Ποτέ στο παρελθόν πρόταση δυσπιστίας σε βάρος κυβέρνησης δεν έδωσε τόσες πολλές «αποδείξεις» για την ακαταλληλότητα της αντιπολίτευσης και των ηγετών της, και δεν πιστοποίησε τη γενικότερη εκτίμηση των πολιτών ότι η χώρα δεν διαθέτει μια θεσμική, στιβαρή και συγκροτημένη αντιπολίτευση.
Την ίδια στιγμή που ο πρωθυπουργός λίγο πριν από την ψηφοφορία στη Βουλή, θύμισε και επαναχάραξε τα θεσμικά όρια, για το «φαίνεσθαι» και το «είναι» των μελών της κυβέρνησής του, με την απομάκρυνση δύο εκ των στενότερων συνεργατών του.
Για την όποια δυσπιστία, αμφιβολία και επιφύλαξη που γεννούν λάθη, παλινωδίες, καθυστερήσεις, κακοί χειρισμοί, συμπεριφορές που πληγώνουν την κοινωνία - όπως στην περίπτωση των Τεμπών - ή επιτρέπουν λάθος μηνύματα, έρχεται η εικόνα της αντιπολίτευσης να θέσει ξανά στον κάθε πολίτη ξεχωριστά και στην κοινωνία συλλογικά, σκληρά πολιτικά διλήμματα.
Δεν ξέρω πόσο ωφέλιμο είναι για τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη να εναποθέτει η κοινωνία την προσδοκία της για κανονικότητα, πρόοδο, πορεία μπροστά, αποκλειστικά στις δικές του πλάτες. Διευρύνοντας διαρκώς τις απαιτήσεις της και μειώνοντας την ανεκτικότητά της.
Ο ίδιος φάνηκε χθες ότι δεν είναι διατεθειμένος να καταστεί πρωθυπουργός περιορισμένης ευθύνης, διστακτικός και αμφιταλαντευόμενος στις αναγκαιότητες της χώρας και της κοινωνίας.
Η καταληκτική ομιλία του πρωθυπουργού στο κοινοβούλιο, ήταν δείγμα της εδραίας αντίληψής του, ότι όπου η πολιτική δημιουργεί το πρόβλημα, η πολιτική έχει ευθύνη να το επιλύσει.
Η τριήμερη διαδικασία επιβεβαίωσε την προβληματική για μια ώριμη δημοκρατία, πολιτική συνθήκη του «μόνος και όλοι τους», όπως έλεγε φυσικά με άλλο πρόσημο ο Π. Πολάκης.
Μόνος, επειδή το επέλεξαν οι πολίτες, στη σχετικά πρόσφατη εκλογική ετυμηγορία και προς ώρας αυτό δείχνουν όλες οι έρευνες.
Και «όλοι τους» επειδή το υπαγόρευσε η σκοπιμότητα και ο κοινός στόχος: να φύγει, να πέσει, να «μικρύνει» ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση. Από την αριστερά έως την ακροδεξιά, χωρίς την παραμικρή πολιτική και ιδεολογική συνάφεια, με συμφωνίες πίσω από τις κουίντες και πρόσχημα μια τραυματική εθνική τραγωδία, η αντιπολίτευση συμπεριφέρεται ως αντισυστημική αγέλη - όρο που έβαλε στο δημόσιο λόγο ο Νίκος Ανδρουλάκης - η οποία κινείται με την άνεση εκείνου που δεν θα χρειαστεί να αναλάβει σύντομα την ευθύνη για την πορεία της χώρας.
Τρεις μέρες στη Βουλή κανείς από τους πολιτικούς αρχηγούς της αντιπολίτευσης δε ρώτησε τον πρωθυπουργό ή τους αρμόδιους υπουργούς, πού βρισκόμαστε σήμερα ως προς την τηλεδιοίκηση του σιδηροδρόμου, αν ξεπεράστηκαν οι παθογένειες, ποια βήματα έγιναν μετά το δυστύχημα για να είναι ασφαλή τα παιδιά που μπαίνουν σήμερα στα τρένα. Αμφιβάλω εάν έχουν κατατεθεί και ερωτήσεις όλο αυτό το διάστημα.
Βλέπετε, οι ζωντανοί δεν προσφέρονται για τέτοια επαίσχυντη χρήση σαν αυτή που επιφύλαξαν στα θύματα του σιδηροδρομικού δυστυχήματος αρχηγοί της αντιπολίτευσης.
Εκβιάζοντας το συναίσθημα που μπλοκάρει και σταματάει τη λογική. Παραθέτοντας ακατάληπτες και ατάκτως ερριμμένες θεωρίες, εικασίες, σενάρια και… αποκαλύψεις μεγατόνων.
Όπως έκανε κατά κόρον η πρώην πρόεδρος της Βουλής και αρχηγός της Πλεύσης Ελευθερίας που «ματώνει» για τους συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών όταν ως μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, πριν και αφότου ανέλαβαν την εξουσία εξόντωναν όλοι μαζί ψυχικά τους συγγενείς των θυμάτων με φωτογραφικές ρυθμίσεις και πολιτική και νομική στηριξη στους τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη ειδικά στον Δημήτρη Κουφοντίνα.
Ή ο αρχηγός της Ελληνικής Λύσης που την περίοδο της πανδημίας απέτρεπε τον κόσμο από τον εμβολιασμό με παλαβές θεωρίες συνωμοσίας.
Ακόμη κι αυτός ο μετριοπαθής αρχηγός της Νέας Αριστεράς Αλέξης Χαρίτσης προσπαθώντας να γίνει ορατός αντιπολιτευτικά, υποστήριξε ότι η χώρα βρίσκεται στο σημείο μηδέν, ότι η κυβέρνηση πρέπει να φύγει γιατί είναι σκληρή δεξιά καλώντας σε συγκρότηση του αριστερού αντίπαλου δέους. Με ποιους; Τους συντρόφους που άφησαν πίσω ως προσκυνημένους σε έναν τραμπίσκο ή τους συντρόφους του ΠΑΣΟΚ ακόμη κι αν «βρωμάνε», όπως είπε ο Νίκος Φίλης όταν όλοι ήταν ΣΥΡΙΖΑ.
Τα διλήμματα στην πολιτική προκύπτουν αβίαστα και χωρίς τη βούληση των πολιτικών υποκειμένων που τα θέτουν.
Η κάλπη των ευρωεκλογών δεν είναι η κάλπη στην οποία θα κριθεί αν ο Νίκος Ανδρουλάκης καταφέρει να πάρει κεφάλι από τον Στέφανο Κασσελάκη ή εάν ο απολιτίκ Κασσελάκης κερδίσει κατά κράτος τον κομματικό Ανδρουλάκη. ‘Η εάν θα υποχρεωθεί το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια ομόρρυθμη κοινή πολιτική εταιρεία υπό νέα ηγεσία.
Θα κριθεί ξανά ό,τι κρίθηκε το 2019 και το 2023.