Ο τουρισμός είναι η παχιά αγελάδα που λειτούργησε ως τροφός της χώρας, επί δεκαετίες, αλλά τώρα έχει φτάσει η ώρα που έχει ανάγκη ειδική φροντίδα, μεγαλύτερη προβλεψιμότητα για το μέλλον και θεσμοθέτηση αυστηρών προστατευτικών απαγορεύσεων. Ο επιμερισμός της ευθύνης για την προστασία του εθνικού προϊόντος σχηματοποιείται, ωστόσο, σε μια αντίστροφη πυραμίδα.
Η κυβέρνηση, όσες διατάξεις κι αν νομοθετήσει, όσα σχέδια και αν καταρτίσει, χωρίς την ενεργή αποδοχή και συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, η βιωσιμότητα του τουρισμού θα τεθεί σε μεγάλο κίνδυνο γρηγορότερα απ' ότι πιστεύουμε. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, δείχνουν ότι τα τουριστικά έσοδα του φετινού Αυγούστου υπολείπονται αρκετά από τα αντίστοιχα του ’23, παρά το γεγονός ότι οι αφίξεις ήταν αυξημένες.
Για μεγάλη μερίδα ανθρώπων που δεν αντιλαμβάνεται τις αρχικά ανεπαίσθητες αλλαγές που σχετίζονται με το πολυσύνθετο προϊόν, είναι μικρό το κακό αν χάσεις σχεδόν 79 εκατ. μπροστά στα δισεκατομμύρια συνολικά της χρονιάς. Όσοι όμως ξέρουν, δεν το προσπερνούν με την ίδια ευκολία. Συνολικά, η χώρα, όπως ανέφερε ορθά ο πρωθυπουργός, δεν έχει πρόβλημα υπερτουρισμού. Το αντίθετο. Αλλά όπου χάθηκε το μέτρο, όπως είναι η Μύκονος ή η Σαντορίνη, ο τουρισμός γίνεται κατάρα. Τα επόμενα πέντε χρόνια υπολογίζεται ότι παγκοσμίως ο στόλος των κρουαζιερόπλοιων θα αυξηθεί περίπου 24% και των επιβατών τους κατά 33%. Πάνω από 65 νέα κρουαζιερόπλοια υπολογίζεται ότι θα βάλουν στο χάρτη τους τα ελληνικά νησιά.
Πρόσφατα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την αύξηση από τα 5 ευρώ στα 20 του τέλους ανά επιβάτη που αποβιβάζεται σε Μύκονο και Σαντορίνη. Με το ποσό αυτό να αφορά την περίοδο από 1ης Ιουνίου έως και 30 Σεπτεμβρίου, ενώ την περίοδο Απριλίου - Μαΐου και Οκτωβρίου μειώνεται σε 12 ευρώ.
Η σημαντική αύξηση του τέλους δεν θα οδηγήσει στο στόχο όπως τον είχε περιγράψει ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Χιλιάδες τουρίστες που κάνουν ένα πέρασμα 4 ή 5 ωρών θα πιέζουν χωρίς το αναμενόμενο οικονομικό αντίκρισμα, τις τοπικές κοινωνίες αποθαρρύνοντας τον τουρισμό υψηλής απόδοσης. Πώς πατάει όμως φρένο μια χώρα που έχει μάθει να ζει και ζει εξαιτίας του τουρισμού;
Είμαστε ελάχιστα προσαρμοστικοί στις αλλαγές εν κινήσει. Συνήθως, αφού σκάσουμε στον τοίχο σκεφτόμαστε την αλλαγή πορείας. Πριν από λίγα 24ωρα βρέθηκε στη χώρα με αφορμή ένα συνέδριο για τον τουρισμό ο πρωθυπουργός του Μπουτάν. Σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξή του περιέγραψε πως μαζί με τη σύζυγό του καθηλώθηκαν από το κάλλος, επισκεπτόμενοι το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο.
«Γύρισα και κοίταξα τη σύζυγό μου. Είχε βουρκώσει. Μου εξήγησε ότι ένιωθε συγκίνηση και ευγνωμοσύνη για την αφοσίωση του ελληνικού λαού στη διατήρηση του ναού για 2.500 χρόνια. Ανυπομονούσα να βρεθώ στην Ακρόπολη. Όταν έφτασα εκεί ένιωθα σαν να μετείχα σε έναν ιερό τόπο. Αισθάνθηκα εξαιρετικά τυχερός που αποτελούσα μέρος ενός ταξιδιού μέσα στο χρόνο», ανέφερε ο Τσέρινγκ Ντοπγκαί στην «Καθημερινή».
Στην πατρίδα του, στο μικροσκοπικό Μπουτάν, κάθε επισκέπτης καταβάλει για την παραμονή του ημερήσιο τέλος 100 δολαρίων. Το έχουν ονομάσει τέλος βιώσιμης ανάπτυξης και το μοντέλο του τουρισμού τους περιγράφεται ως «υψηλής αξίας χαμηλού όγκου». Δεν έχασαν τουρίστες. Φιλικά μας συμβούλεψε να κάνουμε μια προσπάθεια να πετύχουμε την ισορροπία. Να έχουν την ευκαιρία οι απόγονοι των απογόνων του να σταθούν μπροστά το Ναό του Ποσειδώνα ή στην Καλντέρα και να αισθανθούν ότι κάποιοι έπραξαν όσα έπρεπε στο χρόνο που έπρεπε.