Κυρ. Μητσοτάκης: Ελλάδα και ΗΠΑ έχουν μία εξαιρετική σχέση, η οποία δεν ήταν ποτέ καλύτερη στο παρελθόν
Eurokinissi
Eurokinissi

Κυρ. Μητσοτάκης: Ελλάδα και ΗΠΑ έχουν μία εξαιρετική σχέση, η οποία δεν ήταν ποτέ καλύτερη στο παρελθόν

Η εκλογή Τραμπ και το πώς θα επηρεαστούν οι ευρωατλαντικές σχέσεις ήταν ένα από τα θέματα που κυριάρχησαν στη συζήτηση που είχε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης  με τον Ενρίκο Λέτα, στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στο ξενοδοχείο «Divani Apollon Palace» στη Βουλιαγμένη.

«Η εκλογή Τραμπ αποτελεί το τελευταίο έναυσμα για την Ευρώπη, ώστε να περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις, όχι σε πνεύμα αντίθεσης με τις ΗΠΑ, καθώς έχουμε πολύ στενές σχέσεις και αυτές θα διατηρηθούν, αλλά για να αναζητήσουμε αμοιβαία επωφελείς λύσεις» σημείωσε ο πρωθυπουργός.

Παράλληλα, μίλησαν για την Ακροδεξιά στην Ευρώπη, την πράσινη μετάβαση και το θέμα της ασφάλειας και της άμυνας.

Για τις δηλώσεις Τραμπ στην ορκωμοσία, είπε ο κ. Μητσοτάκης: Κατ' αρχάς, χαίρομαι που βρίσκομαι πάλι με τον κ. Λέτα και τον συγχαίρω για την έκθεσή του. «Θα μιλήσουμε επ αυτής λίγο αργότερα, διότι πιστεύω ότι είναι μια πολύ σημαντική συνεισφορά στη συζήτησή μας σχετικά με την μεγαλύτερη και περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» είπε.

Η εκλογή Τραμπ αποτελεί το τελευταίο έναυσμα για την Ευρώπη, ώστε να περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις, όχι σε πνεύμα αντίθεσης με τις ΗΠΑ, καθώς έχουμε πολύ στενές σχέσεις και αυτές θα διατηρηθούν, αλλά για να αναζητήσουμε αμοιβαία επωφελείς λύσεις» σημείωσε ο πρωθυπουργός.

Στη συνέχεια, μίλησε για μια «πολύ ωραία σύμπτωση», δεδομένου ότι όπως είπε «αυτό το event λαμβάνει χώρα μια μέρα μετά την αλλαγή στις ΗΠΑ (…)». Είναι σημαντικό να κάνουμε διαχωρισμό μεταξύ του τι λέγεται προεκλογικά και τι θα γίνει τελικά με την Ευρώπη. Πρέπει να πούμε ότι και το 2016 ο κ. Τραμπ είχε πει τα ίδια και ελπίζω πως δεν θα γίνουν πράξη. Είναι όμως ένα “καμπανάκι” για τις ευρωατλαντικές σχέσεις.

Είναι πάρα πολύ σημαντικό να αφήσουμε τη σκόνη να καταλαγιάσει και να γίνει μια διάκριση μεταξύ αυτού που φαίνεται, να είναι ακόμη μια επανάληψη κάποιων διατυπώσεων σε προεκλογικό επίπεδο, και να δούμε ποια θα είναι ακριβώς η πολιτική των ΗΠΑ σε σχέση με την Ευρώπη.

Η Ευρώπη προσεγγίζει αυτή τη νέα πραγματικότητα. Πιστεύω ότι γνωρίζει περισσότερο και είναι πιο πολύ ώριμη (…) Πρέπει να κάνουμε πολλά περισσότερα και πρέπει να είμαστε πιο έξυπνοι σε σχέση με το πώς προστατεύουμε την δική μας Ευρωπαϊκή ήπειρο και τη δική μας ασφάλεια (…).

Σε άλλο σημείο της συζήτησης, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε:

«Βλέπουμε αυξανόμενο ενδιαφέρον από αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας να επενδύσουν στην Ελλάδα και φυσικά παραδοσιακά έχουμε πολιτισμικούς και πολιτιστικούς δεσμούς που φυσικά βλέπουμε ότι αμερικανικά ιδρύματα θέλουν να συνεργαστούν με τα δικά μας πανεπιστήμια».

Στην άμυνα πρέπει ξεκάθαρα η Ευρώπη να κάνει πιο πολλά και στη Σύνοδο τις 3 Φεβρουαρίου θα είναι το κυρίαρχο θέμα. Δεν χρειάζεται να συγκρουστούμε με τις ΗΠΑ, έχουμε παραδοσιακούς δεσμούς, όμως πρέπει να βρούμε win - win λύσεις».

«Ελλάδα και ΗΠΑ έχουν μία εξαιρετική σχέση, η οποία δεν ήταν ποτέ καλύτερη στο παρελθόν. Έχουμε μία 5ετή αμυντική συνεργασία, αλλά η σχέση μας εκτείνεται πολύ πέραν της άμυνας, στις τεχνολογίες αιχμής, την Παιδεία και τον Πολιτισμό. Έχουμε μία πολύ ισχυρή σχέση και δυνατούς δεσμούς και στα δύο κόμματα στην Ουάσιγκτον. Δεν αναμένω αλλαγές στη διμερή μας σχέση, ωστόσο αντιμετωπίζουμε αυτή τη σχέση, όχι μέσω της διμερούς διάστασης, αλλά οφείλουμε να βρούμε ενιαία προσέγγιση ως Ευρωπαίοι έναντι της νέας αμερικανικής κυβέρνησης». 

