Η ιστορική συμφωνία με τη Γαλλία και οι εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ

Η ιστορική συμφωνία με τη Γαλλία και οι εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ

Η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στην κοινή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, ανέδειξε την εμμονή της ηγεσίας της Κουμουνδούρου σε μια ακραία αντιπολιτευτική τακτική με γνώμονα αφενός την κάλυψη της αδυναμίας παραγωγής προτάσεων και ύπαρξης σχεδίου, αφετέρου την αγωνία να διατηρήσει τις εσωκομματικές ισορροπίες μεταξύ των τάσεων που βρίσκονται σε μια οιονεί συγκρουσιακή κατάσταση. Τα όσα επικαλέσθηκε για να δικαιολογήσει την καταψήφιση της ιστορικής συμφωνίας Ελλάδας – Γαλλία χαρακτηριστικά.

O πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε μια κατάσταση στη χώρα που θύμισε τις περσινές αναφορές του περί χειμώνα – κόλαση κάνοντας εκ νέου λόγο για φόβο αγανάκτηση και ανασφάλεια για να φτάσει στις γνωστές καταγγελίες περί διαφθοράς υιοθετώντας και προσυπογράφοντας όπως είπε την φράση της Φώφης Γεννηματά περί «Μαξίμου Α.Ε». Και αυτό προκειμένου να στηρίξει τα προσχήματα και να δικαιολογήσει την καταψήφιση της συμφωνίας με τη Γαλλία.

«Σε αυτά τα πλαίσια θα ήταν ανόητο να περιμέναμε ότι αυτή η κυβέρνηση θα εξαιρούσε από τις πάγιες πρακτικές της, τον τομέα της εθνικής άμυνας. Μια κυβέρνηση που έχει πάρει διαζύγιο οριστικό με την έννοια του δημόσιου συμφέροντος. Που έχει πάρει διαζύγιο οριστικό με την έννοια της διαφάνειας, της αξιοκρατίας. Μια κυβέρνηση με τόσο βαρύ ιστορικό πεπραγμένων στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος αυτά τα δύο χρόνια» είπε για να προσθέσει «Πώς θα ήταν δυνατό να πράξει διαφορετικά εκεί που για δεκαετίες υπήρχαν οι κότες που γεννούσαν τα χρυσά αυγά;» και να καταλήξει:

«Και πώς θα ήταν δυνατόν, παρά τις καλές προθέσεις που οφείλουμε όλοι να έχουμε στα ζητήματα αυτά, πώς θα ήταν δυνατόν μια τέτοια κυβέρνηση κανείς να την εμπιστευτεί και μάλιστα με κλειστά μάτια;»

Αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Επιχείρησε εκ νέου να αποδομήσει μια ιστορική συμφωνία τη σημασία της οποίας αναγνωρίζουν και διεθνείς παράγοντες αλλά και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που όμως υπαναχώρησαν μπροστά στην κεντρική γραμμή και την ανάγκη να διατηρηθεί η λεγόμενη «συσπείρωση των τάσεων» ειδικά αυτών που αντιτίθεται σε οποιαδήποτε σχετική ενέργεια που συνδέεται με εθνικά θέματα.

Πιο συγκεκριμένα υποστήριξε ότι:

  • Αντί να προχωρήσει, από εκεί που είχαμε σταματήσει, να προχωρήσει την συμφωνία αν όχι το 2019, το καλοκαίρι του 2020 και να εξασφαλίσει την διπλωματική και αμυντική στήριξη που χρειαζόταν τότε η χώρα από τη Γαλλία απέναντι στην πιο επιθετική Τουρκία της τελευταίας 25ετίας, ακύρωσε την τελευταία στιγμή αυτή τη συμφωνία.
     
  • Η Ελλάδα, μια υπερχρεωμένη χώρα, επωμίστηκε όλο το αμυντικό, διπλωματικό και οικονομικό κόστος αυτής της παλινδρόμησης και της κωλυσιεργίας του κ. Μητσοτάκη, έρχεται και μας προτείνει να στηρίξουμε μια νέα αμυντική συμφωνία, που ξαφνικά έγινε εφικτή, που συνοδεύεται όχι μόνο από την αγορά φρεγατών, αλλά από την αγορά και φρεγατών και κορβετών, ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ.

Και αφού μίλησε για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας και το υψηλό χρέος που απέδωσε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη παραγνωρίζοντας την πανδημία και το κόστος αυτής όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά διεθνώς συνέχει λέγοντας πως «η συμφωνία έχει και σοβαρότατες ελλείψεις και προβλήματα» διότι:

  • Δεν δεσμεύει την Γαλλία να στηρίξει την Ελλάδα έναντι τουρκικών παραβιάσεων στην υφαλοκρηπίδα της και κυρίως στην ήδη οριοθετημένη ΑΟΖ της με την Αίγυπτο.
     
  • Εκθέτει τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις σε γαλλικές στρατιωτικές αποστολές πολύ μακριά από την ελληνική και την ευρωπαϊκή επικράτεια, σε εμπόλεμες περιοχές όπως το Σαχέλ της Αφρικής.

