Για την οριστική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αλλά και για τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που συντελούν στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας μίλησε το απόγευμα της Δευτέρας (21/10) ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε εκδήλωση του Υπουργείου Ανάπτυξης με θέμα «Παραγωγικός μετασχηματισμός, ενίσχυση των επενδύσεων και της βιομηχανίας, για ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας σε όλη την Ελλάδα», στην Εθνική Πινακοθήκη.
«Θέλω να επαναλάβω πως η πορεία δεν ήταν προδιαγεγραμμένη αλλά αποτέλεσμα δουλειάς, ώστε η Ελλάδα πια να παρουσιάζεται ως παράδειγμα προς μίμηση, καθώς η ανάπτυξή μας ξεπερνά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.», υπογράμμισε ο Κυρ. Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της ομιλίας του.
Στην εκδήλωση παρουσιάστηκε εκτενώς ο νέος οδικός χάρτης για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και στο πλαίσιο αυτό, ο πρωθυπουργός επισήμανε την «οριστική ανάκαμψη της οικονομίας μας, καθώς δεν συντρέχει κανένας λόγος για τη δεκαετή κρίση που μας ταλαιπώρησε. Μια οικονομία που μειώνει δημόσιο χρέος με ταχείς ρυθμούς, αυξάνονται τα δημόσια έσοδα, ο τραπεζικός κλάδος έχει εξυγιανθεί και όλα αυτά αποτυπώνονται στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας».
Παράλληλα, έδωσε έμφαση «στην πολιτική σταθερότητα που μας επιτρέπει», όπως είπε «να προχωράμε σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις σε αντιδιαστολή με ό,τι γίνεται σε άλλες χώρες, όπως στη Γαλλία».
Ο κ.Μητσοτάκης τόνισε με έμφαση ότι είναι μη αναστρέψιμη, η πορεία ανάκαμψης συνολικά της εθνικής μας οικονομίας, διότι όπως είπε, σήμερα δεν συντρέχει ουσιαστικά κανείς από τους λόγους που οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την υπερδεκαετή κρίση, η οποία τόσο ταλαιπώρησε και πόνεσε την ελληνική κοινωνία.
Συγκεκριμένα, αρχικά στην ομιλία του είπε:
«Η πρώτη παρατήρησή μου αφορά την οριστική και μη αναστρέψιμη πορεία ανάκαμψης συνολικά της εθνικής μας οικονομίας. Πιστεύω ότι σήμερα δεν συντρέχει ουσιαστικά κανείς από τους λόγους που οδήγησαν τη χώρα στην υπερδεκαετή κρίση, η οποία ταλαιπώρησε και πόνεσε την ελληνική κοινωνία. Μια οικονομία η οποία παράγει πια σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα. Μια οικονομία πιά που μπορεί να μειώνει και το πολύ μεγάλο δημόσιο χρέος το οποίο κληρονομήσαμε με τους πιο γρήγορους ρυθμούς στην Ευρώπη.
Μια οικονομία στην οποία τα δημόσια έσοδα αυξάνονται παρά το γεγονός ότι οι φόροι και οι εισφορές μειώνονται. Μια οικονομία στην οποία ο τραπεζικός κλάδος έχει εξυγιανθεί ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στον ουσιαστικό του ρόλο που είναι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Μια οικονομία όπου το εξωτερικό έλλειμμα υποχωρεί και όλα αυτά αποτυπώνονται στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αλλά και στην εμπιστοσύνη ξένων οίκων και αγορών, κάτι που αποτυπώνεται και στην αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού της χώρας και της πορείας των ελληνικών ομολόγων» τόνισε ο πρωθυπουργός.
«Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα συστηματικής δουλειάς πενταετίας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παρουσιάζεται σήμερα στην Ευρώπη ως παράδειγμα προς μίμηση. Μια οικονομία που κατάφερε να πετύχει κάτι το οποίο δεν είναι πολύ εύκολο. Να μπορεί να συνδυάσει από την μία την δημοσιονομική πειθαρχία και επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων με μια δυναμική ανάπτυξη που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο ευρωπαϊκό όρο . Και όλα αυτά σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, με προβλέψιμους εκλογικούς κύκλους και με μια κυβέρνηση που έχει αποδείξει ότι μπορεί να υλοποιεί την πολιτική της με αξιοπιστία» πρόσθεσε.
Αναλυτικά η ομιλία του πρωθυπουργού:
Κύριε Διοικητά της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. τέως Πρωθυπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι στη Βουλή και στην κυβέρνηση,
Ο Υπουργός υπήρξε, νομίζω, πολύ αναλυτικός στην καταγραφή της σημερινής εικόνας και πολύ ουσιαστικός και τεκμηριωμένος περιγράφοντας το πλαίσιο της πολιτικής που θέλουμε να ακολουθήσουμε, ειδικά ως προς την καινοτομία, τη μεταποίηση και την βιομηχανία. Γι’ αυτό και δεν είναι σκοπός μου να επαναλάβω τα όσα παρουσιάστηκαν αναλυτικά από τον Υπουργό.