Για ΝΑΤΟ, άμυνα και αύξηση του ΑΕΠ: ΗΠΑ και Ελλάδα έχουν εξαιρετικές σχέσεις που έχουν ενδυναμωθεί τα τελευταία πέντε χρόνια, σε όλους τομείς. Είναι μια δυνατή και σταθερή σχέση και πρόσφατα είχα την τιμή να μιλήσω και στο Κογκρέσο. Δεν περιμένω κάποια αλλαγή στις διμερείς μας σχέσεις. 

Σε ό,τι αφορά στο μερίδιο των Ευρωπαίων ως προς τις δαπάνες στην Άμυνα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε ότι «έχει δίκιο ο Τραμπ όταν παρότρυνε τους Ευρωπαίους εταίρους να αναλάβουν περισσότερες ευθύνες ως προς τις δαπάνες στην άμυνα. Θεωρώ ότι θα συμφωνήσουμε σε περισσότερο ποσοστό επί του ΑΕΠ σε ό,τι αφορά στις αμυντικές δαπάνες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, δεν ξέρω πόσο θα είναι, αλλά θεωρώ πως δεν θα είναι στο 5%. Είναι σαφές ότι θα χρειαστεί να δαπανήσουμε περισσότερα χρήματα σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θα πρέπει να έχουμε περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για τις επενδύσεις στην άμυνα, αλλά επίσης χρειαζόμαστε περισσότερα ευρωπαϊκά χρήματα για την άμυνα. Το κατορθώσαμε εν μέσω πανδημίας με το Ταμείο Ανάκαμψης, είμαστε σε κρίσιμο γεωπολιτικό σταυροδρόμι και νομίζω ότι αυτή η συζήτηση θα ξεκινήσει συντεταγμένα στην άτυπη Σύνοδο της ΕΕ στις 3 Φεβρουαρίου».

Για την άνοδο της Ακροδεξιά και τα «μόνο δύο φύλα» που είπε ο Τραμπ: Πιστεύω ότι υπάρχουν δύο φύλα και εγώ αυτό πιστεύω, βάσει βιολογίας. Όμως, υπάρχουν διαφορετικές θέσεις. Έχω σχολιάσει τα άκρα της woke ατζέντας και αυτά τα άκρα ίσως υπάρχουν στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ αλλά όχι στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα έχουμε δείξει πως μπορούμε να έχουμε μια κεντροδεξιά συμμαχία και στην Ελλάδα τα ακροδεξιά κόμματα είναι μικρά και δεν επηρεάζουν τον πόλιτικό λόγο. Στην Ελλάδα υπάρχει σταθερότητα και είναι σημαντικό, είναι σημαντική η μονοκομματική κυβέρνηση για να λαμβάνονται γρήγορα αποφάσεις. Είναι σημαντική η σταθερότητα πολιτική και δημοσιονομική. Υπάρχει μια τάση σε Ευρώπη και ΗΠΑ προς την ακροδεξιά αλλά στην Ελλάδα τα κόμματα αυτά είναι περιθωριακά. Αυτό δεν συνέβη στην Αυστρία όπου η Ακροδεξιά είναι ο σημαντικότερος κυβερνητικός εταίρος».

Μιλώντας στη συνέχεια για την Ελλάδα και την πολιτική κατάσταση, είπε ότι «είμαστε από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη με σταθερή κυβέρνηση», τοποθετούμενος γι’ αυτήν την εκτίμηση ως «σημαντικό πλεονέκτημα» που βοηθά στην προσέλκυση επενδύσεων.

Ο πρωθυπουργός επεσήμανε ότι πλέον στόχος της κυβέρνησης είναι να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο σε ευρωπαίκό επίπεδο, «έχει έλθει η ώρα για τολμηρές πρωτοβουλίες» είπε χαρακτηριστικά.

Για το τρέχον περιβάλλον στην Ελλάδα: Εμείς χρειάζεται να έχουμε νέους κανόνες ανταγωνισμού, το έχει πει και η κ. Φον ντερ Λάιεν. Στην άμυνα δεν είναι μόνο τα χρήματα που θα δαπανήσουμε. Είναι επίσης και το καθεστώς των 27, όπου και στις 27 χώρες θα έπρεπε να μπορούσαν να λειτουργήσουν το ίδιο οι επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις δεν έχουν πρόσβαση σε μια ενιαία αγορά. Νομίζω έχουμε προσπαθήσει πολύ σκληρά να αφήσουμε τα δύσκολα πίσω και νομίζω είναι καιρός για νέες ιδέες και πρωτοβουλίες. Έχω εμπειρία πλέον στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και για παράδειγμα μιλούσα για την άμυνα πριν από δυο χρόνια αλλά κανείς δεν άκουγε. 

