Του Τάσου Ευαγγελίου
Συμφωνία, οικονομικού περιεχομένου, που αφορά κυρίως στη διαχείριση της αμφισβητούμενης εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία πλέον γίνεται αξιοποιήσιμη, καθώς και στην μεταφορά των κληρικών εκτός δημοσίου, αλλά με την καταβολή της δαπάνης μισθοδοσίας τους μέσω επιδότησης από το κράτος, αποτελεί το κοινό ανακοινωθέν του Αλέξη Τσίπρα και του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου.
Αν και η συμφωνία δεν αφορά το ζήτημα του διαχωρισμού κράτους εκκλησίας που μετ επιτάσεως θέτουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει της διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος, περιλαμβάνει σημεία που αφορούν τις σχέσεις των δύο πλευρών σε οικονομικό επίπεδο με έμφαση σε δύο δεδομένα.
Στην υλοποίηση του πάγιου αιτήματος της Εκκλησίας που αφορά στην αμφισβητούμενη και ως εκ τούτου αναξιοποίητη περιουσία της και στην απόφαση να μη θεωρούνται οι κληρικοί και οι εργαζόμενοι στην εκκλησία ως δημόσιοι υπάλληλοι, ανοίγοντας το δρόμο της δημιουργίας κενών θέσεων, χωρίς όμως να αρθεί η επιβάρυνση της κρατικής δαπάνης για τη μισθοδοσία τους.
Ως προς το προς το θέμα της περιουσίας η συμφωνία προβλέπει τη σύσταση κοινής εταιρείας Δημοσίου Εκκλησίας, (στη βάση της συμφωνία όπου είχε νομοθετηθεί ήδη από το 2013 και είχε παγώσει το 2015), όπου θα ενταχθούν οι αμφισβητούμενες εκτάσεις και οποιοδήποτε τμήμα της περιουσίας επιθυμεί η ίδια η Εκκλησία και οι Μητροπόλεις. Γεγονός το οποίο επιτρέπει στην Εκκλησία να μεταφέρει και τμήματα που είναι ζημιογόνα επιμερίζοντας το κόστος με το κράτος.
Μάλιστα στη συμφωνία αναφέρεται επί λέξη ότι «τα έσοδα και υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησιά της Ελλάδας». Πρέπει να αποσαφηνιστεί πως στην κοινή αυτή εταιρεία δεν εντάσσεται συνολικά η εκκλησιαστική περιουσία.
Ο όρος αυτός επιτρέπει στην Εκκλησιά να εκμεταλλευτεί, από κοινού με το κράτος, οικόπεδα φιλέτα όπως για παράδειγμα τα 1200 στρέμματα που ξεκινούν από τη Βουλιαγμένη και φτάνουν στη Βάρκιζα και τα οποία εντάσσονται στα αμφισβητούμενα μεταξύ αυτής και του κράτους.
Ανάλογα οικόπεδα και ακίνητα υπάρχουν ανά την Ελλάδα αλλά παρέμενα αναξιοποίητα.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα των κληρικών και των υπαλλήλων της εκκλησίας, η συμφωνία προβλέπει μεταξύ άλλων ότι ναι μεν θα τεθούν εκτός δημοσίου αλλά θα συνεχίσουν να μισθοδοτούνται από το κράτος με τη μορφή επιδότησης. Πρόκειται για 10.000 περίπου άτομα τα οποία θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η συμφωνία όμως να τεθούν εκτός δημοσίου εξυπηρετεί την κυβέρνηση. Και αυτό διότι δημιουργεί με την κίνηση αυτή περίπου 10.000 κενές θέσεις στο δημόσιο και να θέσει σε εφαρμογή σύστημα προσλήψεων και μάλιστα μονίμου προσωπικού και μάλιστα σε μια περίοδο που θεωρείται προεκλογική.
Βέβαια για να καταστεί αυτό εφικτό θα πρέπει η συμφωνία να εγκριθεί από την ιεραρχία της Εκκλησίας. Οι αγαθές σχέσεις Τσίπρα- Ιερώνυμου επέτρεψαν να φτάσει ως εδώ και να υπάρξουν οι σχετικές ανακοινώσεις. Κύκλοι του Αρχιεπισκόπου θεωρούν πως παρά τις δυσκολίες θα υπάρξει αποδοχή των προτάσεων από τους ιεράρχες πολύ δε περισσότερο αφού ικανοποιεί το πάγιο αίτημα της αξιοποίησης της περιουσίας που μέχρι σήμερα δεν ήταν εφικτό.
Για το ζήτημα της μισθοδοσίας η αναφορά της συμφωνίας πως «Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου» ενδέχεται να αμβλύνει τις αντιδράσεις.
Όπως και το γεγονός ότι «Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Σε κάθε περίπτωση το... προσύμφωνο (που μένει να εγκριθεί και να γίνει αποδεκτό από την ιεραρχία της Εκκλησίας) δεν αφορά το διαχωρισμό εκκλησίας κράτους και δεν αγγίζει θέματα που κατά καιρούς τίθενται στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης.
Αποτελεί μια οικονομική συμφωνία που μεταφέρει στην Ελλάδα το γερμανικό μοντέλο που αφορά στη σχέση του κράτους με την Εκκλησία. Είναι το μοντέλο για το οποίο ο Αρχιεπίσκοπος δήλωσε τη Δευτέρα πως για τον ίδιο είναι αποδεκτό και ενδεχομένως είναι αυτό για το οποίο ο Αλέξης Τσίπρας έκανε λόγο περί θρησκευτικής ουδετερότητας.
Άλλωστε οι δύο πλευρές δεν συμφώνησαν χθες ούτε οι σχετικές διαπραγματεύσεις έγιναν το τελευταίο διάστημα. Οι σχέσεις των Αλέξη Τσίπρα και Αρχιεπισκόπου είναι όπως έχει από την αρχή διαπιστωθεί καλές με συχνές επαφές.
Εν τούτοις προκύπτουν ερωτήματα που αφορούν το κατά πόσο η συμφωνία που έγινε μεταξύ των δύο δύναται να προχωρήσει έστω και με απόφαση της Ιεράς Συνόδου.
Και αυτό διότι όπως αναφέρει και ο επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Γιάννης Κτιστάκης σε ανάλυσή του στην ηλεκτρονική έκδοση της Καθημερινής για θέματα όπως αυτό θα έπρεπε ο Πρωθυπουργός «να διαβουλευθεί και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο ανήκουν οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών (Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη και νησιά του Β. Αιγαίου), το Άγιο Όρος, τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη». Κάτι που δεν έγινε αφού η συνεννόηση ήταν μεταξύ Αλέξη Τσίπρα και Αρχιεπισκόπου.
Ένα ακόμη ερώτημα είναι πως δίνεται το κονδύλι της μισθοδοσίας στην ηγεσία της Εκκλησίας χωρίς να είναι γνωστό πόσοι είναι οι μισθοδοτούμενοι ιερείς ή τα αμφισβητούμενα ακίνητα της εκκλησίας αφού δεν υπάρχει καταγραφή
Τέλος ο Καθηγητής σημειώνει ότι «η κρατική μισθοδοσία των εφημερίων ποτέ δεν αποτέλεσε αντιστάθμισμα για την παραχώρηση προς το ελληνικό κράτος της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος».