Το νέο success story των ΜΜΕ είναι ο αναμενόμενος ανασχηματισμός. Ονόματα πάνε κι έρχονται, τζόγος να γίνεται πασπαλισμένος με πολιτικό κουτσομπολιό. Επειδή ποτέ ένας ανασχηματισμός δεν αποτέλεσε τομή, συχνά ούτε καν σημείο επανεκκίνησης, θα παρεκκλίνουμε, ασχολούμενοι με αντιαισθητικές περιπτώσεις παραπολιτικής.
Ο ένας, ο βουλευτής της Νίκης, Νίκος Παπαδόπουλος, μέσα στη μεσαιωνική του θρησκόληπτη καταχνιά, ορμά και βεβηλώνει καλλιτεχνικά έργα, επειδή νόμιζε ότι του προσβάλουν την πίστη. Ήταν ο ίδιος που έλεγε ότι τις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων ανοίγουν οι πύλες της κολάσεως και βγαίνουν έξω τα δαιμόνια που τα λένε Καλικάτζαρους, για να επιτίθενται στον λαό του Θεού (εμείς είμαστε ο λαός του Θεού!).
Η άλλη, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, μάλλον ένθεη, δηλώνει ότι κάποιο «θείο χέρι» φρόντισε ώστε ο Διαμαντής τρία λεπτά πριν την προπολεμικής νοοτροπίας προτροπή του Νεοδημοκράτη Κυριαζίδη «κάνε κάνα παιδί», είχε βγει έξω από το κοινοβούλιο (τον σύζυγο Καραναστάση τον έχρισε σε μια νύχτα βουλευτή στο προσωπικό της κόμμα).
Ο Κυριαζίδης είναι βουλευτής, που τις μουχλιασμένες ιδέες του δεν τις έχει αγγίξει το ανανεωτικό αγέρι που διατρέχει τους καιρούς μας. Που έχει φέρει κοινωνικές και ατομικές κατακτήσεις, που έχει αναγνωρίσει τα δικαιώματα των γυναικών σε καθεστώς ισονομίας και ισοτιμίας. Ζει μακάριος και ανυποψίαστος στην εποχή της αδιαμφισβήτητης πατριαρχίας, μαζί με τον παππού του, έναν αιώνα πριν, ίσως και περισσότερο.
Τελικά, ζήτησε συγγνώμη, αλλά δεν έχει σημασία αυτή η τυπική διατύπωση. Σημασία έχει ότι υπάρχουν βουλευτές που βρίσκονται εκτός εποχής, και αυτοί νομοθετούν για το αύριο.
Όμως το ίδιο στερεότυπο αναβίωσε με τη δήλωσή της και η Ζωή. Τι σημαίνει ότι «θείο χέρι φρόντισε να έχει βγει έξω ο Διαμαντής;» Τι ρόλο του αναγνωρίζει; Η ίδια είναι αρχηγός κόμματος, παρεμβατική μέχρι αγένειας, και φωνακλού έως υστερίας.
Γιατί χρειαζόταν την υπεράσπιση του Διαμαντή; Γιατί αναγνώρισε στον σύζυγο το δικαίωμα να καθαρίσει για πάρτη της μέσα στο κοινοβούλιο; Και δεν είναι αυτό διατήρηση του φαλλοκρατικού πνεύματος που υποτίθεται η ριζοσπαστική αριστερά από την οποία προέρχεται, έχει καταδικάσει εδώ και μισό αιώνα με θεωρητικές επεξεργασίες και χιλιάδες άρθρα;
Παραπολιτικής υφής οι προαναφερόμενες περιπτώσεις, αποτυπώνουν τις διαφορετικές προσλαμβάνουσες και τροφοδοτικές αντιδράσεις των μίντια και των σόσιαλ μίντια.
Ο πρώτος της Νίκης και των διαβολικών Καλικάντζαρων που επιτίθενται στον λαό του Θεού, ξεσήκωσε ποικίλες αντιδράσεις που κυμαίνονταν από την οργή και την περιφρόνηση, έως τον χλευασμό. Ο δεύτερος της ΝΔ ξεσήκωσε, και δικαίως οργή, ενώ έγινε σκόπιμη προσπάθεια να χρωματισθεί το σύνολο του κόμματος του ως φορέας τέτοιων ιδεών.
Για τη Ζωή, όμως, το «θείο χέρι» αλλά και την πρωτοκαθεδρία που αναγνώρισε στον σύζυγο να καθαρίσει για πάρτη της, τσιμουδιά. Στερεοτυπικός σεξισμός ίδιας αύρας με αυτόν του Κυριαζίδη. Αλλά εκπέμφθηκε από αριστερό στόμα και γι’ αυτό δεν υπήρξε το ελάχιστο σχόλιο από τις μαχητικές φεμινίστριες των γυναικείων δικαιωμάτων.
Λογικό! Η Ζωή είναι η ανυποχώρητη μαχήτρια της πεδιάδας των Τεμπών. Έχει αποφασίσει ότι έγινε έγκλημα και απόκρυψη (μπάζωμα), και πρέπει να μείνει ανέγγιχτη για να πολεμήσει την «απονομιμοποιημένη» κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Όπως ασχολίαστη έμεινε και η άποψή της ότι το αποτέλεσμα που απέρριψε την πρόταση μομφής είναι άκυρο, γιατί προήλθε από το μπόνους των 27 βουλευτών που κέρδισε η ΝΔ λόγω του εκλογικού νόμου!
Μαζί της, μόνο που υπάρχει ένα θέμα συνέπειας. Και η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μπόρεσε και κυβέρνησε επειδή έλαβε αυτό το μπόνους. Αυτό το μπόνους την έκανε πρόεδρο της Βουλής. Αλλά τότε δεν ήταν άκυρο γιατί πέραν του αξιώματος, της πρόσφερε αναγνωρισιμότητα, η οποία της επέτρεψε τη δημιουργία προσωπικού κόμματος.
Παράλληλα, δεν ξεσηκώθηκε τέτοια ιερή οργή όταν ο Πολάκης εξέμεσε σεξιστικές απόψεις σε τηλεοπτικός σταθμό κατά της Γραμματέως της ΝΔ, Μαρίας Συρεγγέλα. Της ζήτησε να το βουλώσει και την προέτρεψε «Πήγαινε κυρά μου να κάνεις καμιά δουλειά».
Παραπολιτικής ως είπαμε διάστασης τα προηγούμενα, δεν υπεισέρχονται στα… υψηλά της πολιτικής, αλλά δείχνουν την απουσία αυτογνωσίας ενός ευρύτερου χώρου Αριστεράς που έχει συνηθίσει να διεκδικεί για τον εαυτό του το δικαίωμα της καταγγελίας επί παντός επιστητού, χωρίς να νιώθει την υποχρέωση αυτοκριτικής.