Στην Κουμουνδούρου η απόφαση που έχει ληφθεί είναι να βγαίνει όλο και συχνότερα ο Αλέξης Τσίπρας και να προβάλει τις θέσεις του κόμματος. Μόνο που το «ισχυρό χαρτί» του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μην... τραβάει και να αδυνατεί να ξεφύγει από τις χαμηλές πτήσεις που καταγράφει δημοσκοπικά το κόμμα του φτάνοντας πολλές φορές να βρίσκεται πίσω από τον Κανέναν...
Δύο χρόνια μετά τις εκλογές και την κυβέρνηση να αντιμετωπίζει μια μοναδική, τουλάχιστον για τα μεταπολιτευτικά χρονικά, κρίση όπως αυτή της πανδημίας, ο ΣΥΡΙΖΑ ναι μεν δεν δείχνει σημάδια ανάκαμψης έστω υπό το βάρος λαθών, πράξεων και παραλείψεων, αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται να παραμένει καθηλωμένος σε ποσοστά ανάλογα με αυτά του κόμματός του.
Η τακτική που έχει επιλέξει από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ξεχνώντας τις στροφές στη σοσιαλδημοκρατία και το κέντρο, λειτουργεί αποτρεπτικά για την πλειοψηφία των πολιτών.
Ειδικά οι υψηλοί τόνοι σχετικά με την πανδημία και τη διαχείριση της υγειονομικής βόμβας που έσκασε στα χέρια της σημερινής κυβέρνησης, δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα. Αντιθέτως, λειτουργούν αποτρεπτικά.
Είναι ενδεικτικό ότι παρά τον αγώνα συσπείρωσης που έχει κηρύξει ένα υψηλό ποσοστό των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που αγγίζει το 30% (3 στους 10 δηλαδή) εξακολουθούν να επικροτούν ή τουλάχιστον να κατανοούν ότι το πρόβλημα δεν προέρχεται από την κυβέρνηση αλλά από ένα παγκόσμιο φαινόμενο που χτύπησε στο μαλακό υπογάστριο της δημόσιας υγείας με εμφανείς και σχεδόν δεδομένες τις οικονομικές επιπτώσεις.
Το ποσοστό αυτό εμφανίζεται μάλιστα να θεωρεί πως η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κάνει προσπάθειες που όχι μόνο δεν αναγνωρίζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά αντιθέτως επιδιώκει και να τις υπονομεύσει μέσα από την καταστροφολογία και την υποβάθμιση ακόμη και των μέτρων που λαμβάνονται.
Δεν σταματά εκεί όμως το θέμα. Ο Αλέξης Τσίπρας στο ερώτημα περί καταλληλότητας για τη θέση του πρωθυπουργού υπολείπεται σημαντικά του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το πρόβλημα όμως που αντιμετωπίζει ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι αδυνατεί να ξεπεράσει και τον Κανέναν. Τον βασικό εχθρό των επικεφαλής των κομμάτων εξουσίας που μετρώνται στις δημοσκοπήσεις.
Στο σχετικό ερώτημα ο Κανένας επικρατεί του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις είναι χαρακτηριστικές αποτυπώνοντας μάλιστα και το γεγονός πως η πλειοψηφία των πολιτών εμπιστεύεται τη σημερινή κυβέρνηση για την αντιμετώπισης όχι μόνο της πανδημίας αλλά και των προβλημάτων που πηγάζουν από αυτή, εν αντιθέσει με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το πρόβλημα μάλιστα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αυτή τη φορά δεν έχει καν το άλλοθι της «παρθενογένεσης» αφού έχει δοκιμαστεί ως κυβέρνηση και μάλιστα επί 4,5 συναπτά έτη.
Αυτό επιβεβαιώνει ότι η αντιπολιτευτική τακτική της καταστροφολογίας και η κορονοκαπηλεία δεν έχουν αντίκρυσμα στην κοινωνία. Η δε πλειοδοσία με τις υποσχέσεις που στηρίζονται σε «λεφτόδεντρα» πείθουν μόνο όλους όσοι εξακολουθούν να κλείνουν τα μάτια στην πραγματικότητα και ζουν στην περίοδο που θα χτυπούσαν τα νταούλια και θα χόρευαν οι αγορές ενώ θα χαρίζονταν τα δάνεια και θα ακυρωνόταν ο ΕΝΦΙΑ
Η φράση που η Μελίνα Μερκούρη φέρεται να είχε πει στον Ανδρέα Παπανδρέου δείχνει έχει την απόλυτη εφαρμογή της σήμερα στον Αλέξη Τσίπρα. Το «δεν αρέσουμε πρόεδρε» αποτυπώνεται αν και η Κουμουνδούρου κλείνει τα μάτια και τα αυτιά της αρνούμενη να αλλάξει τακτική και να αφήσει πίσω την εμφυλιοπολεμική ρητορική τον διχασμό και τις προσπάθειες πόλωσης του πολιτικού κλίματος.