Ζήτησε δε «ρηματική διακοίνωση ή με δημόσια υπεύθυνη δήλωση της ίδιας της γαλλικής κυβέρνησης μέσω των εκπροσώπων της ότι θα συνδράμει τη χώρα εάν χρειαστεί και εάν παραβιαστούν κυριαρχικά της δικαιώματα» καθώς και μια «ξεκάθαρη και σαφή τοποθέτηση από την πλευρά της κυβέρνησης του υπ. Εθνικής Άμυνας, του υπουργού Εξωτερικών του ίδιου του πρωθυπουργού ότι δεν πρόκειται να διακινδυνεύσει να στείλει Έλληνες στρατιώτες σε εμπόλεμη περιοχή του Σαχέλ ή σε καμία εμπόλεμη περιοχή μακριά από την ελληνική και τη γαλλική επικράτεια».

Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν σταμάτησε μόνο στη συμφωνία. Αφού υποστήριξε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης αλλάζει την ελληνική εξωτερική πολιτική σημείωσε και πως «σε αντίθεση με την κυβέρνηση τη δική μας που υπηρετούσε το δόγμα της ενεργητικής πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, ο κ Μητσοτάκης προωθεί μια υπερκινητική μεν αλλά παθητική εξωτερική πολιτική. Που καθιστά τη χώρα από πυλώνα ειρήνης και ασφάλειας στη περιοχή σταδιακά σε δυτικό προκεχωρημένο φυλάκιο, σε ευρωπαϊκή ασπίδα στην Ανατολική Μεσόγειο και εσχάτως και σε μέρος εκστρατευτικών σωμάτων πολύ πέρα από αυτήν»

Για να ασκήσει κριτική και σε ότι αφορά τις σχέσεις με τις ΗΠΑ σημειώνοντας μάλιστα πως απ' ότι ο ίδιος μαθαίνει «πρόκειται να αποδεχτεί, από ότι μαθαίνουμε, ελπίζουμε όχι, μια επ' αόριστον συμφωνία όπου η χώρα μας θα απεμπολεί για πάντα το δικαίωμα να ανανεώνει την παραμονή των αμερικανικών δυνάμεων στη Σούδα και ταυτόχρονα θα εκχωρεί για πάντα κυριαρχικά δικαιώματά της στο έδαφός της. Καμία άλλη κυβέρνηση στη μεταπολίτευση δεν το έκανε αυτό. Είχαν μια λογική όλες οι κυβερνήσεις που ανανέωναν κάθε ένα χρόνο, κάθε περισσότερα χρόνια, ανανέωναν, δεν εκχωρούσαν επ’ αόριστον κυριαρχικά δικαιώματα. Και μάλιστα όλα αυτά σε μια περίοδο που οι ψυχροπολεμικές εντάσεις και με την Ρωσία εντείνονται».

Για να καταλήξει στο θέμα της δημιουργίας του κέντρου εκπαίδευσης πιλότων στην Καλαμάτα λέγοντας πως: «Τα ίδια, δυστυχώς βλέπουμε και έρχομαι σε αυτό που υπαινίχθηκα ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο στα εξοπλιστικά μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν έχουμε δει ακόμα τι θα γίνει με τις κορβέτες και τις φρεγάτες, στην διαπραγμάτευση με το Ισραήλ, όπου η κυβέρνηση αποδέχτηκε τη δημιουργία του Διεθνούς Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης της Πολεμικής Αεροπορίας στην Καλαμάτα, συνάπτοντας μια συμφωνία, που εκτός του ότι πετάει έξω την Πολεμική μας Αεροπορία, θα κοστίσει τουλάχιστον 1,8 δισ, δηλαδή σχεδόν τα τριπλάσια χρήματα από αυτά που είχαν προβλεφθεί. Που εμείς ως κυβέρνηση είχαμε διαπραγματευθεί. Σε ένα άλλο πλαίσιο. Σε ένα πλαίσιο όχι να εκχωρήσουμε αλλά προχωρήσουμε με τις δικές μας δυνάμεις στην αγορά των αεροσκαφών, στη συντήρηση και στη λειτουργία του Κέντρου Εκπαίδευσης».

Τα παραπάνω διανθισμένα με την ανάλογη ρητορική σε συνδυασμό με την επανάληψη των όσων σημειώνει ο ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με την ακροδεξιά, την πανδημία και την οικονομία, παρουσιάστηκαν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και τα μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου ως η αιτία που η Κουμουνδούρου λέει όχι σε μια ιστορική συμφωνία ιστορικού περιεχομένου.

Οι 4.500 λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν δείχνουν την αγωνία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να δικαιολογήσει ένα όχι, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες που προκύπτουν από την προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας σε όλα τα επίπεδα. Άλλωστε το γεγονός πως έσπευσε ο ΣΥΡΙΖΑ να ξεκαθαρίσει τη θέση του πριν την συζήτηση επί της συμφωνίας στη Βουλή την προσεχή Πέμπτη δείχνει και την προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να διατηρήσει εσωκομματικές ισορροπίες ειδικά στο κομμάτι των «No borders» που αναφανδόν τάσσεται κατά εξοπλιστικών προγραμμάτων και σε ένα τμήμα στελεχών που εξακολουθούν να συνδέουν το κόστος της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας, σε μια περίοδο γεωπολιτικών εντάσεων, με το πάλαι ποτέ «βούτυρο αντί για κανόνια».

Σε κάθε περίπτωση το «θα το ρισκάρουμε με την Τουρκία» που ο Γ. Μπαλάφας είχε πει το 2012 δεν δύναται να αποτελεί πολιτική γραμμή στην παρούσα φάση για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.