Ένα ζήτημα είναι οι κεφαλαιαγορές και δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε τις ΗΠΑ όμως 300 δισ. αποταμιεύσεων κινούνται προς τα εκεί. Πιστεύω πως πρέπει να παρθούν τολμηρές αποφάσεις. Κάποιες φορές πρέπει να κάνουμε συμβιβασμούς για να φτάσουμε εκεί που θέλουμε, κι αυτό ισχύει κυρίως για τις μεγάλες χώρες. Η εκλογή Τραμπ είναι πολύ σημαντική για να συνειδητοποιήσουμε πως χρειάζονται αλλαγές».

Για το ευρωπαϊκό Green Deal: Η πράσινη μετάβαση είναι σημαντική για να συνεισφέρουμε στη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών και πρέπει να την κάνουμε σε ένα ρυθμό που θα καταστρέψει τη βιομηχανία μας; Όχι. Ο κόσμος είναι πιο περιπλοκος, Ναι στην πράσινη μετάβαση αλλά με έναν τρόπο που δεν θα καταστρέψει την ανταγωνιστικότητα μας. Επίσης, κάποιοι νόμοι πρέπει να αξιολογηθούν πάλι και το σημείο κλεδί στην πράσινη μετάβαση είναι η ενέργεια. Το τελικό αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι οι πιο φθηνοί λογαριασμοί ρεύματος και αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα καθώς η αγορά ρεύματος είναι κατακερματισμένη. Πρέπει να δούμε τι θα ωφελήσει την Ευρώπη εν συνόλω. Ας μη λησμονούμε την προσαρμογή και έχουμε λανσάρει προγράμματα όπως η ανακύκλωση συσκευών και η ανακαίνιση σπιτιών. Όμως, η κλιματική αλλαγή είναι εδώ, είδατε τι έγινε στην Καλιφόρνια. Να ξανασκεφτούμε πως υπάρχουν κίνδυνοι από τους οποίους δεν μπορούμε να προστατευθούμε. Είμαι αισιόδοξος πως σε 20-30 χρόνια το πρόβλημα θα έχει λυθεί αλλά το πρόβλημα είναι τι θα γίνει τώρα έως το 2050. Με ανησυχεί πως ακόμα και η ΕΕ μιλάει για το φυσικό αέριο λες και είναι κάτι φρικτό. Πήραμε την απόφαση να έρθουν Αμερικανοί για να δουν τα κοιτάσματα. Χρειάζεται περισσότερος ρεαλισμός και κατανόηση από την τήρηση του γράμματος του νόμου».

Δείτε τη συζήτηση:

Αναλυτικά η συζήτηση του πρωθυπουργού με τον Ενρίκο Λέτα:

Στην εισαγωγική του τοποθέτηση, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις εξαγγελίες του Προέδρου των ΗΠΑ Donald Trump και το μέλλον των ευρωατλαντικών σχέσεων, ο Πρωθυπουργός ανέφερε:

Πρώτα απ' όλα, είναι πραγματική χαρά να μπορώ να μοιραστώ τη σκηνή για άλλη μια φορά με τον Enrico, και συγχαρητήρια και πάλι για μια εξαιρετική έκθεση. Θα μιλήσουμε περισσότερο γι' αυτήν σε λίγο, διότι πιστεύω ότι έχει συμβάλει σημαντικά στη συζήτησή μας σχετικά με την περαιτέρω ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα σύμπτωση ότι η εκδήλωση αυτή πραγματοποιείται μία ημέρα μετά την ορκωμοσία του 47ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος τυχαίνει να είναι και ο 45ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω λέγοντας ότι είναι σημαντικό να αφήσουμε να καθαρίσει το τοπίο, να διακρίνουμε αυτά που κατά τα φαινόμενα συνιστούν επανάληψη κάποιων προεκλογικών εξαγγελιών και να δούμε ποια ακριβώς θα είναι η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην Ευρώπη. 

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει αυτή τη νέα πραγματικότητα, πιστεύω, πολύ πιο συνειδητοποιημένη και πολύ πιο ώριμη γεωπολιτικά. Αλλά πρέπει να επισημάνω ότι ο Πρόεδρος Trump είχε κάνει παρόμοιες δηλώσεις και το 2016. Τα χειρότερα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά έναν εμπορικό πόλεμο μεγάλης κλίμακας μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, αποφεύχθηκαν. Εξακολουθώ να ελπίζω ότι αυτό θα συμβεί.

Θέλω όμως να επισημάνω ότι πρόκειται ένα κάλεσμα αφύπνισης για την Ευρώπη. Εάν πράγματι ισχύει ότι το νέο παγκόσμιο περιβάλλον θα μετακινηθεί περισσότερο από μια διεθνή τάξη βασισμένη σε αξίες ή κανόνες σε έναν συναλλακτικό τρόπο αντιμετώπισης των διεθνών προβλημάτων, αυτό πιστεύω ότι μας υποχρεώνει ακόμα περισσότερο να αντιμετωπίσουμε πολύ σοβαρά θέματα που έχουμε συζητήσει, θέματα που παρουσίασε ο Enrico στην έκθεσή του, αλλά ιδίως το θέμα της άμυνας, όπου σαφώς πρέπει να κάνουμε πολύ περισσότερα και να κινηθούμε πιο έξυπνα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προστατεύουμε την ασφάλεια της ηπείρου μας. Μπορούμε να μιλήσουμε περισσότερο γι' αυτό σε λίγο. 

Εάν επιλέξετε να μιλήσουμε γι’ αυτό, πρέπει να επισημάνω ότι έχουμε μια έκτακτη Σύνοδο Κορυφής που θα πραγματοποιηθεί κοντά στις Βρυξέλλες στις 3 Φεβρουαρίου, αφιερωμένη σε αυτό το θέμα. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτές οι εκλογές είναι πράγματι ίσως το τελευταίο εφαλτήριο που χρειαζόμασταν για να περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις.

Με τον όρο «πράξεις», δεν εννοώ απαραίτητα μια συγκρουσιακή στάση απέναντι στις ΗΠΑ. Είμαστε παραδοσιακά σύμμαχοι. Μας συνδέει η ιστορία. Έχουμε πολεμήσει μαζί σε παγκόσμιους πολέμους. Εννοώ ότι αυτή η ισχυρή εταιρική σχέση δεν πρόκειται να ακυρωθεί, είμαι πολύ αισιόδοξος γι' αυτό. Αλλά πρέπει να διερευνήσουμε εάν «η τέχνη της συμφωνίας» αφορά λύσεις που θα είναι επωφελείς για όλους, τότε ακριβώς αυτές οι λύσεις που θα είναι οριζόντια επωφελείς πρέπει να διερευνηθούν.

Ερωτηθείς σχετικά με τον ρόλο την Ελλάδας στις ευρωατλαντικές σχέσεις και την πιθανή αύξηση των αμυντικών δαπανών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε:

Πρώτα απ' όλα, επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν άριστες σχέσεις. Δεν πιστεύω ότι η σχέση αυτή υπήρξε ποτέ καλύτερη από ό,τι τα τελευταία πέντε χρόνια. Έχουμε υπογράψει μια συνολική συμφωνία για την ασφάλεια και την αμυνα. Η σχέση μας υπερβαίνει κατά πολύ την άμυνα και την ασφάλεια. Έχουμε δει αυξημένο ενδιαφέρον από αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας να επενδύσουν στην Ελλάδα. Φυσικά, έχουμε παραδοσιακά πολύ ισχυρούς πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς δεσμούς. Βλέπουμε μεγάλο ενδιαφέρον από αμερικανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα να έρθουν και να συνεργαστούν με τα δημόσια πανεπιστήμιά μας. Πρόκειται για μια πολύ ισχυρή και, πιστεύω, ανθεκτική σχέση. 

Ασφαλώς, είχα την τιμή να μιλήσω και να απευθυνθώ σε κοινή συνεδρίαση των δύο σωμάτων του Κογκρέσου. Γνωρίζουμε ότι έχουμε πολύ ισχυρούς δεσμούς στη Ουάσιγκτον, τόσο στο Ρεπουμπλικανικό όσο και στο Δημοκρατικό Κόμμα. Πρόκειται για μια πολύ ισχυρή εταιρική σχέση και δεν αναμένω οποιαδήποτε αλλαγή όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ βλέπουν την Ελλάδα όσον αφορά στη διμερή σχέση. Αλλά, βέβαια, πιστεύω ότι είναι επίσης σημαντικό να εξετάσουμε τη σχέση μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες όχι απλώς μέσα από το διμερές πρίσμα, αλλά να βεβαιωθούμε ότι μπορούμε να καταλήξουμε σε μια ενιαία προσέγγιση όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα συνομιλήσουμε με τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Νομίζω ότι ο Πρόεδρος Trump το 2017 ή το 2018 -δεν είμαι σίγουρος πότε ήταν, ήταν πριν αναλάβω, πριν αποκτήσω το προνόμιο να ηγηθώ της χώρας-, απευθύνθηκε στους καθήμενους στο τραπέζι της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ και κυριολεκτικά μίλησε ευθέως για κάθε χώρα, τονίζοντας ότι οι περισσότερες από αυτές δεν δαπανούσαν το 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα.

Θεωρώ ότι είχε δίκιο. Η αλήθεια είναι ότι η ευρωπαϊκή ήπειρος, και σίγουρα ορισμένες από τις μεγάλες χώρες, έχουν επιδείξει ιδιαίτερο εφησυχασμό όσον αφορά στην ανάθεση των εγγυήσεων για την ασφάλειά μας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Χωρίς η Ευρώπη να επωμίζεται το κόστος και να αναλαμβάνει το μερίδιο που μας αναλογεί. 

Αυτό έγινε. Αυτό είναι πλέον παρελθόν. Αυτό δεν θα είναι πλέον αποδεκτό. Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι το 2% για το ΝΑΤΟ θα αποτελέσει επίσης παρελθόν. Πιστεύω ότι θα συμφωνήσουμε σε ένα υψηλότερο όριο. Δεν ξέρω ποιο θα είναι αυτό. Δεν θα είναι το 5%, αλλά θα είναι σίγουρα υψηλότερο από το 2%.

