Η φυλή των... «αντί» στον δρόμο για νέες πλατείες

Η φυλή των... «αντί» στον δρόμο για νέες πλατείες

Η πανδημία έβγαλε και πάλι στο προσκήνιο τους ... αντί. Δεν πρόκειται για τους ακραιφνής αντιεμβολιαστές, τους πωρωμένους συνωμοσιολόγους και ψεκασμένους αλλά για εκείνη τη φυλή που αρνείται να δει την πραγματικότητα και ζει μόνο για να εκφράσει αμφισβήτηση σε ό,τι συμβαίνει πατώντας πάνω σε κάθε κρίση. Όπως και την περίοδο των μνημονίων έτσι και τώρα, όμως, είναι αυτοί ακριβώς που μπορούν να δημιουργήσουν την «μαγιά» για την επανεμφάνιση των πλατειών των νεοαγανακτισμένων, λειτουργώντας ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη της χώρας.

Το μέτωπο όσων αποφεύγουν για διάφορους λόγους να εμβολιαστούν είναι βέβαιο πως θα βαίνει μειούμενο, όσο καθίσταται σαφές πως θα εφαρμοστούν μέτρα, τα οποία θα λειτουργούν αποτρεπτικά στο πεδίο της κοινωνικής τους δραστηριότητας, αλλά και όσο επαπειλείται κίνδυνος για την εργασία. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ένα κομμάτι της κοινωνίας δεν θα συνεχίσει στον ίδιο ρυθμό.

Χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ταξικά, μορφωτικά ή ακόμη και φυλετικά, ενδεχομένως δε, και χωρίς πολιτικά κριτήρια, αποτελούν μια ξεχωριστή φυλή, σε κάθε κοινωνία, ζουν από την άρνηση εκμεταλλευόμενοι ακόμη και τους «ψεκασμένους» που είναι πολύ ευκολότερο να ενεργοποιηθούν σε μορφές μαζικότερης αντίδρασης.

Είναι αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που αρνείται να δει την πραγματικότητα, όπως αρνείτο να τη δει και την περίοδο των μνημονίων αντιδρώντας σε κάθε μέτρο (σκληρό μεν αλλά απαραίτητο) που επιχειρήθηκε να ληφθεί προκειμένου να επανέλθει η χώρα σε κανονικότητα. Τότε βρέθηκαν στις πλατείες πετυχαίνοντας τη δημιουργία του κινήματος των αγανακτισμένων, το οποίο εκμεταλλεύθηκαν κόμματα και σχηματισμοί που έφτασαν οι μεν στις καρέκλες της εξουσίας, οι δε στα έδρανα της Βουλής φέρνοντας στην πρώτη γραμμή της πολιτικής ζωής τις νεοναζιστικές και φασιστικές πρακτικές.

Η αγωνία που σήμερα διακατέχει σημαντικό τμήμα της κοινωνίας δεν είναι δύσκολο να μετατραπεί σε θυμό και μετά σε οργή. Η ομπρέλα προστασίας που δύναται να υπάρξει, στο πλαίσιο μικροπολιτικής και μικροκομματικής εκμετάλλευσης, μπορεί να μετατρέψει τις μειοψηφικές αυτές δυνάμεις σε μοχλούς πρόκλησης συνθηκών που θα λειτουργούν αποτρεπτικά στην προσπάθεια αλλαγής σελίδας και στην πορεία της χώρας την εποχή μετά την πανδημία.

Το κλείσιμο του ματιού, τα ναι μεν και τα αλλά, όταν προέρχονται μάλιστα από την αξιωματική αντιπολίτευση, δύναται να μετατρέψουν την αγωνία σε οργή και σε θυμό. Πολύ, δε, περισσότερο όταν αυτό επιχειρείται μέσω των νέων ανθρώπων, αυτών που μετά την οικονομική κρίση και τα μνημόνια έπεσαν στη μέγγενη μιας πανδημίας. Όλα όσα έχουν γίνει, πριν και μετά τον νέο νόμο για την Παιδεία και την ασφάλεια στα Πανεπιστήμια δείχνουν δυστυχώς πως το φθινόπωρο με την έναρξη της νέας εκπαιδευτικής χρονιάς, το ενδεχόμενο αντιδράσεων κινηματικής μορφής παραμένει ανοιχτό. Εφόσον επιβεβαιωθεί το παραπάνω σενάριο, θα μετατραπεί στο νερό που θα κινήσει και τον μύλο των ανά την επικράτεια «αντί».
 

Ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ


Ο κίνδυνος δεν είναι ανύπαρκτος. Πολύ, δε, περισσότερο όταν ουδείς δύναται να αποκλείσει μια πολιτική κάλυψη, ειδικά από τον ΣΥΡΙΖΑ που αναζητεί διέξοδο στα εσωκομματικά του αδιέξοδα, αλλά και κινηματικής μορφής αντιδράσεις για να πρωτοστατήσει.

«Είναι καιρός πια, να αντιδράσουμε και να δώσουμε στο συλλογικό αγώνα, στο δικό μας αγώνα, το ρόλο πρωταγωνιστή στις εξελίξεις», δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας στην προγραμματική συνδιάσκεψη του κόμματός του, κηρύσσοντας «ασυμβίβαστο αγώνα» χαϊδεύοντας ταυτόχρονα τα αυτιά όχι μόνο των μη εμβολιασμένων, αλλά και όλων όσοι τάσσονται κατά των μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας.

Οι δε αναφορές του στους νέους αποτελούν επί της ουσίας προσπάθεια να υποδαυλίσει αντιδράσεις. Και δεν γίνεται τυχαία. Στο σύνολό τους οι έρευνες και όχι μόνο στην Ελλάδα καταλήγουν στο συμπέρασμα πως οι νέοι (έναντι κάθε κυβέρνησης) εμφανίζονται από επιφυλακτικοί έως αρνητικοί. Εκτιμούν πως οι κυβερνώντες αδιαφορούν για τα προβλήματά τους και μετατρέπονται, έστω και μια μειοψηφία εξ αυτών, στα πρόσωπα που δύναται να βγουν μπροστά, φτάνοντας ενδεχομένως και στις νέες πλατείες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κρύψει τις προθέσεις του. Ένα κύμα νεοαγανακτισμένων θα αποτελούσε βούτυρο στο ψωμί του. Η απουσία προγράμματος ικανού να πείσει του πολίτες να τον εμπιστευτούν εκ νέου οδηγεί σε ακραίες πρακτικές και σε ρητορική ανάλογη με αυτή που χρησιμοποιεί ο Αλέξης Τσίπρας επενδύοντας ακριβώς σε αυτό που καταγγέλλει, τον διχασμό.

Άλλωστε την γραμμή αλλά και την λογική που επικρατεί στην Κουμουνδούρου την έδωσε μια εκ των στενότερων συνεργατών του, η Έφη Αχτσιόγλου, όταν δήλωσε, μιλώντας σε κομματικό ακροατήριο με αφορμή την πανδημία ότι:

«Είναι πολύ μεγάλη ευκαιρία και ταυτόχρονα πολύ μεγάλη ευθύνη που έχουμε ως πρώτο κόμμα της Αριστεράς στην Ευρώπη να δράσουμε ώστε αυτές οι μετατοπίσεις, αυτές οι ρωγμές που υπήρξαν στην Ευρώπη λόγω της πανδημίας να μπορέσουν να οδηγήσουν σε μια μεγαλύτερη, σε μια ουσιαστικότερη πολιτική αλλαγή».

Για να προσθέσει πως «η κανονικότητα, στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ ευκαιρία για την Αριστερά. Η κανονικότητα οδηγεί στον ατομικισμό, γι’αυτό και η κυβέρνηση επενδύει στην ατομική ευθύνη».

Η κα. Αχτσιόγλου δεν είπε κάτι καινούριο. Εξέφρασε την πάγια θέση της Αριστεράς που βλέπει το χάος ως ευκαιρία, δεδομένου ότι στόχος της είναι να χτίσει εκ νέου την κοινωνία και τον κόσμο. Και για να το πετύχει αυτό πρέπει πρώτα η κοινωνία να... καταστραφεί.

Ουδείς πρέπει να ξεχνά την ιδεοληπτική λογική της Αριστεράς. Κυρίως ότι αντιμετωπίζει τις άλλες ιδεολογίες ως εχθρικές. Ειδικά την φιλελεύθερη λογική που επενδύει σε δύο παράγοντες, την ελευθερία και την ευημερία τους βασικούς αντιπάλους της νοοτροπίας των... επαναστάσεων. Όσο υπάρχουν αυτοί οι δύο παράγοντες και οι πολίτες ασχολούνται με την ατομική και γενική ευμάρεια, δύσκολα μετατρέπονται σε αρνητές της πραγματικότητας. Και ακόμη δυσκολότερα βγαίνουν στις πλατείες καθιστώντας την φυλή των «αντί» μια γραφική μειοψηφία...