Την ώρα που η παγκόσμια οικονομία διανύει μια περίοδο πρωτοφανούς αβεβαιότητας, η Ελλάδα έχει αναδειχθεί ως μια νησίδα σταθερότητας και ανάπτυξης. Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι κάθε πολίτης αρχίζει να βλέπει τα μόνιμα αποτελέσματα της επιτυχημένης οικονομικής πολιτικής της τελευταίας εξαετίας. Και θα δει ακόμη περισσότερα στο προσεχές μέλλον.
Το ελληνικό “success story”, όπως λέγεται διεθνώς, αναγνωρίζεται από τους μεγάλους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης και διεθνείς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που δε φημίζονται για τους εύκολους επαίνους τους.
Λίγο πριν το Πάσχα, ενώ οι περισσότεροι πίστευαν ότι λόγω της διεθνούς αβεβαιότητας η S&P Global Ratings θα απέφευγε μια νέα αναβάθμιση της Ελλάδας, ο αμερικανικός οίκος ανέβασε τη χώρα μας ένα σκαλοπάτι υψηλότερα μέσα στην επενδυτική κατηγορία, σημειώνοντας την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, την πολύ καλή δημοσιονομική θέση και τη μεγάλη μείωση του δημοσίου χρέους.
Στη νέα έκθεση οικονομικών προβλέψεων, World Economic Outlook, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποβαθμίζει τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της ευρωζώνης, λόγω του εμπορικού πολέμου. Για την Ελλάδα, όμως, διατηρεί αμετάβλητη την πρόβλεψη για την ανάπτυξη του 2025 (2%), ενώ αναθεωρεί ανοδικά την πρόβλεψη για το 2026 (1,8% από 1,7%).
Το Ταμείο, που ήταν πάντα ο πλέον απαισιόδοξος διεθνής οργανισμός για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αναγνωρίζει πλέον ότι η Ελλάδα θα έχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια και θα καταφέρει να μειώνει συνεχώς το χρέος, το οποίο θα υποχωρήσει στο 125% του ΑΕΠ στο τέλος του 2030.
Ο πιο αυστηρός κριτής κάθε οικονομίας, η αγορά ομολόγων, συγκαταλέγει πλέον τους ελληνικούς τίτλους στην ομάδα των ασφαλέστερων ομολόγων της ευρωζώνης. Εν μέσω αναταραχών στις διεθνείς αγορές, η διαφορά απόδοσης (spread) του ελληνικού από το γερμανικό ομόλογο μειώνεται το τελευταίο διάστημα, κάτω από τις 90 μονάδες βάσης.
Τα μόνιμα αποτελέσματα
Αυτό που ενδιαφέρει κάθε πολίτη είναι η μακροοικονομική και δημοσιονομική βελτίωση να έχει αποτελέσματα στη ζωή και το βιοτικό του επίπεδο.
Γνωρίζει, άλλωστε, ότι και η κυβέρνηση Τσίπρα είχε επιτύχει το 2018 ένα θηριώδες πρωτογενές πλεόνασμα, 4,5% του ΑΕΠ, το 2018. Ήταν, όμως, ένα «ματωμένο» πλεόνασμα, με την οικονομία σε πλήρη καχεξία και με εξοντωτική φορολόγηση της μεσαίας τάξης. Ο ελληνικός λαός δεν ήθελε τη συνέχεια τέτοιων «επιτυχιών», γι’ αυτό και απομάκρυνε από την εξουσία το 2019 τον Αλέξη Τσίπρα και τους άλλους μαθητευόμενους μάγους που θα έσκιζαν τα μνημόνια, αλλά τα εφάρμοσαν στην πιο σκληρή εκδοχή τους.
Το «πακέτο» παρεμβάσεων που ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αμέσως μετά τη γνωστοποίηση του τεράστιου πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2024 (4,8% του ΑΕΠ) έχει μια πολύ μεγάλη διαφορά από κάθε προηγούμενη παρέμβαση της κυβέρνησής του για παροχές και ελαφρύνσεις στην ελληνική κοινωνία.
Στο παρελθόν, μοιράζονταν εκτάκτως όσα «περίσσευαν» έναντι των δημοσιονομικών στόχων, για τους οποίους είχε δεσμευθεί η κυβέρνηση έναντι της Κομισιόν. Αυτή τη φορά, όμως, ανακοινώθηκαν δύο παρεμβάσεις ανακούφισης των ενοικιαστών και πολλών συνταξιούχων, με ισάριθμα επιδόματα, που θα έχουν μόνιμο χαρακτήρα.
Αυτή είναι και η πραγματική επιτυχία της οικονομικής πολιτικής: η Κομισιόν αναγνώρισε ότι ένα σημαντικό μέρος της υπέρβασης των στόχων για το 2024, το οποίο αντιστοιχεί σε 1,1 δισ. ευρώ, αποτελεί μια μόνιμη δημοσιονομική βελτίωση, γι’ αυτό και δόθηκε η δυνατότητα να ληφθούν μόνιμα μέτρα στήριξης δύο σημαντικών κοινωνικών ομάδων, που έχουν άμεση ανάγκη στήριξης από την Πολιτεία.
Ήταν μια μόνιμη βελτίωση που δεν προήλθε από εξοντωτική φορολόγηση της μεσαίας τάξης, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, αφού αυξήσεις φόρων δεν υπήρξαν -αντίθετα, έγιναν αρκετές μειώσεις. Η βελτίωση προήλθε από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με μέτρα που περιορίζουν τη φοροδιαφυγή, όπως η διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές, ή η τεκμαρτή φορολόγηση των επαγγελματιών. Προήλθε, επίσης, από την ανάπτυξη της οικονομίας, που όλοι προβλέπουν ότι θα συνεχισθεί -εκτός σοβαρού απροόπτου- τα επόμενα χρόνια.
Προφανώς, μαγικές λύσεις για να πάρει πίσω σε μια χρονιά η ελληνική κοινωνία όλα όσα έχασε από το 2010 και μετά με τη μεγάλη οικονομική κρίση δεν υπάρχουν. Μπορούμε να πούμε, όμως, ότι έχουμε γυρίσει μια νέα σελίδα στην οικονομία, όπου η ανάπτυξη και η δημοσιονομική σταθερότητα θα φέρουν «μερίσματα» στους Έλληνες πολίτες και ιδιαίτερα στους οικονομικά ασθενέστερους.
Νέα πολιτική ατζέντα
Για πολύ καιρό, η πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα επικεντρώθηκε -σε βαθμό μη υγιή πολλές φορές- στην τραγωδία των Τεμπών και σε αναρίθμητες εικασίες και θεωρίες συνωμοσίας, που είχαν ένα σαφή στόχο: να πλήξουν πολιτικά την κυβέρνηση.
Τώρα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη αλλαγή της πολιτικής ατζέντας, για να συζητηθούν επιτέλους θέματα που έχουν ουσία για κάθε πολίτη, την καθημερινότητά του και το βιοτικό του επίπεδο, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι η κυβέρνηση δεν θα κάνει ό,τι απαιτείται για να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι για τα Τέμπη και για την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών.
Σε αυτή την αλλαγή της πολιτικής ατζέντας, η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει, αρχής γενομένης από τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ένα νέο οδικό χάρτη για την οικονομική ανάπτυξη και τη στήριξη της κοινωνίας.
Θα κληθεί να κάνει μεγάλες επιλογές οικονομικής πολιτικής, που θα εφαρμοσθούν τα επόμενα χρόνια. Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα αξιοποιήσει την κατάκτηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και αν μπορεί να ακυρώσει σκληρά μέτρα, που μπορεί να ήταν αναγκαία στις εποχές των μνημονίων, αλλά σήμερα θα πρέπει να επανεξετασθούν.
Το μεγάλο ζητούμενο είναι να γίνουν σημαντικές και μόνιμες μειώσεις φόρων. Να δημιουργηθεί ένα νέο μείγμα φορολογικής πολιτικής, πιο δίκαιο και με αναπτυξιακή διάσταση. Η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει ποιοι φόροι μπορούν και πρέπει να μειωθούν: η φορολογία εισοδήματος της μεσαίας τάξης, ο ΕΝΦΙΑ, ο ΦΠΑ, οι ασφαλιστικές εισφορές;
Ο πρωθυπουργός θα σταθμίσει όλους τους παράγοντες αυτής της δύσκολης εξίσωσης και θα κάνει τις ανακοινώσεις του στη Θεσσαλονίκη. Το μόνο βέβαιο, πλέον, είναι ότι η ελληνική κοινωνία, που τόσα έδωσε για να αποτρέψει τη χρεοκοπία της χώρας, ήλθε η ώρα να πάρει ό,τι της αναλογεί.
Και το γεγονός ότι βρισκόμαστε σήμερα στο σημείο, όπου έχει κλείσει οριστικά το κεφάλαιο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, οι πολίτες δεν μπορούν παρά να αναγνωρίσουν ότι οφείλεται στην πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη.
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών