Η κατάρα της δεύτερης τετραετίας
Eurokinissi
Eurokinissi

Η κατάρα της δεύτερης τετραετίας

Λέγεται ότι οι κυβερνήσεις που κερδίζουν επανεκλογή, στη δεύτερη θητεία τους αποδομούνται γρήγορα. 

Το φαινόμενο είναι γνωστό και ως «η κατάρα της δεύτερης τετραετίας» και στη Μεταπολίτευση το είδαμε αρκετές φορές.

Το 1977-1981 στην κυβέρνηση του Κων/νου Καραμανλή, το 1985-1989 στην κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, το 2000-2004 στην κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, το 2007-2009 στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή. 

Και σ’ ένα βαθμό το βλέπουμε και τώρα στη δεύτερη θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. 

Για κάποιο λόγο που ίσως δεν έχει αναλυθεί επαρκώς ιστορικά, οι κυβερνήσεις στη δεύτερη θητεία τους χάνουν τον μεταρρυθμιστικό τους οίστρο, κάνουν πολύ περισσότερα λάθη, δείχνουν τάσεις εσωστρέφειας αλλά όπως είναι φυσικό δείχνουν και συμπτώματα κόπωσης. 

Και όλα αυτά τη στιγμή που οι ανοχές του εκλογικού σώματος είναι εξ ορισμού απείρως λιγότερες σε σχέση με την πρώτη θητεία. 

Από τον κανόνα αυτό δεν ξέφυγε όπως είπαμε και η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Που μετά από μια πολύ καλή πρώτη τετραετία, ξεκίνησε τη δεύτερη νωθρά ως απόρροια της ευρείας νίκης της που μάλλον αιφνιδίασε και την ίδια δείχνοντας αδυναμία διαχείρισής της αλλά και του υπερβολικά εκτεταμένου rotation που ακολούθησε και ακολουθήθηκε με τη σειρά του από μια περίοδο απραξίας. Πάτησε βέβαια γκάζι στη συνέχεια αλλά όπως και να ‘χει, χάθηκε πολύτιμος χρόνος.

Η μη αναμενόμενη απώλεια κάποιων μεγάλων Δήμων και Περιφερειών στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, η κακή επίδοση στις ευρωεκλογές και κυρίως το θέμα των Τεμπών που επέτεινε τη φθορά, περιέπλεξαν ασφαλώς την κατάσταση.

Ωστόσο, η περίπτωση Μητσοτάκη, διαφέρει ουσιωδώς απ’ όλες τις προηγούμενες.

Γιατί, παρά την αναμφισβήτητη φθορά, ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό με διακριτή διαφορά από τους αντιπάλους του. Και αυτό είναι μάλλον πρωτοφανές φαινόμενο στη Μεταπολίτευση. 

Αλλά και γιατί σε όλες τις προηγούμενες ιστορικές περιπτώσεις, υπήρχε ισχυρή και ανερχόμενη αντιπολίτευση με αφήγημα που έπειθε.

Και όχι το κατακερματισμένο και τυχοδιωκτικό συνονθύλευμα που υπάρχει σήμερα και που δεν εγγυάται παρά μόνο χάος και την ακυβερνησία. 

Αλλά φτάνουν αυτά για ν’ αλλάξει το τωρινό τοξικό κλίμα και να επανέλθουμε στην προ των Τεμπών κανονικότητα ; Ασφαλώς και όχι. Θα χρειαστεί έργο χειροπιαστό και διπλάσια προσπάθεια στα δυο και κάτι χρόνια που απομένουν μέχρι τις εκλογές. 

Ο λαϊκισμός που ηττήθηκε και το ’19 και το ’23, με αφορμή μια ανθρώπινη τραγωδία, ξανασηκώνει τώρα κεφάλι. Και απειλεί να επανέλθει δριμύτερος και να ξηλώσει ό,τι καλό έγινε την τελευταία εξαετία, ξαναβάζοντας τη χώρα σε περιπέτειες. Η ευθεία αμφισβήτηση θεσμών όπως η Δικαιοσύνη, είναι πολύ ανησυχητική και απειλεί να υποσκάψει τα θεμέλια του κράτους, πλήττοντας τη Δημοκρατία στο σκληρό της πυρήνα. 

Επί της ουσίας, αυτά που ζούμε σήμερα είναι στην πραγματικότητα, μια διαπάλη μεταξύ λογικής και παράνοιας. Δύσκολη μάχη, όχι όμως εκ των προτέρων χαμένη. 

Και πάντως όλα θα εξαρτηθούν από τις αντοχές του μετώπου της λογικής.

Γιατί αν καταρρεύσει αυτό, τότε θα καταρρεύσει και η ίδια η χώρα.