Στην κάλπη των ευρωεκλογών επέλεξαν την αποχή, σε ένα ποσοστό, που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Τρεις μήνες μετά, στις δημοσκοπήσεις, καταγράφονται στο φάσμα των «μετέωρων» ψηφοφόρων, που επιλέγουν «δεν ξέρω», «δεν απαντώ», «άλλο κόμμα» και «αποχή/λευκό/άκυρο». Είναι η λεγόμενη αδιευκρίνιστη ψήφος, που στη δημοσκόπηση της MRB ανήλθε στο 22%, στη δημοσκόπηση της Opinion κοντά στο 20% και στη δημοσκόπηση της Interview πριν λίγες ημέρες, άγγιξε το 27%.
Οι δημοσκόποι αποδίδουν τις απαντήσεις των πολιτών εν μέρει στο «νεκρό» πολιτικό χρόνο, που διεξάγονται οι δημοσκοπήσεις, πολύ μακριά, δηλαδή, από μια εκλογική αναμέτρηση. Και το ερώτημα για τα κομματικά επιτελεία είναι αν η εξήγηση αυτή είναι επαρκής.
Ο προβληματισμός και για το κυβερνητικό επιτελείο εστιάζεται στο συνδυασμό των τάσεων της κοινής γνώμης, που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις. Οι απώλειες από το εκλογικό ποσοστό του Ιουνίου του 2023 είναι δεδομένες, ωστόσο δεδομένο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων, που απομακρύνονται από τη Νέα Δημοκρατία δεν οδεύει στην αντιπολίτευση –ενδεχομένως μόνο σε κάποια από τα μικρότερα κόμματα και κυρίως κατευθύνεται στην αντισυστημική ψήφο.
Ωστόσο, και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά χτυπά «καμπανάκι κινδύνου». Κατά την MRB, το 63,3% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι τα πράγματα στη χώρα πάνε «αρκετά/πολύ κακά», δείκτης, που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του από τον περασμένο Οκτώβριο. Αντίστοιχα, μόλις το 10,8% εκτιμά ότι τα πράγματα στη χώρα βαίνουν «πολύ/αρκετά καλά», δείκτης, που αντίθετα βρίσκεται στο κατώτερο σημείο του από πέρυσι.
Παρόλ’ αυτά η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διατηρεί την θέση, με απόσταση ασφαλείας –από 11 μονάδες στη δημοσκόπηση της MRB έως και 14 μονάδες στη μέτρηση της Opinion- από τον δεύτερο, όπου η «αλλαγή σκυτάλης» από τον ΣΥΡΙΖΑ στο ΠΑΣΟΚ επιμένει δημοσκοπικά και με ποσοστά για τη Νέα Δημοκρατία, που στην αναγωγή, φαίνεται να διατηρούνται στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών -στη δημοσκόπηση της ΜRB βρίσκεται στο 27,7% και στης Opinion στο 27,1%- που ναι μεν της δίνουν την πρωτοκαθεδρία, δεν ανταποκρίνονται, ωστόσο, στους στόχους που θέτει.
Αυτά τα στοιχεία αποτελούν και την αφετηρία του Μεγάρου Μαξίμου για τις διορθωτικές κινήσεις, που καλείται να αποφασίσει και να προχωρήσει, ώστε η εικόνα αυτή να μην παγιωθεί. Κυβερνητικά στελέχη επαναλαμβάνουν ότι τα πεπραγμένα της κυβέρνησης θα κριθούν στο τέλος της τετραετίας, το 2027. Τότε, όπως επισημαίνουν, θα έχει ολοκληρωθεί το κυβερνητικό πρόγραμμα, με τα αποτελέσματά του να είναι ορατά στους πολίτες και μετρήσιμα.
Στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι οι πολίτες τηρούν πλέον στάση αναμονής, ακριβώς διότι η περίοδος, που διανύουμε απέχει κατά πολύ από τις επόμενες κάλπες, άρα και το πραγματικό δίλημμα της διακυβέρνησης, έχοντας στείλει το μήνυμά τους στην εκλογική αναμέτρηση του περασμένου Ιουνίου. Για την κυβέρνηση, το μήνυμα αυτό μεταφράζεται σε επιτάχυνση των προγραμματικών της δεσμεύσεων και σε επίλυση κομβικών προβλημάτων της καθημερινότητας.
Αυτοί θα είναι και άξονες πάνω στους οποίους καλείται το επόμενο διάστημα να κινηθεί σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο, όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, καθώς σε πρώτο πλάνο μπαίνουν όλα τα θέματα, που άπτονται της καθημερινής λειτουργίας του κράτους και της ζωής των πολιτών. Υγεία, παιδεία, μεταφορές, ψηφιοποίηση υπηρεσιών, κυρίως, όμως, αύξηση απασχόλησης και εισοδημάτων. Είναι κοινός τόπος στις τοποθετήσεις των κυβερνητικών στελεχών, ότι μαζί με τις αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, που γίνονται –από τον ΕΚΦΑ και την έκδοση των συντάξεων, έως την διαύγεια των μεγάλων έργων- αυτό, που στους πολίτες «μετρά» είναι να γίνει αντιληπτή η βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Ανακοινώνοντας τα στοιχεία για την δημιουργία των νέων θέσεων εργασίας, που επετεύχθη την τελευταία πενταετία ή την υπενθύμιση των αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις –με τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού και των συντάξεων να βρίσκεται προ των πυλών- στόχος ήταν να αποτυπωθούν με στοιχεία τα βήματα, που γίνονται, ώστε η χώρα να αρχίσει την σύγκλιση με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Για την κυβέρνηση, αυτό είναι και το διακύβευμα της τριετίας, που ακολουθεί.
Με δεδομένο ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι στενά, οι επόμενες κινήσεις σε οικονομικό επίπεδο, όπως θα εξαγγελθούν και από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, αναμένεται να είναι απολύτως στοχευμένες, δίνοντας έμφαση στη συνέχιση της μείωσης φόρων –όπως η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και η μείωση ασφαλιστικών εισφορών- και στην ενίσχυση συγκεκριμένων κατηγοριών, όπως οι οικογένειες, με την αύξηση του επιδόματος παιδιού ή οι συνταξιούχοι, με την έκτακτη στήριξη όσων δεν απολαμβάνουν αυξήσεων, εξαιτίας της προσωπικής διαφοράς.
Σε μια περίοδο σφοδρών αναταράξεων για την αντιπολίτευση, το «στοίχημα» για την κυβέρνηση είναι απολύτως ξεκάθαρο, να πείσει ότι μπορεί να προσφέρει τις λύσεις, που οι πολίτες ζητούν σε συγκεκριμένα, χρόνια και επιτακτικά προβλήματα. Είναι σαφές, άλλωστε, ότι το εκλογικό σώμα ψηφίζει πάντα με βάση τα πεπραγμένα, αλλά και την προσδοκία για την επόμενη μέρα.