Θα ήθελα εν τάχει να περιοριστώ σε πέντε ευρύτερες παρατηρήσεις σχετικά με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας, με πρώτη αυτή στην οποία αναφέρθηκε και στην εισαγωγή του ο Υπουργός και δεν είναι άλλη από την οριστική πια, θα έλεγα και μη αναστρέψιμη, πορεία ανάκαμψης συνολικά της εθνικής μας οικονομίας. Διότι πιστεύω ότι πράγματι σήμερα δεν συντρέχει ουσιαστικά κανείς από τους λόγους που οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την υπερδεκαετή κρίση, η οποία τόσο ταλαιπώρησε και πόνεσε την ελληνική κοινωνία.
Μία οικονομία η οποία παράγει πια σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα. Μια οικονομία, πια, η οποία μπορεί και μειώνει το πολύ μεγάλο δημόσιο χρέος, το οποίο κληρονομήσαμε, με τους πιο γρήγορους ρυθμούς στην Ευρώπη. Μία οικονομία στην οποία τα δημόσια έσοδα αυξάνονται, παρά το γεγονός -και θέλω να το τονίσω αυτό- ότι οι φόροι και οι εισφορές μειώνονται. Μία οικονομία στην οποία ο τραπεζικός κλάδος -με τη σημαντική βοήθεια και της Τράπεζας της Ελλάδος- έχει πια εξυγιανθεί, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στον ουσιαστικό του ρόλο, που δεν είναι άλλος από τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Μία οικονομία στην οποία το εξωτερικό έλλειμμα υποχωρεί.
Όλα αυτά, προφανώς, αποτυπώνονται στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αλλά και στην εμπιστοσύνη με την οποία περιβάλλουν την ελληνική οικονομία ξένοι οίκοι, οι αγορές. Κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στην αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού της χώρας και στην πορεία, φυσικά, των ελληνικών ομολόγων.
Θέλω να επαναλάβω εδώ κάτι το οποίο έχω πει πολλές φορές, ότι αυτή η πορεία δεν ήταν καθόλου νομοτελειακά προδιαγεγραμμένη. Ήταν αποτέλεσμα μιας πολύ συστηματικής δουλειάς, πενταετίας, η οποία μπορεί σήμερα να μας οδηγεί στην ευχάριστη θέση η Ελλάδα να παρουσιάζεται πια συνολικά στην Ευρώπη ως ένα παράδειγμα προς μίμηση.
Μια οικονομία η οποία κατάφερε να πετύχει κάτι το οποίο δεν είναι πολύ εύκολο: να μπορεί να συνδυάσει, από τη μία, δημοσιονομική πειθαρχία και επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, με μία δυναμική ανάπτυξη η οποία ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Και όλα αυτά να μπορούν να γίνουν σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, με προβλέψιμους εκλογικούς κύκλους, με μία πολιτική η οποία περιγράφεται στην αρχή της τετραετίας και με μία κυβέρνηση η οποία έχει αποδείξει ότι έχει τη δυνατότητα αυτή την πολιτική να την υλοποιεί με αξιοπιστία.
Επιτρέψτε μου εδώ μια σύντομη αναφορά σε ένα δεδομένο το οποίο το θεωρούμε λίγο-πολύ αυτονόητο, πλην όμως μόνο η έλλειψή του θα μπορούσε να μας δείξει πόσο σημαντικό είναι για την επίτευξη όλων αυτών των στόχων. Αναφέρομαι στην πολιτική σταθερότητα και την ασφαλή κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία μας επιτρέπει να υλοποιούμε αυτές τις πολιτικές σε βάθος χρόνου.
Αρκεί να δείτε την κατάσταση που επικρατεί σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ισχυρές οικονομίες, οι οποίες ταλανίζονται σήμερα από εσωτερικά πολιτικά προβλήματα, που τις οδηγούν σε πολιτικές οι οποίες δεν διακρίνονται πάντα από την απαραίτητη συνέπεια, συνέχεια και σταθερότητα. Με αποτέλεσμα μεγάλες και ισχυρές χώρες, όπως η Γαλλία, να αναγκάζονται αυτή τη στιγμή να υλοποιούν πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής ιδιαίτερα επώδυνες, διότι διαπίστωσαν ξαφνικά ότι η πολιτική τους οδήγησε σε δημοσιονομικές καταστάσεις, οι οποίες δεν μπορούσαν να γίνουν ανεκτές ούτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά ούτε και από τις αγορές.