Η Ελλάδα προσεγγίζει αυτή τη συζήτηση, πιστεύω, από μια θέση ισχύος, διότι ήδη δαπανούμε πάνω από το 3% του ΑΕΠ μας για την άμυνα. Παραδοσιακά δαπανούμε περισσότερο από 2% λόγω των ιδιαίτερων γεωπολιτικών ανησυχιών που έχουμε όσων αφορά τη γειτονιά μας, πράγμα που σημαίνει ότι, επίσης σε σύγκριση με άλλες χώρες, δεν επωφεληθήκαμε ποτέ από το μέρισμα ειρήνης που εκμεταλλεύτηκαν πολλές χώρες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όταν και είχαν την πολυτέλεια να δαπανούν 1% για την άμυνα και να διοχετεύουν το υπόλοιπο των αμυντικών δαπανών σε όλες τις άλλες πολιτικές. Εμείς δεν είχαμε ποτέ αυτό το πλεονέκτημα. 

Θα πρέπει, λοιπόν, να ξοδέψουμε περισσότερα σε εθνικό επίπεδο και στη συνέχεια θα πρέπει να δούμε πώς θα ξοδέψουμε περισσότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 

Ένα θέμα το οποίο θα θέσω ξανά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι πώς θα τροποποιήσουμε τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να αποκτήσουμε μεγαλύτερη ευελιξία για δαπάνες στον τομέα της άμυνας. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω τι εννοώ. Εάν μια χώρα όπως η Ελλάδα υπερβαίνει σήμερα το σημείο αναφοράς για τις δαπάνες της επειδή δαπανά περισσότερα για την άμυνα, θα μπει στις διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος. Πιθανότατα, αφού λάβει χώρα αυτή η διαδικασία, θα λάβουμε το πράσινο φως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διότι υπάρχει ειδική εξαίρεση όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες. Το πρόβλημα είναι ότι πολλές χώρες δεν μπορούν να αντέξουν να περάσουν από αυτή τη διαδικασία.

Η πρότασή μου είναι πολύ απλή: η ιδέα είναι αυτό που θα συνέβαινε εκ των υστέρων, Enrico, να συμβεί εκ των προτέρων. Θα πρέπει να έχουμε περισσότερο δημοσιονομικό χώρο αυστηρά για επενδύσεις στην άμυνα, πάνω από το σημείο αναφοράς των δαπανών, προκειμένου να ενθαρρύνουμε τις χώρες να δαπανούν περισσότερα για την άμυνα. Αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, ο ταχύτερος τρόπος για να ενθαρρύνουμε τις χώρες να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες.

Θα πρέπει να είναι ένα λογικό νούμερο, διότι όλοι γνωρίζουμε ότι και εμάς μας παρακολουθούν οι αγορές και δεν θέλουμε να θέσουμε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική μας θέση.

Στη συνέχεια, βέβαια, το επόμενο ερώτημα θα είναι: εντάξει, οι εθνικοί προϋπολογισμοί θα κάνουν ό,τι μπορούν, αλλά χρειαζόμαστε ένα ευρωπαϊκό ταμείο που θα χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκά χρήματα για να ξοδεύουμε για την άμυνα; Η απάντησή μου είναι «ναι» και στο δεύτερο ερώτημα. Αν το κάναμε μια φορά, με το «NextGenerationEU» μετά τον COVID, ήμασταν τολμηροί, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι βρισκόμαστε σε ένα γεωπολιτικό σημείο καμπής με τον πόλεμο στην Ουκρανία να βρίσκεται σε εξέλιξη και με αβεβαιότητα όσον αφορά τη φύση της διατλαντικής σχέσης. Αν δεν το κάνουμε τώρα, δεν νομίζω ότι θα συμβεί ποτέ.

Και είμαι βέβαιος ότι αυτή η συζήτηση θα ξεκινήσει σοβαρά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 3 Φεβρουαρίου.

Σε ερώτηση σχετικά με την άνοδο κομμάτων της άκρας δεξιάς και τη συζήτηση για την woke ατζέντα, ο Πρωθυπουργός ανέφερε:

Ναι, τυχαίνει να πιστεύω ότι υπάρχουν δύο φύλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Αυτή είναι η προσωπική μου άποψη, αυτό υπαγορεύει η βιολογία. 

Κάθε χώρα, ωστόσο, είναι διαφορετική. Έχουν δοθεί διάφορες εξηγήσεις σχετικά με την ηχηρή επιστροφή του Donald Trump στην προεδρία. Σίγουρα -το έχω σχολιάσει αυτό- οι ακραίες θέσεις του ρεύματος woke (wokism) στις ΗΠΑ είχαν ως αποτέλεσμα το εκκρεμές να ταλαντεύεται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θα ήθελα να επισημάνω ότι αυτές οι ακραίες θέσεις, οι οποίες είναι, πιστεύω, ευρέως διαδεδομένες στις φιλελεύθερες πανεπιστημιουπόλεις των κορυφαίων αμερικανικών πανεπιστημίων, δεν έχουν εμφανιστεί στην Ευρώπη. Δεν πιστεύω ότι έχουμε αυτό το πρόβλημα στην Ευρώπη για να δικαιολογήσουμε μια αντίδραση εναντίον αυτής της συγκεκριμένης ατζέντας. Αυτό ήταν πρωτίστως ένα φαινόμενο στις ΗΠΑ. 

