Ήδη οι τσόχες έχουν στρωθεί και τα μαγικά κοκαλάκια για τους παίκτες, που λέγονται μάρκες, έχουν μοιρασθεί. Εννοείται πως έχει πέσει και το σχετικό χρήμα για την αγορά της λεγόμενης κάβας. Όπως αντιλαμβάνεσθε το πρωτοχρονιάτικο άρθρο απευθύνεται σε αυτούς που έχουν παίξει πόκα, έστω για μια φορά. Γιατί η πόκα είναι μεν η βασίλισσα των «αθλημάτων», όμως σε τελική ανάλυση είναι ένα παιχνίδι με βασικά στοιχεία πολιτικής ή η πολιτική είναι ένα παιχνίδι με βασικά στοιχεία της πόκας.
Είναι ένα παιχνίδι που απαιτεί ειδικές δεξιότητες. Υπομονή, καθαρό μυαλό, σωστή εκτίμηση κάθε φορά της καταστάσεως, σωστή διαχείριση των χρημάτων που ο παίκτης έχει προγραμματίσει να παίξει.
Ο Nick the Greek έγραψε πως ο μεγάλος παίκτης ξεχωρίζει από το μέτριο, όχι όταν έχει ρέντα. Στην κατάσταση της παρατεταμένης ρέντας και ο αρχάριος θα «σηκώσει» όλο το τραπέζι και θα φύγει. Ο καλός ο παίκτης φαίνεται στο πως διαχειρίζεται τη «χασούρα». Όταν καταλαβαίνει πως δεν είναι η βραδιά του. Σε αυτήν την περίπτωση θα φύγει από το τραπέζι με τις λιγότερες δυνατόν απώλειες. Δεν θα πάει κόντρα στο φύλλο του. Ο μέτριος παίκτης, πολύ, δε, περισσότερο ο αρχάριος, θα καταστραφούν γιατί δεν θα παραδεχθούν ποτέ πως αυτό το βράδυ θα χάσουν. Και θα σπρώχνουν στο τραπέζι συνεχώς πιο πολλά λεφτά, μήπως ρεφάρουν.
Βλέπετε η πόκα είναι ένα εγκεφαλικό παιχνίδι, στο οποίο βεβαίως ισχύει το δόγμα πως «όποιος έχει φύλλο κερδίζει», αλλά σημαντικό ρόλο παίζει - όπως προανέφερα η διαχείριση της ρέντας και της γκίνιας. Η μελέτη της πόκας ενδείκνυται για πολιτικούς, επιχειρηματίες και για όσους λαμβάνουν αποφάσεις έχοντας ελάχιστο περιθώριο χρόνου.
Σε εκείνη τη στιγμή του παιχνιδιού που επιβάλλεται να ενδιατρίψουν κυρίως οι πολιτικοί ηγέτες, είναι η μπλόφα. Να ψυχολογήσεις τον αντίπαλο σου, αλλά αυτό δεν αρκεί. Θα πρέπει να παρακολουθείς όλο το βράδυ τη συμπεριφορά όλων των παικτών, ώστε να καταλάβεις πώς σκέφτονται. Δηλαδή απαιτείται διπλή προσήλωση. Στο δικό σου παιχνίδι και στο παιχνίδι των συμπαικτών σου. Να μπορείς να εκτιμήσεις μέσα σε ένα λεπτό αν αξίζει να ρισκάρεις, συνυπολογίζοντας το τι θα χάσεις και το τι θα κερδίσεις. Εννοείται πως μια λανθασμένη εκτίμηση θα έχει κόστος.
Όλα αυτά αφορούν τους «επαγγελματίες» του είδους. Αυτούς που κάθονται στο τραπέζι για να κερδίσουν λεφτά. Γιατί υπάρχουμε κι εμείς που τότε, όταν καθόμασταν στο τραπέζι, παίζαμε για να διασκεδάσουμε. Για να κάνουμε τις πλάκες μας, τα πειράγματα μας, τα «πικρόχολα» σχόλια μας για το παιχνίδι των φίλων μας. Γιατί ήμασταν φίλοι και όχι συμπαίκτες.
Τα φιλικά καρέ για να διατηρηθούν στο χρόνο, θα πρέπει να συντρέξουν μερικές προϋποθέσεις. Πρώτη και βασική προϋπόθεση: Όταν γυρίζεις στο σπίτι να μη βλέπεις τη γυναίκα σου να σε περιμένει σαν τη Σαπφώ Νοταρά, με σφιγμένες τις γροθιές της και τα χέρια στη μέση, και να σου λέει: «εσύ διασκέδαζες με τους φίλους σου κι εγώ ξεσκάτωνα το μωρό». Έχεις ξενερώσει. Ή όταν ανακοινώνεις στο παράνομο αίσθημα πως θα παίξεις χαρτιά με τους φίλους σου και ακούς ναζιάρικα πως «ήταν μια ευκαιρία να μείνουμε λίγο παραπάνω μαζί κι εσύ προτιμάς τους φίλους σου». Πηγαίνεις στο καρέ με πεσμένο το ηθικό. Αν πας.
Βέβαια, όλους τους σοβαρούς παίκτες τους απασχολεί αν τα τρία κερδίζουν την κέντα και το φουλ το χρώμα. Πολυσύνθετο το δίλημμα, με φιλοσοφικές προεκτάσεις και έντονες διχογνωμίες, που έχει απασχολήσει το παγκόσμιο χαρτοπαικτικό κίνημα ( χ.κ.). Όχι σαν το δίλημμα ποιος είναι καλύτερος πρωθυπουργός: ο Αλέξης ή ο Κυριάκος; (Κρατήθηκα, αλλά δεν άντεξα. Το είπα).
Αίσιον και ευτυχές το 2022!