Την ώρα που η έρευνα για το σκάνδαλο Qatargate είναι ακόμα εν εξελίξει η Εύα Καϊλή σε συνέντευξή της στην ιταλική εφημερίδα «Corrierre della Sera» μίλησε για το μέλλον της αποκαλύπτοντας πως θέλει να πάει να ζήσει μόνιμα στην Ιταλία.
Επίσης, η Ελληνίδα ευρωβουλευτής εμφανίστηκε πολύ ενοχλημένη με την πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μέτσολα αλλά και με την παράταξή της, τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές επειδή δεν την στήριξαν.
«Θεωρώ εξοργιστική τη σιωπή ολόκληρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε έναν τέτοιο αντισυνταγματικό περιορισμό του δικαιώματός μου να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και να μιλάω για όλα όσα εντέχνως διαρρέονται και σχεδιάζονται εναντίον μου. Ελπίζοντας σε ένα πολιτικό πλεονέκτημα, η Πρόεδρος Ρομπέρτα Μέτσολα και το κόμμα μου οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές, αντί να υπερασπιστούν τους θεσμούς, προσπάθησαν, πριν από τις εκλογές, να κρύψουν την ανικανότητά τους να σεβαστούν τις αρχές της Ένωσης και να διασφαλίσουν τις ελευθερίες και τα προνόμια των βουλευτών. Δημιουργήθηκε ένα επικίνδυνο προηγούμενο που επιτρέπει στη δικαστική εξουσία να παρεμβαίνει στην πολιτική, υπονομεύοντας ανεπανόρθωτα την ακεραιότητα του ευρωπαϊκού θεσμού. Και πρόσφατα, η βελγική κυβέρνηση, θεωρώντας τον εαυτό της θεματοφύλακα ποιος ξέρει τι, θεώρησε ότι είχε το δικαίωμα να διακόψει μια εκδήλωση στις Βρυξέλλες που διοργανώθηκε από Ευρωπαίους συντηρητικούς και μεταρρυθμιστές», ανέφερε αρχικά.
Ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να είναι υποψήφια στις ευρωεκλογές του Ιουνίου: «Ήλπιζα ότι οι πολίτες της ΕΕ θα μπορούσαν να δουν την αλήθεια πριν ψηφίσουν τον Ιούνιο, αλλά η απαγόρευση να μιλάω γι' αυτήν την υπόθεση καθιστά αδύνατο για μένα να είμαι ακόμη και υποψήφια».
Η κ. Καϊλή τόνισε πως στο μέλλον θα ασχοληθεί «υπέρ των παιδιών και των γυναικών που είναι θύματα των αποτυχιών του συστήματος», ενώ αποκάλυψε ότι μόλις ολοκληρωθεί η θητεία της θα πάει να ζήσει στην Ιταλία «επειδή είναι μια χώρα που τη θεωρώ πατρίδα μου για διάφορους λόγους και επειδή στην Ιταλία υπάρχει μια όμορφη λέξη όπως "garantismo" που πρέπει να μεταφραστεί σε όλη την Ευρώπη. Στην Ιταλία υπάρχουν κάποια κόμματα που αντιτίθενται σε δίκες με πολιτικά κίνητρα και απαιτούν σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας ανεξάρτητα από το κόμμα του κατηγορουμένου».
Παράλληλα, ευχαρίστησε την Deborah Bergamini από τη Forza Italia, «τη μόνη πολιτικό από άλλο κόμμα εκτός του δικού μου που αμφισβήτησε αυτές τις μεθόδους και ήρθε να με δει στις πιο σκοτεινές μου στιγμές, και στον Riccardo Nouri, από τη Διεθνή Αμνηστία Ιταλίας, που τόλμησε να συγκρίνει το Βέλγιο με τη Λευκορωσία για τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν κατά της κόρης μου. Κατάφερα τελικά να τη συναντήσω την επομένη της δημοσίευσης του άρθρου τους».
Τέλος, μίλησε για τις δικαστικές της διαμάχες και τα δικαστήρια όπου η ίδια έχει προσφύγει.
«Σε διάφορα ανώτερα δικαστήρια. Στο Βέλγιο για παραβιάσεις κατά των δικαιωμάτων των βουλευτών και, για την αδικαιολόγητη σύλληψή μου και την προκατάληψη του ανακριτή.
Μια άλλη προσφυγή αφορά την απαγόρευση να μιλήσω στον Τύπο, που είναι θεμελιώδης ελευθερία, και στη συνέχεια κάνω μήνυση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο παραβίασε το δικαίωμά μου να ακουστώ και να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, όπως ζήτησα πριν από ένα χρόνο. Έχω επίσης ξεκινήσει διαδικασία στα Ηνωμένα Έθνη για παραβίαση της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, επειδή οι βελγικές αρχές με χώρισαν βίαια από τη δίχρονη κόρη μου. Κάτι που δεν θα ευχόμουν σε καμία μητέρα. Μου θυμίζει συχνά μια φράση του Έλληνα ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου "Προσπάθησαν να μας θάψουν, δεν ήξεραν ότι ήμασταν σπόροι"».