Όσον αφορά την Ελλάδα, πιστεύω ότι αποδείξαμε ότι μπορεί να υπάρξει μια ισχυρή κεντροδεξιά συμμαχία που ωθεί τα περιθωριακά κόμματα σε αυτό που θα έπρεπε να είναι ο φυσικός τους χώρος, δηλαδή να είναι μικρά κόμματα χωρίς βαθύ αποτύπωμα στον δημόσιο διάλογο.

Φυσικά, όπως επισήμανε ο Enrico, είμαστε σήμερα μία από τις λίγες απόλυτα σταθερές πολιτικά ευρωπαϊκές χώρες. Η σταθερότητα είναι ένα πολύ πολύτιμο «νόμισμα» στον σημερινό κόσμο. Είναι αυτό που μας επιτρέπει να εφαρμόσουμε γρήγορα το εκλογικό μας πρόγραμμα, να μην χάνουμε χρόνο σε συζητήσεις στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης συνεργασίας.    `

Ο Enrico ορθά επισήμανε ότι ο τρικομματικός συνασπισμός, όπως αυτός στη Γερμανία, ήταν μια «συνταγή αδράνειας», η οποία τελικά οδήγησε την κυβέρνηση στην πτώση. Συνεπώς, το να έχεις μια μονοκομματική κυβέρνηση με κοινοβουλευτική πλειοψηφία, σε αυτόν τον κόσμο όπου πρέπει να ληφθούν γρήγορες αποφάσεις και όπου η Ελλάδα έχει πραγματικά αρχίσει να υλοποιεί ένα σχέδιο για να φτάσει την υπόλοιπη Ευρώπη, κατά τη γνώμη μου αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα. 

Όταν συζητούμε με ξένους επενδυτές, η πολιτική -και όχι μόνο η οικονομική- κατάσταση μιας χώρας είναι ίσως εξίσου σημαντική με τη συνολική δημοσιονομική σταθερότητα, ώστε να γνωρίζουν ότι υπάρχει προβλεψιμότητα και να γνωρίζουν ποιος είναι ο συνομιλητής τους σε κάθε βήμα μιας πιθανής σημαντικής επένδυσης. 

Αναμφίβολα, λοιπόν, υπάρχει μια τάση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ προς αυτό που αποκαλούμε «σκληρή» δεξιά ή «εξτρεμιστική» δεξιά. Πιστεύω ότι στην Ελλάδα καταφέραμε να την περιορίσουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων που ψηφίζουν κόμματα τα οποία βρίσκονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά αυτά τα κόμματα, κατά τη γνώμη μου, εξακολουθούν να είναι κόμματα που βρίσκονται στο περιθώριο. Σίγουρα δεν αποτελούν μέρος και δεν θα αποτελέσουν μέρος οποιασδήποτε δυνητικής άσκησης οικοδόμησης συνασπισμού στο μέλλον.

Αυτό δεν συμβαίνει στην Αυστρία, όπου η ακροδεξιά ηγείται τώρα του συνασπισμού για τη διακυβέρνηση της χώρας. Παλαιότερα ήταν ο μικρός εταίρος του συνασπισμού, τώρα, η ακροδεξιά στην Αυστρία είναι ο μεγαλύτερος εταίρος του συνασπισμού. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί στην Ελλάδα. 

Ερωτηθείς για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα στην Ευρώπη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε:

Να προσθέσω κάτι σε αυτό που είπε ο Enrico, το οποίο θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό: πρέπει ξεκάθαρα να αναμορφώσουμε τους κανόνες μας σχετικά με τον ανταγωνισμό. Σχεδιάστηκαν σε μια εποχή που μας απασχολούσε κυρίως ο εσωτερικός ευρωπαϊκός ανταγωνισμός. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι ήταν δύσκολο για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις να συγκροτήσουμε μεγάλους παίκτες που θα μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικοί σε αυτό το πολύ σκληρό παγκόσμιο περιβάλλον.

Πιστεύω ότι αυτό το έχει συνειδητοποιήσει και η νέα Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αναμένω γρήγορα πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, θα πρέπει να γίνει στον τομέα της άμυνας. Δεν μιλάμε μόνο για το πόσα χρήματα θα διαθέσουμε, αλλά και για να διασφαλίσουμε ότι θα έχουμε μεγαλύτερους και πιο αποτελεσματικούς παίκτες που θα μπορούν να διαμορφώσουν τα βέλτιστα πρότυπα και να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας.

Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε ένα άλλο σημείο, το οποίο θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό, διότι αναφέρθηκε στην έκθεση του Enrico. Είναι αυτό που αποκαλούμε «28ο καθεστώς», η ιδέα να υπάρχει ένα νομικό καθεστώς, ιδίως για νεοσύστατες εταιρείες, για τις νεοφυείς επιχειρήσεις, που θα τους επιτρέπει να λειτουργούν και στις 27 ευρωπαϊκές χώρες.

Αυτό θα άλλαζε πραγματικά τους όρους του παιχνιδιού, διότι όταν απευθυνόμαστε στις νεοφυείς επιχειρήσεις μας και τους λέμε «μα έχετε μια αγορά 450 εκατομμυρίων πελατών», αυτό είναι αρκετά συχνά μια οφθαλμαπάτη. Δεν είναι αλήθεια, διότι ακόμα πρέπει να ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα, να παίρνουν διαφορετικές άδειες στο κάθε κράτος μέλος.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι νεοφυείς επιχειρήσεις δεν είναι τόσο επιτυχημένες στην Ευρώπη και πολλές επιλέγουν να μετακομίσουν στις ΗΠΑ, είναι ακριβώς το γεγονός ότι δεν έχουν πραγματικά πρόσβαση σε μια ενιαία αγορά 450 εκατομμυρίων πελατών. 

