιτείται από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι κραυγές αλλά θεσμική πολιτική συμπεριφορά κι ένα ρεαλιστικό και εναλλακτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης. Αν είναι δυνατό και εφικτό, διότι μπορεί να μην είναι δυνατό και εφικτό το πρόγραμμα να είναι απολύτως «εναλλακτικό».

Για να διαπιστώσουν και οι εκλογείς, ιδιαίτερα οι διαβόητοι αυτοχαρακτηριζόμενοι ως «Κεντρώοι», πώς ακριβώς θα αυξήσει την πίτα, αν και πως μπορεί να την αυξήσει περισσότερο από την παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ, πώς θα τη μοιράσει, ποιά κοινωνικά στρώματα θα ωφεληθούν, πώς θα μειώσει τις ανισότητες και ποιές, πώς θα χρηματοδοτήσει και πόσο το Εθνικό Σύστημα Υγείας, πόσες δημόσιες προσλήψεις θα κάνει και πού, ποιο είναι το Σχέδιό του για τις συγκοινωνίες και πόσο θα κοστίσει, πώς θα μειώσει ακόμα περισσότερο την ανεργία, πόσο θα αυξήσει μισθούς και συντάξεις και πώς θα τις χρηματοδοτήσει, πώς θα φέρει άμεσες ξένες και εγχώριες επενδύσεις, πώς θα τονώσει την επιχειρηματικότητα και παραγωγικότητα, πώς θα μειώσει την ακρίβεια και ποια θα είναι η αναπτυξιακή του πολιτική, πώς θα μειώσει περαιτέρω το δημόσιο χρέος, πού θα κατευθύνει τις δημόσιες επενδύσεις, ποιό θα είναι το φορολογικό του σύστημα, ποια η πολιτική στέγασης, ποιά η πολιτική εξοπλισμών, ποιά η ευρωπαϊκή και εξωτερική του πολιτική κτλ. και μια σειρά άλλων επεξεργασμένων προτάσεων και μεταρρυθμίσεων.

Σταχυολόγησα παραδειγματικά μόνο ορισμένους τομείς κυβερνητικού προγράμματος. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα φανεί και η όποια «προοδευτικότητα» που ο κ. Ανδρουλάκης την περιορίζει και την επιφυλάσσει μόνο για τον εαυτό του και τους κατά φαντασία κυβερνητικούς εταίρους του προς τα αριστερά. 

Ο κ. Ανδρουλάκης γνωρίζει ότι η δημοσκοπική στασιμότητα, του κόμματος και η προσωπική δική του, του δημιουργεί σοβαρά εσωκομματικά προβλήματα. Θα πρέπει να αντιληφτεί ότι οι δημοσκοπικές του απώλειες οφείλονται στις δικές του πολιτικές επιλογές. Στη δική του πολιτική συμπεριφορά. Έχει την αποκλειστική ευθύνη. Δε θα μπορέσει να τα ξεπεράσει ούτε με οργανωτικά ούτε με «προγραμματικά» Συνέδρια αν ο ίδιος δεν αποφασίσει πώς ακριβώς σκέφτεται τη διακυβέρνηση της χώρας και ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος ενός θεσμικού και συστημικού κόμματος του οποίου ηγείται. Ενδέχεται να το αντιληφθεί αν αποβάλει το κληρονομικό βάρος του ανδρεοπαπανδρεϊσμού και προσεγγίσει περισσότερο την πολιτική κουλτούρα και μέθοδο του Κώστα Σημίτη, τον οποίο εγκωμίασε πρόσφατα στον επικήδειό του, αλλά σεμνύνεται να μην ακολουθεί απολύτως τίποτα από τη δική του σπουδαία κληρονομιά και παρακαταθήκη για τη χώρα και το κόμμα του. 

Ο δρόμος της αξιωματικής αντιπολίτευσης η πολιτική της ευθύνης. Φαίνεται να τον παρακάμπτει. Κι αυτό βλάπτει την ίδια και τη χώρα.

ΥΓ: Τέσσερις πονηροί καθηγητές, δήθεν στο αθώο, αντικειμενικό και αδέκαστο προτείνουν (ΤΑ ΝΕΑ 24/2/25) τη σύσταση κάποιας Ανεξάρτητης Αρχής Αλήθειας και συνάμα Συμφιλίωσης για τα Τέμπη, αποτελούμενη από ξένους και Έλληνες, προσωπικότητες κύρους!! που θα αποδώσει, γράφουν, μάλιστα και ευθύνες λες και ήμαστε Βόρεια Ιρλανδία ή έχουμε εξέλθει πρόσφατα από κάποιο τραυματικό νοτιοαφρικανικό απαρτάιντ. 
Προτείνουν, δηλαδή, την κατάργηση και του εφέτη ανακριτή που δεν έχει ακόμα τελειώσει το έργο του (φτου κι απ’ την αρχή δηλαδή άλλα τόσα χρόνια), στην ουσία την κατάργηση της ελληνικής Δικαιοσύνης, διότι λείπει η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, έλλειψη, βέβαια, που καλλιεργήθηκε συστηματικά για πολιτικούς αντιπολιτευτικούς πάνω σε μια σειρά από τερατώδη ψέματα και ανείπωτο μίσος και μισαλλοδοξία. Κι αυτό θέλουν να επιβραβεύσουν και να στηρίξουν με την «παρέμβασή» τους. Όλα τα άλλα είναι για τους αφελείς.