Το δεύτερο σχόλιό μου αφορά την ίδια τη φύση της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι αλήθεια ότι, αν δει κανείς την διάρθρωση της οικονομίας μας, η κατανάλωση εξακολουθεί και παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην διάρθρωση του ελληνικού ΑΕΠ.
Όμως, αυτή η σχέση αλλάζει. Και αλλάζει με ταχύτητα, μέσα από την αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών. Και δεν πρέπει να αμελούμε ότι οι εξαγωγές μας, προϊόντων και υπηρεσιών, έχουν φτάσει στο 50% του ΑΕΠ, μια πορεία η οποία δεν ήταν καθόλου αναμενόμενη πριν από κάποια χρόνια από τώρα. Και την ίδια τάση, θετική τάση, ακολουθούν και οι επενδύσεις, οι οποίες αυξήθηκαν σημαντικά την τελευταία πενταετία, όταν αντίστοιχα στην Ευρώπη ήταν περίπου σταθερές.
Και βέβαια, εδώ αξίζει να τονίσουμε -και νομίζω ότι η παρουσίαση του Υπουργού ήταν κρίσιμη ως προς αυτό- ότι η ελληνική οικονομία είναι πια μια οικονομία η οποία δείχνει και δυναμισμό αλλά έχει, θα έλεγα, σπάσει και την εξάρτηση την οποία είχε στο παρελθόν από συγκεκριμένους κλάδους. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στον τουρισμό.
Ακούω συχνά, μου το λένε μερικές φορές και στο εξωτερικό άνθρωποι που δεν γνωρίζουν καλά τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας: «μα, είστε πολύ εξαρτημένοι από τον τουρισμό».
H απάντησή μου είναι ότι ο τουρισμός είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός κλάδος για την ελληνική οικονομία, αποτελεί μεγάλη πηγή εθνικού πλούτου. Όμως, η χώρα μας είναι μία από τις λίγες χώρες όπου αυξάνεται η συμμετοχή της μεταποίησης και της βιομηχανίας στο ΑΕΠ. Και θα έλεγα ότι μάλλον έχουμε διανύσει περίπου το μισό της χαμένης απόστασης την οποία, θα έλεγα, αναγκαζόμαστε να καλύψουμε μετά την κρίση ως προς την βελτίωση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Έχουμε κάνει μια σημαντική πρόοδο, και στη μεταποίηση και στις επενδύσεις, αλλά πρέπει ακόμα να τρέξουμε πιο γρήγορα. Και ακριβώς αυτή τη στρατηγική υπηρετεί και η πολιτική την οποία παρουσίασε, και οι πρωτοβουλίες τις οποίες παρουσίασε, ο κ. Υπουργός.
Ξέρετε, υπάρχουν πολλές ιστορίες, μικρές ιστορίες, σχετικά άγνωστες, μεγάλης επιτυχίας της ελληνικής βιομηχανίας και της ελληνικής μεταποίησης, οι οποίες δεν είναι ευρύτερα γνωστές.
Να αναφέρω ενδεικτικά τον κλάδο των φαρμάκων. Παράγουμε σχεδόν τα μισά ογκολογικά φάρμακα της Ευρώπης, το 25% των σκευασμάτων πενικιλίνης, ένα σημαντικό ποσοστό των καρδιομεταβολικών ουσιών, έχοντας μία δυναμική εγχώρια φαρμακοβιομηχανία, η οποία δεν καλύπτει απλά τις ανάγκες της Ελλάδος αλλά ένα σημαντικό κομμάτι των αναγκών της Ευρώπης. Σκεφτείτε πόσο σημαντικό είναι αυτό μετά τον Covid, σε μία εποχή που η Ευρώπη συζητά για στρατηγική αυτονομία.
Πόσοι ξέρουν ότι στην πατρίδα μας έχουμε τη μοναδική -εξ όσων γνωρίζω- ευρωπαϊκή επιχείρηση εξόρυξης βωξίτη, ότι είμαστε πρωταγωνιστές στην παραγωγή αλουμινίου και αλουμίνας, ότι είμαστε ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός χαλκοσωλήνων στην Ευρώπη, ότι είμαστε δεύτεροι σε εξαγωγές προϊόντων μαρμάρου. Ότι σε πολλούς καινοτόμους τομείς μικρές εταιρείες, οι οποίες μάλιστα δεν βρίσκονται κατά ανάγκη όλες στην ελληνική περιφέρεια, έχουν καταφέρει και πρωταγωνιστούν σε εξαγωγές και ανταγωνίζονται ευθέως πολύ μεγαλύτερους ευρωπαίους και παγκόσμιους παίκτες, από τα κεραμικά μέχρι τα ασανσέρ.
Πόσοι, μάλιστα, γνωρίζουν σήμερα ότι είμαστε πρώτοι στην Ευρώπη ακόμα στην παραγωγή βαμβακιού -το πού πηγαίνει αυτό το βαμβάκι και τελικά αν μπορούμε να το επεξεργαστούμε και να το κατευθύνουμε σε προϊόντα προστιθέμενης αξίας, ευρωπαϊκά, είναι ένα άλλο ζήτημα. Ότι εξακολουθούμε και έχουμε έναν εξαιρετικά δυναμικό κλάδο τροφίμων, επεξεργασμένων τροφίμων, ότι γίνονται πάρα πολύ σημαντικά βήματα στον αγροδιατροφικό τομέα, με επενδύσεις οι οποίες συνδυάζουν το μέγεθος με την καινοτομία.
Όλες αυτές είναι λίγες από τις ιστορίες επιτυχίας της ελληνικής βιομηχανίας, της ελληνικής μεταποίησης, οι οποίες νομίζω ότι αξίζει να αναφέρονται, γιατί σπάνε αυτή την άποψη ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα που δεν παράγει τίποτα και ουσιαστικά είναι μόνο εξαρτημένη από τον τουρισμό. Είναι μία λάθος άποψη, η οποία δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία, που καταδεικνύουν ότι η χώρα μας μπορεί να είναι ανταγωνιστική και στην μεταποίηση και στη βιομηχανία.
Η επόμενη παρατήρησή μου έχει να κάνει με την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα και συνολικά με τον ανταγωνισμό, όπου συνολικά πάλι τρέχουμε για να καλύψουμε το πολύτιμο έδαφος και τον χρόνο τον οποίο χάσαμε επί μία δεκαετία.
Άμα δει κανείς -γνωρίζει καλά και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος- τα στοιχεία της παραγωγικότητας, ειδικά στη βιομηχανία, αυτή έχει αυξηθεί σημαντικά, σε σχέση πάντα με τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς. Το ψηφιακό χάσμα, οι αποστάσεις που είχαμε στην έρευνα και στην καινοτομία καλύπτονται, ενώ και οι συνθήκες του ανταγωνισμού παραμένουν ένα διαρκές στοίχημα.
Προσέξτε, είναι εύκολο για κάποιους να παρατηρούν ότι η αγοραστική δύναμη στον τόπο μας παραμένει ακόμα χαμηλή, αφού προηγήθηκε μια χρεοκοπία και μια πρωτοφανής κρίση η οποία διήρκεσε παραπάνω από δέκα χρόνια.
Αλλά είναι μεγάλο λάθος να μην βλέπουν κάποιοι ότι βελτιωνόμαστε και ως προς την αγοραστική δύναμη, την πραγματική κατανάλωση, έχοντας φτάσει πλέον στο 79% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά και ότι η χώρα μας κινείται με μεγάλη ταχύτητα για να μπορέσει να πετύχει αυτή τη σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, η οποία αποτελεί το κεντρικό ζητούμενο της χώρας και τον βασικό στόχο της δεύτερης κυβερνητικής τετραετίας.
Και, μάλιστα, μου κάνει εντύπωση πώς ορισμένοι επιμένουν, στις συγκρίσεις τις οποίες κάνουν ως προς τα οικονομικά στοιχεία, να εξακολουθούν να θέτουν ως έτος σύγκρισης το 2010 και να λένε: «πότε θα επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν το 2010;». Χωρίς να θυμούνται ότι αυτή η ευημερία την οποία ζούσαμε πριν ακριβώς τη χρεοκοπία ήταν μια επίπλαστη ευημερία, ήταν μια ευημερία η οποία στηριζόταν πρωτίστως σε δανεικά και η οποία τελικά οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία.
Η απάντηση, λοιπόν, είναι: δεν θα γυρίσουμε ποτέ στο 2010, ως προς τη διάρθρωση της οικονομίας και τη δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία πρέπει να αποτελεί πια τον «μπούσουλα» της κυβερνητικής πολιτικής και στόχο ο οποίος δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από καμία κυβέρνηση.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πώς θα προσεγγίζουμε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, με μία διαφορετική διάρθρωση, όμως, της οικονομίας μας και χωρίς να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος.
Βέβαια, έχουμε μία οικονομία η οποία αναπτύσσεται πολύ πιο γρήγορα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και ενδεχομένως αυτό να εξηγεί σε έναν βαθμό -να μην είναι η μόνη εξήγηση- γιατί και ο πληθωρισμός μας εξακολουθεί να είναι ολίγον υψηλότερος ακόμα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και εκεί, όμως, έχουν γίνει σημαντικά βήματα αποκλιμάκωσης.
Μάλιστα, μόλις χθες ανακοινώθηκε ότι οι τιμές σε 120 προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης θα μειωθούν από 6% έως 15%, ακολουθώντας τη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η οποία προφανώς αντανακλάται και στους συντελεστές κόστους των επιχειρήσεων.
