Πολύ μελάνι χύθηκε τελευταία για τα υψηλά ποσοστά που έλαβε η Νέα Δημοκρατία στις πρόσφατες εκλογές. Ενδιαφέρουσες ex post αναλύσεις παρουσιάστηκαν, οι οποίες επιχειρούσαν να εξηγήσουν τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα.
Η κάθε μία από αυτές είχε τη δική της επιστημονική βάση και τεκμηρίωση, συμπληρώνοντας, ουσιαστικά, η μία την άλλη.
Στο σύντομο αυτό άρθρο θα επιχειρήσουμε κάτι διαφορετικό: να εξηγήσουμε τον εκλογικό θρίαμβο της Νέας Δημοκρατίας κάνοντας χρήση μιας προσέγγισης που στην οικονομική θεωρία ονομάζεται:
«Σχολή της Δημόσιας Επιλογής», η οποία βασιζομένη -μεταξύ άλλων- στις αρχές της οικονομικής επιστήμης, αναλύει την πολιτική, το κράτος και τη συμπεριφορά των πολιτών/ψηφοφόρων σε μια εκλογική διαδικασία.
Ίσως, να φαίνεται ανορθόδοξο να χρησιμοποιούμε τα εργαλεία της οικονομικής επιστήμης για να εξηγήσουμε τέτοιου είδους συμπεριφορές, διότι τα οικονομικά, βάσει της επικρατούσας θεωρίας, ασχολούνται με την κατανομή των περιορισμένων πόρων σε εναλλακτικές χρήσεις. Ασχολούνται επίσης με την αγορά, το χρήμα και το κέρδος.
Τα απορρέοντα κόστη/οφέλη των ατομικών επιλογών δεν εξαιρούνται φυσικά από τα ερμηνευτικά εργαλεία που χρησιμοποιεί η οικονομική επιστήμη.
Όλα τα ανωτέρω αφορούν στην ιδιωτική σφαίρα της οικονομίας, εκεί δηλαδή που η αγορά αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη.
Υπάρχει, όμως, και η δημόσια σφαίρα που με βάση την επικρατούσα θεωρία αποδέχεται ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε αυτήν είναι εξ ορισμού ορθολογικές επιδιώκοντας το γενικότερο δημόσιο συμφέρον και ως εκ τούτου είναι ανώτερες από τις επιλογές της αγοράς, οι οποίες διαπνέονται από το ατομικό συμφέρον και το κέρδος.
Η σχολή της δημόσιας επιλογής καταρρίπτει αυτήν την απλοϊκή διχαστική παραδοχή, διότι τα άτομα που λαμβάνουν δημόσιες αποφάσεις δεν είναι αμερόληπτα και επιδιώκουν και αυτά το ατομικό τους συμφέρον. Δεν υπάρχουν δηλαδή οι «δαίμονες» στην ιδιωτική σφαίρα και οι «άγγελοι» στη δημόσια.
Αυτοί οι τελευταίοι χρησιμοποιούν τη θεσμοθετημένη πολιτική διαδικασία για να προάγουν τα στενά ιδιωτικά τους συμφέροντα, όπως ακριβώς πράττουν και οι «δαίμονες» της αγοράς.
Ήταν πράγματι μια σοκαριστηκή θέση όταν αυτή εκφράστηκε από τον Μπιουκάναν και Τούλακ διότι αμφισβητούσε την αμεροληψία των αποφάσεων που λαμβάνονται προς επιδίωξη του δημοσίου συμφέροντος και ως εκ τούτου αφήνει μεγάλα περιθώρια χειραγώγησης από ομάδες συμφερόντων, η παρέμβαση των οποίων περιορίζει τους βαθμούς αμεροληψίας, που υποτίθεται ότι υπηρετεί με γνώμονα το γενικότερο καλό. Ένα από τα ζητήματα με τα οποία ασχολείται η σχολή της δημόσιας επιλογής είναι και η συμπεριφορά του ψηφοφόρου κατά τη διάρκεια μιας εκλογικής διαδικασίας.
Από τη μία, οι άνθρωποι ψηφίζουν, ελπίζοντας ότι έτσι θα προάγουν τα δικά τους ατομικά συμφέροντα, με βάση τις πολιτικές τους προτιμήσεις. Από την άλλη οι στόχοι των κομμάτων είναι η εκλογή τους, για να κυβερνήσουν εφαρμόζοντας το πρόγραμμά τους. Αν το επιτύχουν, τότε θα αποτελέσει γι’ αυτά πηγή ισχύος.
Στην πολιτική, αυτή διαδικασία που ουσιαστικά αποτελεί το ύψιστο δημοκρατικό παιχνίδι που συναντάμε σε όλες τις φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες και λαμβάνοντας υπόψη την ορθολογική άγνοια του ψηφοφόρου, έννοια που διαμόρφωσε ο Ντάκαν Μπλακ το 1948, το κυνήγι των ψηφοφόρων θα επιδιωχθεί να γίνει στον μεσαίο χώρο με τρόπο ώστε ακόμα και οι μη ενημερωμένοι ψηφοφόροι να συγκεντρωθούν στο σημείο αυτό που θα αποτελέσει πρόκριμα για να κερδηθούν οι εκλογές.
Η σύγκλιση, λοιπόν, προς το κέντρο, πλησίον του «μέσου ψηφοφόρου» αποτελεί προϋπόθεση νίκης, διαδικασία την οποία η σχολή της δημόσιας επιλογής αναλύει με το λεγόμενο θεώρημα του μέσου ψηφοφόρου.
Με απλά λόγια:
«Όχι μόνο υπάρχουν περισσότεροι ψηφοφόροι στο κέντρο, αλλά κι αν ένα κόμμα προσεγγίσει τις πολιτικές του εκεί όπου συγκεντρώνονται οι ψηφοφόροι, είναι πολύ πιθανόν να μαζέψει και ψηφοφόρους από το ένα ή το άλλο άκρο».
Η ως άνω ανάλυση μας βοηθάει να καταλάβουμε τον θρίαμβο της Νέας Δημοκρατίας στις πρόσφατες εκλογές, που θα επιβεβαιωθεί και στις εκλογές της 25 Ιουνίου 2023 με τρόπο πανηγυρικό.
Υπήρξε η προσωπική στρατηγική επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να μετακινήσει την Νέα Δημοκρατία πιο κοντά στο κέντρο (εκεί δηλαδή που συγκεντρώνονται οι μέσοι ψηφοφόροι), προσδίδοντάς της μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων κομμάτων που βρίσκονται μακρύτερα από την κρίσιμη αυτή περιοχή.
Με άλλα λόγια, το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας παρέσυρε σαν μαγνήτης τους ψηφοφόρους και από άλλους πολιτικούς σχηματισμούς, διότι απαντούσε με τρόπο ικανοποιητικό σε αυτό που οι πολίτες θεωρούν αποτελεσματική διακυβέρνηση σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.
Εξάλλου, τα πεπραγμένα της τετραετίας ήταν θετικά και οι πολίτες το αναγνώρισαν με τρόπο εκκωφαντικό.
Η κυριαρχία, λοιπόν, του Κυριάκου Μητσοτάκη στον χώρο του κέντρου είναι ολοκληρωτική, γιατί οι επιλογές και οι εφαρμοσμένες από την κυβέρνησή του πολιτικές, γοήτευσαν τον μέσο ψηφοφόρο, ο οποίος γύρισε την πλάτη στο λαϊκισμό και στους τυχοδιωκτικούς πειραματισμούς της «πρώτης φοράς αριστερά».
Αυτό ακριβώς αναμένεται να επαναληφθεί και στις σημερινές εκλογές, στις οποίες ο μέσος ψηφοφόρος θα δώσει ισχυρή εντολή αυτοδυναμίας ώστε να συνεχιστούν με επιταγχυνόμενους ρυθμούς οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς με έμφαση την Υγεία και τη Δημόσια Διοίκηση.
*Αναλυτής Μηνάς, Οικονομολόγος Ph.D. Πανεπιστήμιο Poitiers, Γαλλία