Αντιθέτως, μάλιστα εξακολουθεί να επενδύει σε πρακτικές πετροπόλεμου. Στήνει ήδη το νέο αφήγημα περί «βαρβάρων» εν όψει του νομοσχεδίου για τα εργασιακά, προαναγγέλλει νέο κύκλο κινητοποιήσεων και ετοιμάζεται να ξαναβγεί στο πεζοδρόμιο τη στιγμή που η χώρα ετοιμάζεται να ανοίξει την οικονομική της δραστηριότητα με όπλο τα εμβόλια και τα τεστ και με γνώμονα την σταδιακή επαναφορά σε μια κανονικότητα που καθιστά αποτρεπτική την όποια επαναστατική γυμναστική.
Οι εντός ΣΥΡΙΖΑ συζητήσεις
Το φαινόμενο που δείχνει να παγιώνεται μέσα και από τις δημοσκοπήσεις προβληματίζει ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ που αντιμετωπίζει με σκωπτικό τρόπο τις προσπάθειες της ηγεσίας και των πραιτοριανών του Αλέξη Τσίπρα να εμφανίσουν όλους όσοι αντιδρούν ως «βαρίδια» που κρατούν τον ίδιο και το κόμμα «πίσω».
Παραπέμποντας μάλιστα στο γεγονός ότι δεν έχει γίνει πραγματική αυτοκριτική για τα αίτια της ήττας του 2019 και την απόρριψη των πολιτών στις υποσχέσεις που δόθηκαν και εξακολουθούν να δίδονται με ανάλογο τρόπο, σημειώνουν πως καθίσταται αδύνατη η επανασύνδεση με την κοινωνία τα αιτήματα και οι ελπίδες της οποίας διαφέρουν σήμερα σε σχέση με την περίοδο 2010-2015 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ «ανδρώθηκε» ξεφεύγοντας από τα ποσοστά του κόμματος διαμαρτυρίας και του 3%.
Οι φωνές πληθαίνουν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η δράση (η στάση του Αλέξη Τσίπρα έναντι στελεχών όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος) προκαλεί αντίδραση ειδικά στην προσπάθεια να αποδοθούν αλλού οι ευθύνες για την εκλογική ήττα αλλά και αυτές για την αδυναμία ανάκαμψης παρά το γεγονός πως η κυβέρνηση βρίσκεται σχεδόν στο μέσον της συνταγματικής της θητείας.
Είναι δεδομένο πάντως πως στο εσωκομματικό πεδίο η κατάσταση παραμένει έκρυθμη., Η προσπάθεια να υπάρξει συσπείρωση μέσα από τους υψηλούς τόνους και την πόλωση τελικά αυτό δείχνει να αφορά μια μικρή μερίδα που λειτουργεί με την κινηματική λογική παρελθόντων ετών. Η φτώχεια (δημοσκοπική) φέρνει γκρίνια και η αναζήτηση ενόχων εντός του κόμματος γυρνά μπούμερανγκ στον επικεφαλής του εγείροντας αντιδράσεις αλλά και ένα είδος «λευκής απεργίας».
Εξάλλου οι προθέσεις του Αλέξης Τσίπρα να κάνει το κόμμα αρχηγικό δεν έχει ανάλογη αποδοχή ειδικά από τα παλαιά στελέχη εν αντιθέσει με τους νεότευκτους πασοκογενείς που όμως αδυνατούν να προσφέρουν πέραν των προσωπικών υπηρεσιών ποσοστά από κεντρογενείς ψηφοφόρους.
Ουδείς στην παρούσα φάση πάντως θα ανοίξει... περπατησιά. Όμως η επόμενη ήττα θα έχει ονοματεπώνυμο και εκεί οι εξελίξεις για το μέλλον όχι μόνο του αρχηγού αλλά και συνολικά του κόμματος που ξεκίνησε προκειμένου να αναδειχθεί στον έναν εκ των δύο βασικών πόλων του πολιτικού συστήματος θα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πολύ δε περισσότερο αν δημιουργηθούν εκείνες οι συνθήκες που θα επιτρέψουν την ανάδειξη ενός νέου ή ανανεωμένου κεντροαριστερού εγχειρήματος...