Η προεκλογική δέσμευση του Κυριάκου Μητσοτάκη για μια τετραετία βαθιών τομών με μεταρρυθμιστικό πρόσημο, που θα αντιμετώπιζαν διαχρονικές παθογένειες του κράτους, θα ενίσχυαν την παιδεία και την υγεία, θα προχωρούσαν τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης και θα βελτίωναν την καθημερινότητα του πολίτη, ήταν ο βασικός λόγος, που όπως όλοι οι αναλυτές συμφωνούν, έδωσε μια δεύτερη θητεία στην κυβέρνηση, στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου.
Στους μήνες, που έχουν μεσολαβήσει από τότε, η κυβέρνηση επικρίθηκε για χαμηλές αποδόσεις. Αυτή η «κοιλιά» της κυβερνητικής «μηχανής» φαίνεται ότι έχει τελειώσει.
Η κυβέρνηση αυτή την ώρα κινείται σε παράλληλες «πίστες». Έχοντας ήδη περάσει σειρά νομοσχεδίων, όπως το νέο πλαίσιο φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, τις αλλαγές στον τρόπο επιλογής των διοικήσεων των δημόσιων φορέων, τον εργασιακό νόμο, έχοντας προωθήσει μετά από έναν αιώνα τη χωροταξική μεταρρύθμιση και αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των νοσοκομείων, σειρά παίρνουν το αμέσως επόμενο διάστημα, τουλάχιστον τέσσερις εμβληματικές μεταρρυθμίσεις.
Η θεσμοθέτηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και ο νέος δικαστικός χάρτης αναμένεται να πάρουν το «πράσινο φως» του Υπουργικού Συμβουλίου σήμερα.
Η επιστολική ψήφος βρίσκεται ήδη στην ολομέλεια του κοινοβουλίου, με την πρόσθετη τροπολογία της κυβέρνησης για την επέκταση της εκτός από τις ευρωεκλογές και στις εθνικές εκλογές να πυροδοτεί την αντίδραση σύσσωμης της αντιπολίτευσης, ενώ τις επόμενες ημέρες ακολουθεί το νομοσχέδιο για τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων, που αναμένεται επίσης να προκαλέσει αναταράξεις.
Παράλληλα με αυτές τις τέσσερις κομβικές αλλαγές, προωθούνται τα νομοσχέδια του υπουργείου οικονομικών για τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου για τις δημόσιες επενδύσεις, την ενίσχυση των κινήτρων για συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, τη δημιουργία Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου και τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών.
Στο κυβερνητικό επιτελείο επισημαίνουν ότι το πλέγμα των προωθούμενων αλλαγών οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου, ενός ευνοϊκού επενδυτικού περιβάλλοντος, που μπορεί να δώσει ώθηση στην οικονομία, να προσελκύσει επενδύσεις και να ενισχύσει τη θετική πορεία, που ήδη καταγράφει η ελληνική οικονομία.
Η αύξηση των επενδύσεων, άλλωστε, αποτελεί σταθερό στόχο της κυβέρνησης, που φαίνεται να έχει λάβει το μήνυμα ότι αν δεν προχωρήσουν, έστω και με αντιδράσεις, συγκεκριμένες πολιτικές, τότε αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα στην προσέλκυση επενδυτικών σχεδίων.
Είναι χαρακτηριστική για παράδειγμα, η συσχέτιση των αλλαγών στη δικαιοσύνη και η επιτάχυνση στην απονομή της με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, ως προϋπόθεση για την περαιτέρω εκταμίευση πόρων.
Το αν συμφωνεί ή όχι κάποιος με το περιεχόμενο των προωθούμενων ρυθμίσεων, αποτελεί μια διαφορετική συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το Μέγαρο Μαξίμου δείχνει να έχει έτοιμο ένα ικανό αριθμό μεταρρυθμιστικών δράσεων, που του δίνει τη δυνατότητα να θέτει κάθε φορά την ατζέντα της πολιτικής επικαιρότητας, να την αλλάζει, να δίνει τροφή στην αντιπαράθεση και να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, άρα και των επικοινωνιακών χειρισμών.
Απέναντι σε αυτή τη στρατηγική, η αντιπολίτευση μοιάζει απλώς να ακολουθεί, αντιδρώντας με τον αναμενόμενο τρόπο, άλλοτε πάλι με αμηχανία, πάντως, χωρίς να μπορεί να «ταράξει» τα νερά.
Αν η κυβέρνηση έχει έναν ισχυρό αντίπαλο να αντιμετωπίσει, αυτός είναι οι πληθωριστικές πιέσεις, η ακρίβεια, που κατατάσσεται στην πρώτη θέση των προβλημάτων, που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Οι έλεγχοι στην αγορά και η επιβολή προστίμων σε μεγάλες εταιρείες, είναι το «αντίδοτο», που επιλέγει έως σήμερα η κυβέρνηση, παράλληλα με την «επιχείρηση» μόνιμης ενίσχυσης των εισοδημάτων.
Στο κυβερνητικό επιτελείο καταγράφεται προβληματισμός -είναι χαρακτηριστικές οι συνεχείς αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη στο θέμα, με κάθε ευκαιρία- και αναζητούνται λύσεις. Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, το υψηλό κόστος ζωής, συνδέεται ευθέως από την κυβέρνηση με τη μεγάλη πρόκληση του δημογραφικού, για το οποίο αναμένεται ένα συνολικό εθνικό σχέδιο δράσης, με έμφαση στη στήριξη νέων και οικογενειών σε ό,τι αφορά στο εισόδημα και τη στέγη.