Η στρατηγική δείχνει συμβιβασμό και όχι πρόωρες εκλογές

Η στρατηγική δείχνει συμβιβασμό και όχι πρόωρες εκλογές

Του Βασίλη Γεώργα

Στα χρόνια του μνημονίου δεν έχει «πέσει» ποτέ κυβέρνηση για τα πρόσθετα μέτρα που κόβουν και ράβουν στο όνομα της οικονομικής σωτηρίας μας οι δανειστές. Ούτε και αυτή τη φορά οι πρόωρες εκλογές είναι κάτι περισσότερο από μια ελάχιστη πιθανότητα που το ίδιο το Μαξίμου ρίχνει σαν διαπραγματευτικό χαρτί στο τραπέζι φροντίζοντας ταυτόχρονα να τη διαψεύδει και να επιχειρηματολογεί πως θα φτάσουμε εκεί μόνο αν παρατραβήξουν το σχοινί της διελκυστίνδας για τις «προληπτικές περικοπές» οι ίδιοι οι δανειστές.

Αν το «κόλπο» δείχνει να πιάνει με τον προσεταιρισμό όλο και περισσότερων «συμμάχων» από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Πορτογάλοι κ.α, αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: πρώτον ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει πλέον πείσει τους περισσότερους εταίρους της Ελλάδας, ότι ο αντιμνημονιακός της λόγος ανήκει στο παρελθόν και είναι πρόθυμη να ψηφίσει και να στηρίξει τα μέτρα του τρίτου προγράμματος ακόμη και αν αυτοί διακατέχονται από υπερβολικούς στόχους όπως η παραγωγή υπερβολικών πρωτογενών πλεονασμάτων 6,5 δισ. ευρώ.

Και δεύτερον ότι με την σύμπηξη του μετώπου Βερολίνου-ΔΝΤ μέσω της οποίας επιχειρείται πρωτοφανώς να θεσμοθετηθούν και να προσδιοριστούν αναλυτικά μία προς μία μελλοντικές περικοπές δημόσιων δαπανών και θέσπιση συγκεκριμένων φορολογικών επιβαρύνσεων ως αντιστάθμισμα σε ενδεχόμενη αποτυχία του ελληνικού προγράμματος, αμφισβητείται ευθέως και με τόσο ηχηρό τρόπο η αξιοπιστία των στοιχείων της ίδιας της Eurostat και η ικανότητα των Ευρωπαϊκών χωρών να βρίσκουν ακόμη και σήμερα λύσεις για τα του οίκου τους.

Η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται πως δεν είναι μόνο θέμα διατήρησης της «εθνικής κυριαρχίας» η αποτροπή μιας πιο ενεργού συμμετοχής του ΔΝΤ στα ελληνικά πράγματα όπως εκτιμά ότι θα συμβεί αν γίνει ασμένως αποδεκτή η αλλαγή των όρων του τρίτου μνημονίου χωρίς μάλιστα να υπάρχει η προοπτική άμεσης διευθέτησης του χρέους, αλλά εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι με τον τρόπο που επιχειρείται να βάλει πόδι το ΔΝΤ στην Ευρώπη, απειλούνται ευθέως τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα και άλλων «αδύναμων» κρίκων της ευρωζώνης οι οποίες επίσης δεν επιθυμούν να δουν τον ρόλο του Ταμείου να ενισχύεται υπέρμετρα στην Ε.Ε με αφορμή τον ατελείωτο Γολγοθά της ελληνικής οικονομίας.  

Παρά το κλίμα πολιτικής αγωνίας που καλλιεργείται και τα αντικειμενικά σοβαρά προβλήματα στην πραγματική οικονομία που έχει μπλοκάρει από την παράταση των διαπραγματεύσεων, στελέχη της κυβέρνησης δεν κρύβουν την αισιοδοξία τους για την έκβαση του τελικού γύρου των συζητήσεων, παρότι αναγνωρίζουν πως σε κάθε περίπτωση το βασικό πακέτο μέτρων των 5,4 δισ. ευρώ θα είναι πολύ βαρύ για την οικονομία, τους φορολογούμενους και τους ασφαλισμένους και αναμένεται να διατηρήσει για μια ακόμη χρονιά τη χώρα σε τροχιά ύφεσης .

Ποντάρουν, όμως, στην εκτίμηση ότι στο κρίσιμο Eurogroup της 9ης Μαΐου θα απολαύσουν της στήριξης των ευρωπαϊκών θεσμών ώστε να βρεθεί μια συμβιβαστική φόρμουλα για τον μηχανισμό ενεργοποίησης των προληπτικών μέτρων 3,6 δισ. ευρώ ο οποίος θα δεσμεύει μεν την παρούσα και τις επόμενες κυβερνήσεις ως προς την απαρέγκλιτη εφαρμογή του τρίτου μνημονίου εξασφαλίζοντας και την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά με τρόπο που δεν θα δημιουργεί δημοσιονομικά «δεδικασμένα» για τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε και πρόβλημα κυβερνητικής βιωσιμότητας στην Ελλάδα.

Ειδικά στο θέμα των «προληπτικών μέτρων» τα συμφέροντα της ελληνικής κυβέρνησης και αρκετών ευρωπαϊκών χωρών φαίνεται να ταυτίζονται, τόσο ως προς την άποψη ότι δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ε.Ε η πρόταση της εκ των προτέρων νομοθέτησης παρεμβάσεων και περικοπών που θα ενεργοποιούνται αυτομάτως αν δεν επιτυγχάνονται δημοσιονομικοί στόχοι, όσο και ως προς το σκέλος της δυνητικής αποδυνάμωσης του ρόλου της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής και των πολιτικών αποφάσεων.

Το ΔΝΤ έχει λόγους να πιστεύει πως ο στόχος της δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα μέτρα 3% του ΑΕΠ που συμφωνήθηκαν το περασμένο καλοκαίρι επειδή αυτά δεν θα αποδώσουν σε περιβάλλον ύφεσης. Αμφισβήτησε ευθέως το πρωτογενές αποτέλεσμα 0,7% που παρουσίασε στο τέλος του 2015 η ελληνική οικονομία σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή και τη Eurostat, όμως αυτό που στην παρούσα φάση φαίνεται να ενισχύει τις συμμαχίες προς την Ελλάδα είναι η απαίτηση  του ΔΝΤ -η οποία δεν έχει διαψευστεί μέχρι σήμερα- να μην αναγνωρίζονται ως βάση συζητήσεων για τις αποκλίσεις όχι μόνο τα στοιχεία των ελληνικών οργάνων (ΕΛΣΤΑΤ, Γενικό Λογιστήριο κ.α), αλλά ούτε αυτά που προκύπτουν από τη Eurostat.

Επιδιώκει να λαμβάνονται υπόψη οι δικοί του υπολογισμοί ή εναλλακτικά να τοποθετηθούν εκπρόσωποι του Ταμείου στη Eurostat ή να οριστεί ως υπεύθυνος ένας τρίτος αξιόπιστος οργανισμός που θα έχει πρόσβαση στα στοιχεία. Επίσης έχει προτείνει η εξέταση του προγράμματος για τον προσδιορισμό αποκλίσεων ως προς τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος να γίνεται σε πραγματικό χρόνο (π.χ ανά τρίμηνο) ώστε να ενεργοποιούνται άμεσα τα διορθωτικά μέτρα, ενώ αντίθετα η ελληνική κυβέρνηση εισηγείται η εξέταση των αποκλίσεων να γίνεται απολογιστικά κάθε Απρίλιο, με την ολοκλήρωση του  δημοσιονομικού έτους.

Η προσπάθεια Τσίπρα να ενδύσει από την πρώτη στιγμή με τον μανδύα της πολιτικής διαπραγμάτευσης το «αδιέξοδο» με τους εκπροσώπους των δανειστών στην Αθήνα δεν αναμένεται να καταλήξει σαν μπαλάκι στα χέρια των ηγετών της Ε.Ε. Παρ όλα αυτά, το όλο θέμα των προληπτικών μέτρων, της αμφισβήτησης της αξιοπιστίας των ευρωπαϊκών αρχών και του ρόλου που θα έχει στο μέλλον το ΔΝΤ, δεν παύει να είναι πολιτικό και η λύση που θα επιδιωχθεί μέχρι τη Σύνοδο των υπουργών οικονομικών της ευρωζώνης, θα αποτελεί όπως όλα δείχνουν έναν συνδυασμό πολιτικής συμφωνίας και ανάληψης οικονομικών υποχρεώσεων. Το πόσο περισσότερο θα γύρει η ζυγαριά υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, θα εξαρτηθεί από τη στάση που θα τηρήσουν το Βερολίνο, το ΔΝΤ, και όσοι μέχρι σήμερα εμφανίζονται ως «σύμμαχοι» των ελληνικών θέσεων προκειμένου να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση.