Του Τάσου Ευαγγελίου
Ο Αλέξης Τσίπρας θεωρεί τον Πάνο Καμμένο αξιόπιστο αλλιώς δεν θα επέλεγε να συγκυβερνήσουν δύο φορές και να φτάσουν μέχρι το «τέλος» της κυβερνητικής θητείας ανεξαρτήτως με το πότε θα είναι αυτό. Τον έχει στηρίξει σε όλες τις περιπτώσεις όπως έπραξε και στην κόντρα του με τον Νίκο Κοτζιά που είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση του από τη θέση του πρώην υπουργού Εξωτερικών.
Τον έχει θεωρήσει αξιόπιστο σε ό,τι έχει καταγγείλει και σε ό,τι έχει υποστηρίξει απαντώντας σε καταγγελίες σε βάρος του. Δεν επέλεξε το... διαζύγιο σε καμία περίπτωση, αντιθέτως φρόντισε να βγει μπροστά ο ίδιος σε θέματα όπως η υπόθεση της πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία ή ακόμη και της διαχείρισης των κοινοτικών πόρων για το προσφυγικό για να περάσει στο απυρόβλητο ο κυβερνητικός εταίρος
Με τα δεδομένα των τεσσάρων σχεδόν ετών κοινής διακυβέρνησης ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει, λογικά, να θεωρεί αξιόπιστες και τις καταγγελίες του Πάνου Καμμένου μπροστά στο σύνολο των μελών του υπουργικού συμβουλίου για χρηματοδότηση της κυβέρνησης με ποσά ύψους 50 εκατ. Ευρώ από τον Τζώρτζ Σώρος.
Αυτοί που γνωρίζουν τον Πάνο Καμμένο γνωρίζουν και τη βάση των καταγγελιών του. Άλλωστε ο Τζωρτζ Σόρος είναι το αγαπημένο θέμα θεωρίας συνωμοσίας του υπουργού Εθνικής Άμυνας. Είναι πίσω από όλα φταίει για όλα και ασχολείται κυρίως με τον ίδιο, χρηματοδοτώντας ακόμη και ΜΜΕ για να βάλουν εναντίον του.
Όμως ο Αλέξης Τσίπρας κυβερνά μαζί του. Για χάρη του τα έχει βάλει με όλους και με το ίδιο του το κόμμα. Κανείς δεν γνωρίζει τους ακριβείς λόγους. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός διατυμπανίζει πως ανά πάσα στιγμή έχει τη δυνατότητα να βρει πρόθυμους να στηρίξουν όχι μόνο τη συμφωνία των Πρεσπών αλλά και τη συνέχιση της πορείας της κυβέρνησής τους παρέχοντας, ίσως, και ψήφο εμπιστοσύνης αν αυτό απαιτηθεί. Δεν το πράττει.
Δεν λαμβάνει υπόψη ούτε και τα μηνύματα από την Ε.Ε και δεν επιδιώκει καν να ολοκληρώσει τη στροφή στη σοσιαλδημοκρατία από την οποία τον κρατά μακριά αυτή η σχέση.
Οι δεσμοί δείχνουν ισχυροί και είναι σε βάθος χρόνων.
Άλλωστε από κοινού ή κατά μόνας οι δύο στενοί συνεργάτες έχουν κατηγορήσει τους πάντες και τους έχουν αποδώσει τα πάντα. Ξεκινώντας από το 2012 τους μοναχικούς αλλά παράλληλους δρόμους τους και φτάνοντας εκεί στο 2014 όπου συναντήθηκαν προετοιμάζοντας την πτώση της Κυβέρνησης Σαμαρά και την κυβέρνηση συνεργασίας της επόμενης ημέρας, φρόντισαν να διχάσουν την ελληνική κοινωνία και να ρίξουν στην πυρά πρόσωπα και πολιτικούς αντιπάλους.
Το σκεπτικό που αποκάλυψαν οι κύκλοι της εισαγγελέως Ράικου υπήρχε από τότε «κατηγόρησέ τους όλους και όταν έρθει η ώρα αν δεν είναι ένοχοι ας βρουν την άκρη». Στο στόχαστρο βρέθηκαν πολιτικές παρατάξεις, πολιτικοί, πρόσωπα και οι οικογένειές τους.
Αυτή η διαδικασία εντάθηκε με την ανάληψη της εξουσίας. Το πρώτο εξάμηνο όσοι δεν ήταν με τα δύο κόμματα της εξουσίας ήταν με τους δανειστές και τη Μέρκελ. Μετά τις εκλογές του 2015 οι αντίπαλοι βρέθηκαν να κατηγορούνται για τα πάντα. Πρώην πρωθυπουργοί και κορυφαίοι υπουργοί έγιναν βορά στη αρένα της συκοφαντίας. Μέσα ενημέρωση σύρθηκαν στα δικαστήρια για να απολογηθούν διότι άσκησαν κριτική και στηλίτευσαν λάθη και παραλείψεις.
Όλοι κατηγορήθηκαν πως χρηματίζονται ή ότι έκαναν πλάτες με το αζημίωτο σε πολυεθνικές εταιρίες επιχειρηματίες ακόμη και σε ξένες υπερδυνάμεις.
Τώρα όμως οι κατηγορίες επέστρεψαν. Και μάλιστα από τον ίδιο τον κυβερνητικό εταίρο και απευθύνονται προς όλα τα μέλη της Κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα. Κατηγορίες βαριές που χρίζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Έχοντας σπείρει ανέμους καλούνται πλέον να θερίσουν τις θύελλες και το ερώτημα είναι αν ο Πρωθυπουργός θα αναλάβει το βάρος της ευθύνης να ζητήσει, μετά και την επίσημη επιβεβαίωση του Νίκου Κοτζιά, τη διερεύνησή τους, ή αν τελικά αναλάβει το βάρος η ίδια η δικαιοσύνη που γνωρίζει τι ακριβώς κατήγγειλε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της χώρας.