Είναι και μια πρωτοβουλία η οποία σταδιακά θα αφορά πολύ περισσότερους κωδικούς, αλλά και μια πρωτοβουλία που αποδεικνύει ότι θεσμικά μέτρα ενίσχυσης του ανταγωνισμού, αλλά και έλεγχοι, μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε μια πιο υγιή διάρθρωση της αγοράς και σε καλύτερες τιμές για τους καταναλωτές.
Τέλος, να μην ξεχνάμε και τη γενικότερη κατεύθυνση της πολιτικής μας. Είναι μια κατεύθυνση η οποία είναι και αναπτυξιακή, αλλά είναι ταυτόχρονα και κοινωνική. Δεν μπορεί να υπάρχει οικονομική πρόοδος χωρίς κοινωνική συνοχή, ούτε συλλογική ακμή χωρίς ατομική προκοπή. Και βέβαια, αυτή η κοινωνική συνοχή έχει να κάνει και με την περιφερειακή σύγκλιση.
Έχουμε πει πολλές φορές ότι στόχος μας δεν αποτελεί απλά η σύγκλιση με την Ευρώπη ως προς τα συνολικά στατιστικά στοιχεία και τους δείκτες της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η ενδοπεριφερειακή σύγκλιση, έτσι ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε περιφερειακές ανισότητες, αλλά και ενδοπεριφερειακές ανισότητες.
Για παράδειγμα, είχαμε βρεθεί πριν από δύο εβδομάδες στον Έβρο, όπου μιλήσαμε για τις ενδοπεριφερειακές ανισότητες του Έβρου, η Αλεξανδρούπολη είναι μια πόλη που αλλάζει και ακμάζει αλλά ο βόρειος Έβρος έχει μείνει πίσω σε σχέση με την αναπτυξιακή δυναμική της πρωτεύουσας της Περιφερειακής Ενότητας του Έβρου.
Και ότι αυτές οι ανισότητες πρέπει να γεφυρώνονται μέσα από στοχευμένες πολιτικές στις οποίες θέλουμε και συμμάχους τους Περιφερειάρχες μας. Γι’ αυτό και σε κάθε Περιφέρεια της χώρας, μέσα από μια διαδικασία διαβούλευσης με την τοπική κοινωνία, θα εντοπίζουμε εκείνες τις παρεμβάσεις που θα μας επιτρέψουν, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, η ανάπτυξη να είναι όσο το δυνατόν πιο ισόρροπη.
Και να μην βρεθούμε στην Ελλάδα στη θέση που έχουν βρεθεί άλλες χώρες όπου έχουμε πόλεις, αστικά κέντρα τα οποία ακμάζουν, και μια περιφέρεια η οποία ερημώνει. Αυτή είναι μια μεγάλη πρόκληση την οποία πρέπει να διαχειριστούμε και θα τη διαχειριστούμε σε συνδυασμό και σε συνεννόηση με την Τοπική Αυτοδιοίκηση Α’ αλλά κυρίως Β’ βαθμού.
Στον πυρήνα, όμως, της πολιτικής μας πρέπει πάντα να μπορούν να είναι η διατήρηση υψηλών, ποιοτικών ρυθμών ανάπτυξης, η δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας. Νομίζω ότι σε αυτόν τον στόχο έχουμε να επιδείξουμε ένα πολύ αξιόλογο έργο. Θέλω να θυμίσω πού ήταν η ανεργία όταν ήρθαμε στα πράγματα το 2019, πού είναι σήμερα και ποιες είναι οι πραγματικές πιέσεις στην αγορά εργασίας που μας υποχρεώνουν, μαζί και με τους κοινωνικούς εταίρους, να σκεφτούμε πολιτικές οι οποίες έχουν να κάνουν με την κατάρτιση, την είσοδο στο εργατικό δυναμικό περισσότερων γυναικών, περισσότερων νέων.
Διότι δεν θα μπορέσουμε να στηρίξουμε αυτή την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας εάν δεν μπορέσουμε να λύσουμε το ζήτημα του εργατικού δυναμικού και εάν δεν μπορέσουμε να επενδύσουμε συστηματικά στην καινοτομία, στην τεχνολογία και στη βελτίωση της παραγωγικότητας. Αυτό είναι και το μήνυμα της έκθεσης Draghi για την Ευρώπη. Όσο ισχύει για την Ευρώπη, άλλο τόσο ισχύει και συγκεκριμένα για την πατρίδα μας.
Αυτές είναι οι μεγάλες προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής, ένα, θα έλεγα, υποσύνολο των οποίων αντιμετωπίζεται μέσα από τις παρεμβάσεις για τις οποίες μας μίλησε σήμερα ο Υπουργός σχετικά με τη βιομηχανία και με τη μεταποίηση.
Να κλείσω με την παρατήρηση ότι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας αλλάζει. Αλλάζει προς την κατεύθυνση την οποία θέλουμε. Όμως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε μπροστά μας, ότι κανείς δεν μένει ακίνητος, ότι και οι χώρες τις οποίες ανταγωνιζόμαστε κάνουν και αυτές τις δικές τους παρεμβάσεις. Αλλά σε αυτόν τον διαρκή συγκριτικό αγώνα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι πρέπει να τρέξουμε πιο γρήγορα, γιατί πολύ απλά έχουμε πολύ περισσότερο χαμένο έδαφος να καλύψουμε.
Έχουμε πλήρη αίσθηση ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, ότι κάθε μέρα μετράει και ότι αυτή η προσπάθεια αλλαγής ενός μοντέλου μιας οικονομίας που είχε επαναπαυθεί σε κακές συνήθειες του παρελθόντος, οι οποίες σε καμία περίπτωση σήμερα δεν μπορούν να επαναληφθούν, χρειάζεται πολύ κόπο, πολλή προσπάθεια, πολλή συνεννόηση με τους παραγωγικούς φορείς, μεγάλη συμμετοχή της ιδιωτικής οικονομίας και των επενδυτών.
Διότι, μη χανόμαστε, όσα κίνητρα και αν μπορέσουμε να δώσουμε εμείς ως κράτος, αν τελικά ο ίδιος ο επενδυτής δεν πιστεύει ότι η χώρα προσφέρει ένα σταθερό και προβλέψιμο περιβάλλον, το οποίο μπορεί να προσδώσει στην επένδυσή του την υπεραξία που θέλει, δεν θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε αυτή τη δυναμική.
Το έχουμε πια αποκτήσει αυτό το περιβάλλον και μαζί με τον ιδιωτικό τομέα θα μπορέσουμε να δρομολογήσουμε μία αναπτυξιακή πολιτική με θεμέλια ισχυρά, που θα μας επιτρέψει να αντέξουμε στο μέλλον και τις όποιες αντιξοότητες προκύψουν.
Σας ευχαριστώ πολύ.»
Δείτε το βίντεο από την εκδήλωση
Τ. Θεοδωρικάκος: Νέο παραγωγικό μοντέλο, βιώσιμη ανάπτυξη για όλους, σε όλη την Ελλάδα
Από την πλευρά του, ο υπουργός Ανάπτυξης, Τάκης Θεοδωρικάκος παρουσίασε τα χρηματοδοτικά εργαλεία και κίνητρα για εμβληματικές, στρατηγικές και μεγάλες επενδύσεις, που θα έχουν ως αποτέλεσμα να διοχετευθεί στην αγορά ποσό άνω 3 δισ. ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια.
Όπως εξήγησε, για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής το υπουργείο Ανάπτυξης θα χρησιμοποιήσει τα χρηματοδοτικά εργαλεία που έχει «με απόλυτο σεβασμό στις δημοσιονομικές υποχρεώσεις της χώρας».
Το βάρος πέφτει στις μεγάλες επενδύσεις, στις παραμεθόριες περιοχές, σε όλο το βόρειο τόξο της Μακεδονίας και της Θράκης, αλλά και στη Θεσσαλία.
Εξήγησε επίσης πως η κυβέρνηση θέλει να αναπτύξει την στρατηγική της σε τρεις πυλώνες.
«Στοίχημά μας είναι να μετατρέψουμε αυτή τη δεκαετία στην περίοδο του επιτυχημένου παραγωγικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας με ισχυροποίηση της βιομηχανίας και αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων. Συνεπώς, ο στόχος που υπηρετούμε είναι ανάπτυξη για όλους, παραγωγική ανάπτυξη παντού, βιώσιμη και διατηρήσιμη με επενδύσεις, διευκόλυνση και στήριξη της επιχειρηματικότητας και συνεχή προσαρμογή στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση».
Αυτό υπογράμμισε ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος μιλώντας στην εκδήλωση με θεμα «Παραγωγικός μετασχηματισμός, ενίσχυση επενδύσεων και βιομηχανίας, για ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας σε όλη την Ελλάδα», στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, όπου παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, παρουσιάστηκε στους παραγωγικούς φορείς της χώρας το σχέδιο, τα μέτρα και οι πολιτικές που μπορούν να οδηγήσουν στο νέο παραγωγικό μοντέλο.
Ο υπουργός υπογράμμισε ότι ο παραγωγικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας, ουσιαστικά είναι η βασική προϋπόθεση για να πετύχουμε τον διπλό στόχο που έχει περιγράψει ο πρωθυπουργός για αυτή την 4ετία. Δηλαδή τη σύγκλιση των εισοδημάτων και του επιπέδου ζωής των Ελλήνων με τον μέσο όρο των Ευρωπαίων πολιτών και ταυτόχρονα τη μείωση στο εσωτερικό των περιφερειακών, των ενδοπεριφερειακών και των κοινωνικών ανισοτήτων.
«Ο παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας», συνέχισε ο υπουργός, «αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας και κάθε περιφέρειας ξεχωριστά, συμβάλλοντας στην ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη. Κάθε περιφέρεια πρέπει να έχει το δικό της σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση, γιατί προφανώς διαφέρουν οι ανάγκες, αλλά και το είδος των δυνατοτήτων στην Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες από τη Θεσσαλία, τη Θράκη, την Πελοπόννησο και τη Μακεδονία. Και είναι κοινή αγωνία αλλά και κοινή προσδοκία όλων μας να αναγεννήσουμε τα χωριά και τις πόλεις της υπαίθρου, ιδιαίτερα των παραμεθόριων περιοχών. Να κρατήσουμε τους νέους στον τόπο τους, με δουλειές που θα τους δίνουν τη χαρά και την περηφάνια της εργασίας και της επιτυχίας τους.
Είναι μία εθνική αναγκαιότητα την οποία έρχεται να υπηρετήσει αυτή η κυβέρνηση με ακόμη πιο επιταχυνόμενους ρυθμούς στο δεύτερο μισό της δεκαετίας που διανύουμε. Και έρχεται βέβαια να συσχετιστεί με τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ και τις επενδύσεις στη βιομηχανία και την τεχνολογία».
Αν δεν το πετύχουμε αυτό, τόνισε ο κ. Θεοδωρικάκος, «μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση στο μέλλον η ανθεκτικότητα της ανάπτυξής μας».
O σχεδιασμός, σύμφωνα με όσα είπε ο υπουργός, προβλέπει μεταξύ άλλων 3 δισ. ευρώ χρηματοδοτικά εργαλεία και κίνητρα για εμβληματικές, στρατηγικές και μεγάλες επενδύσεις, καθώς και 300 εκατ. ευρώ σε κίνητρα για την έρευνα και την καινοτομία και 350 εκατ. ευρώ για την αναβάθμιση των ερευνητικών και τεχνολογικών ινστιτούτων. Μάλιστα για την αποτελεσματική εφαρμογή του σχεδίου τίθεται σε λειτουργία η Κυβερνητική Επιτροπή για τη βιομηχανία και δράσεις για την μείωση εντός της διετίας κατά τουλάχιστον 25% του διοικητικού βάρους για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις με κατάργηση 15 γραφειοκρατικών διαδικασιών. Επίσης πρόγραμμα έργων logistics για την αναβάθμιση της Ελλάδας στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.
Με βάση τον σχεδιασμό που έχει γίνει και στο πλαίσιο του υφιστάμενου αναπτυξιακού νόμου εντάσσονται επενδυτικές προτάσεις στον τουρισμό που χρηματοδοτούνται με 300 εκατ. ευρώ, με εγγυημένη χρηματοδοτική ροή, ενώ υλοποιείται πρόγραμμα αναβάθμισης υποδομών σε 20 βιομηχανικά πάρκα με 90 εκατ. ευρώ και χρηματοδοτείται με 33 εκατ. ευρώ η ανάπτυξη του Τεχνολογικού Πάρκου 4ης Γενιάς "ThessINTEC" στη Θεσσαλονίκη και με 13,2 εκατ. ευρώ ο ΔΕΔΔΗΕ, ώστε να πραγματοποιήσει επενδύσεις για την ενίσχυση των ενεργειακών υποσταθμών και την αποθήκευση ενέργειας σε εννέα πάρκα.
Παράλληλα στην κατεύθυνση της δημιουργίας Βιώσιμων Εμπορευματικών Κέντρων και της ενίσχυσης της εφοδιαστικής αλυσίδας, μέσω της Εθνικής Στρατηγικής Logistics, προχωρά η δημιουργία δύο νέων logistics centers, στο Θριάσιο και στη Θεσσαλονίκη (πρώην στρατοπέδου Γκόνου), ενώ εξετάζονται και άλλες περιοχές σε όλη την χώρα όπως οι χώροι των λιμανιών σε Αλεξανδρούπολη, Βόλο, Πάτρα, Κόρινθο, Ηγουμενίτσα αλλά και οι Σέρρες.
Αναφορικά με τις μεγάλες στρατηγικές επενδύσεις αναπτύσσονται ήδη χρηματοδοτικά εργαλεία και κίνητρα που θα έχουν ως αποτέλεσμα να διοχετευθεί στην αγορά ποσό άνω 3 δισ. ευρώ.
Ο οδικός χάρτης για τα επόμενα δυόμιση χρόνια περιλαμβάνει την διατήρηση του θεσμού των εμβληματικών επενδύσεων και μετά την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF), καθώς αποδείχτηκε ότι μπορούν να γίνουν πράξη σπουδαίες επενδύσεις που αφορούν στην ασφάλεια των αεροπορικών μεταφορών, την αυτάρκεια της χώρας σε υλικά όπως το χαρτί, την παραγωγή χρήσιμων προϊόντων όπως το οινόπνευμα και την πολύ σημαντική συμβολή στην αμυντική βιομηχανία. Μέσω της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικών Επενδύσεων θα δίνεται απόλυτη προτεραιότητα στο καθεστώς των μεγάλων επενδύσεων, που θα είναι καινοτόμες , θα χρησιμοποιούν σύγχρονη τεχνολογία και θα υλοποιούνται με χαμηλό ενεργειακό αποτύπωμα. Συγκεκριμένα θα δοθούν 150 εκατ. ευρώ σε φοροαπαλλαγές για το καθεστώς των μεγάλων επενδύσεων άνω των 10 εκατ. ευρώ. Επίσης για τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης των μεγάλων επενδύσεων δημιουργείται σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων Ταμείο Εγγυοδοσίας 300 εκατ. ευρώ που θα οδηγήσει στη μόχλευση 1,5 δισ. ευρώ. Ήδη υλοποιούνται 61 στρατηγικές επενδύσεις, ύψους 12,5 δισ. ευρώ.
Οι 11 στάσεις στον οδικό χάρτη με τον οποίο θα διοχετευθούν στην αγορά περισσότερα από 3 δισ. ευρώ
Σύμφωνα με όσα είπε ο υπουργός θα διοχετευθούν στην αγορά περισσότερα από 3 δισ. ευρώ με τα χρηματοδοτικά εργαλεία και τα κίνητρα για εμβληματικές, στρατηγικές και μεγάλες επενδύσεις.
Ο οδικός χάρτης για τα επόμενα τρία χρόνια διαμορφώνεται ως εξής:
- Στο πλαίσιο του υφιστάμενου αναπτυξιακού νόμου του 2022 και των καθεστώτων που έχουν προκηρυχθεί χρηματοδοτούνται με 1 δις ευρώ ευρώ επενδυτικές προτάσεις στον τουρισμό, τη μεταποίηση, την αγροδιατροφή και τη γενική επιχειρηματικότητα.
- Υλοποιείται πρόγραμμα αναβάθμισης υποδομών σε 20 βιομηχανικά πάρκα με 90 εκατ. ευρώ, τα 45 είναι από το υπουργείο Ανάπτυξης και το πρόγραμμά του στο RRF.
- Ενισχύονται με 170 εκατ. ευρώ από το RRF εμβληματικές επενδύσεις.
- Προκηρύσσεται καθεστώς μεγάλων επενδύσεων 150 εκατ. ευρώ σε φοροαπαλλαγές για το καθεστώς των μεγάλων επενδύσεων άνω των 10 εκατ. ευρώ.
- Προωθείται ειδικό Καθεστώς Γενικής Επιχειρηματικότητας Παραμεθόριων περιοχών και Θεσσαλίας ύψους 150 εκατ. ευρώ για επενδύσεις που θα αναπτυχθούν στις παραμεθόριες περιοχές ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ.
- Διατίθενται επιπλέον, 150 εκατ. ευρώ για προκήρυξη καθεστώτος μεταποίησης: 75 εκατ. ευρώ για ενίσχυση και 75 εκατ. ευρώ ως φορολογική απαλλαγή.
- Δημιουργείται σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων Ταμείο Εγγυοδοσίας 300 εκατ. ευρώ που θα οδηγήσει στη μόχλευση 1,5 δισ. Με πολύ καλούς όρους δανεισμού, εγγύηση του ελληνικού κράτους, χωρίς επιβάρυνση για το έλλειμμα και το χρέος.
- Λειτουργεί από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (HDB) το Ταμείο Εγγυοδοσίας Development Law Financial Instrument Guarantee Fund (DeLFI GF) ύψους 500 εκ. ευρώ.
- Συνεχίζεται η στήριξη της φαρμακοβιομηχανίας με 200 εκατ. ευρώ, μέσω του λεγόμενου επενδυτικού clowback.
- Βρίσκεται σε εξέλιξη το πρόγραμμα των 102 εκατ. ευρώ του Υπουργείου Ανάπτυξης για τη ψηφιακή μετάβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
- Επένδυση άνω των 300 εκατ. ευρώ σε κίνητρα για την έρευνα και την καινοτομία και ακόμη 350 εκατ. ευρώ για την αναβάθμιση των υποδομών των ερευνητικών και τεχνολογικών ινστιτούτων, από τα οποία τα 212 είναι από το RRF.