Τώρα, όσον αφορά τον ρόλο της Ελλάδας στην Ευρώπη, πιστεύω ότι προσπαθήσαμε πολύ σκληρά να αφήσουμε πίσω μας -και νομίζω ότι το καταφέραμε- τα χρόνια όταν η Ελλάδα θεωρούνταν μια χώρα που ασχολείται μόνο με τα δικά της προβλήματα και επιβαρύνει την Ευρωπαϊκή Ένωση με τις δικές της εσωτερικές αποτυχίες. Αυτή η περίοδος είναι για τα καλά πίσω μας. Πιστεύω ότι στόχος μας ως κυβέρνηση είναι να διαδραματίσουμε έναν ουσιαστικό και εποικοδομητικό ρόλο στην ευρύτερη ευρωπαϊκή συζήτηση.

Αυτό είναι πάντα αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε, αυτό που προσπαθώ να κάνω εγώ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αυτό που προσπαθούν να κάνουν οι Υπουργοί στις συνεδριάσεις των Συμβουλίων τους. 

Θεωρώ ότι αυτή είναι, να το επαναλάβω, πραγματικά μια εποχή για τολμηρές ιδέες και τολμηρές πρωτοβουλίες. Διανύω τώρα τον έκτο χρόνο συμμετοχής μου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οπότε αποτελώ πλέον έναν από τους πιο έμπειρους ηγέτες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ισχυρό και ικανό να σφυρηλατεί τέτοιου είδους συναινέσεις. Για παράδειγμα, μιλούσα για την άμυνα πριν από δύο χρόνια, τότε ουδείς άκουγε πραγματικά. Αλλά τώρα η συζήτηση αρχίζει να έχει μεγάλη δυναμική. 

Πρέπει επίσης να έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι στην Ευρώπη σπάνια τα πράγματα κινούνται με εντελώς γραμμικό τρόπο. Μπορεί να υπάρχουν περίοδοι όπου δεν συμβαίνουν πολλά, όπου συζητάμε και συζητάμε και συζητάμε. Για παράδειγμα, η ένωση κεφαλαιαγορών, ένα άλλο θέμα που έχει επισημανθεί τόσο από τον Enrico όσο και από τον Mario Draghi στην δική του έκθεση. Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε τις κεφαλαιαγορές των ΗΠΑ, διότι οι κεφαλαιαγορές μας είναι εντελώς κατακερματισμένες. Δεν είναι ότι δεν έχουμε αποταμιεύσεις, έχουμε αποταμιεύσεις ύψους 1,2 τρισεκ. ευρώ, αλλά κάθε χρόνο 300 δισ. ευρώ αποταμιεύσεων μετακινούνται κυρίως προς τις ΗΠΑ. Η ένωση κεφαλαιαγορών είναι απολύτως επιβεβλημένη προκειμένου να δημιουργηθεί η δυναμική που χρειαζόμαστε.

Θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου πολλές από αυτές τις συζητήσεις πρέπει να μετουσιωθούν σε τολμηρές αποφάσεις. Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε ώστε να συμβάλλουμε σε αυτό. Ασφαλώς, φοράμε δύο «καπέλα». Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο φοράμε το εθνικό μας καπέλο, αλλά και το ευρωπαϊκό μας καπέλο. Όταν φοράμε το ευρωπαϊκό σας καπέλο, όλοι μας πρέπει, μερικές φορές, να κάνουμε μικρούς συμβιβασμούς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα, σε κάποιες περιπτώσεις, για τις μεγαλύτερες χώρες. 

Τελευταίο σημείο: η ανάμνηση των πέντε ημερών που διαπραγματευτήκαμε το «NextGenerationEU» είναι ακόμη πολύ ζωντανή. Τρεις ή τέσσερις μήνες πρωτύτερα η Γερμανία ήταν κάθετα αντίθετη, μέχρι που τάχθηκε υπέρ. Κάποια στιγμή, και γι' αυτό νομίζω ότι είχατε δίκιο όταν είπατε ότι ίσως η εκλογή Trump συνιστά αυτό το σημείο καμπής, είναι ίσως, ας το αποκαλούμε έτσι, «μια στιγμή COVID από γεωπολιτικής άποψης», όταν κάτι σημαντικό συμβαίνει και συνειδητοποιούμε ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε τα πράγματα με τον τρόπο που τα κάναμε μέχρι τώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμούμε το γεγονός ότι τα τελευταία πέντε χρόνια συνέβησαν σημαντικά πράγματα στην Ευρώπη, αλλά σαφώς δεν ήταν αρκετά.

Ερωτηθείς για Πράσινη Συμφωνία και την επίδρασή της στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, ο Πρωθυπουργός σημείωσε:

Αν πραγματικά υποφέρετε από αϋπνία, μπορείτε επίσης να διαβάσετε την έκθεση Draghi. Αλλά, πράγματι, και οι δύο εκθέσεις είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσες. Θα μπορούσα να μιλάω για ώρες πάνω σε αυτό το θέμα, αλλά επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να εστιάσω την απάντησή μου. 

Τι είναι η πράσινη μετάβαση; Μια προσπάθεια να μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και να φτάσουμε σε ουδέτερο ισοζύγιο έως το 2050. Γιατί το κάνουμε αυτό; Επειδή θέλουμε να συμβάλουμε στη γενικότερη προσπάθεια να διασφαλίσουμε ότι η θερμοκρασία δεν θα αυξηθεί σε επίπεδο όπου η ζωή στον πλανήτη μας θα γίνει ανυπόφορη. Μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα μόνοι μας; Ασφαλώς όχι, διότι αντιπροσωπεύουμε μόνο το 6% ή, νομίζω, το 7% των παγκόσμιων εκπομπών. 

Πρέπει να εφαρμόσουμε την πράσινη μετάβαση με ρυθμό που θα καταστρέψει τη βιομηχανία μας, θα την καταστήσει λιγότερο ανταγωνιστική και θα την επιβαρύνει με περιττές ρυθμίσεις; Η απάντηση, και πάλι, είναι σαφώς όχι, μολονότι κάποια στιγμή υπήρξε ο κίνδυνος να στείλουμε μηνύματα στην αγορά ότι αυτή ήταν η πρώτη προτεραιότητά μας και ίσως ήμασταν υπερβολικά βολονταριστές στη σκέψη μας, με την έννοια ότι «αν το κάνουμε εμείς, όλοι θα μας ακολουθήσουν» και «θα είμαστε πρωτοπόροι» προς ένα πολύ λαμπρότερο μέλλον. Αποδείχθηκε ότι ο κόσμος είναι πιο περίπλοκος από αυτό. 

Πιστεύω ότι σήμερα ο διάλογος αφορά ότι, ναι, πρέπει να γίνει η πράσινη μετάβαση, αλλά με ρυθμό και τρόπο που να μην καταστρέφει την ανταγωνιστικότητά μας και να μην πλήττει τους λιγότερο προνομιούχους. Έχετε απόλυτο δίκιο. Αυτή ακριβώς είναι η νέα ισορροπία που πρέπει να βρεθεί, ιδίως όσον αφορά στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Πολλές από αυτές τις οδηγίες για τη βιωσιμότητα είναι απλώς υπερβολικά επαχθείς, όχι μόνο για τις μικρές εταιρείες αλλά και για τις μεγαλύτερες εταιρείες, πρέπει να επαναξιολογηθούν. Η Ursula von der Leyen έχει δεσμευτεί για ένα πολύπλευρο νομοθέτημα που θα αντιμετωπίσει και θα προσπαθήσει να μειώσει τις περιττές ρυθμίσεις κατά 25%. 

Με αυτά τα δεδομένα, όταν μιλάμε για την πράσινη μετάβαση, ο βασικός μοχλός είναι η ενέργεια. Η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη υπήρξε ηγέτης στην καθαρή ενέργεια, όχι απαραίτητα ο ηγέτης που προσδοκούσα στην καθαρή τεχνολογία, διότι μας έχουν ξεπεράσει άλλοι, ιδίως οι Κινέζοι. Αλλά, και πάλι, όταν μιλάμε για πράσινη ενέργεια, αιολική και ηλιακή ενέργεια, το τελικό αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι χαμηλότεροι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος. Ο καταναλωτής πρέπει να δει ότι υπάρχει σαφές όφελος από αυτό.

Αυτό δεν συμβαίνει ακόμη για πολλούς λόγους, αλλά ένας από αυτούς τους λόγους είναι επειδή η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη είναι εντελώς κατακερματισμένη, αν όχι διαλυμένη.

Υπό κανονικες συνθήκες, θα θέλατε να βλέπετε την ηλεκτρική ενέργεια να ρέει σε όλη την Ευρώπη και η φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια να φτάνει σε εκείνους που την χρειάζονται πραγματικά. Ο λόγος για τον οποίο δεν συμβαίνει αυτό είναι επειδή δεν έχουμε πραγματικά μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και επειδή έχουμε τεράστια προβλήματα με τα δίκτυά μας. Αυτό επισημαίνεται και από τον Mario Draghi. Πρόκειται για ένα ακόμη ευρωπαϊκό δημόσιο αγαθό που θα μας ωφελήσει όλους. Αλλά κανείς δεν κάνει τον σχεδιασμό κοιτάζοντας την Ευρώπη ως σύνολο. Κοιτάμε ίσως τους γείτονές μας, αλλά κανείς δεν κοιτάζει τη μεγάλη εικόνα, τι ακριβώς θα ωφελήσει την Ευρώπη στο σύνολό της. Αυτή είναι ακόμα μια μεγάλη πρόκληση που θα αντιμετωπίσουμε.

Το τελευταίο μου σημείο σχετικά με την πράσινη μετάβαση είναι ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε την προσαρμογή. Έχουμε επενδύσει πολλά χρήματα στον μετριασμό των επιπτώσεων. Αν δείτε το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (NextGenerationEU), για παράδειγμα, έχουν δρομολογηθεί νέα προγράμματα προσαρμογής κατοικιών ή αλλαγής των συστημάτων θέρμανσης. Πρόκειται για μια τυπική σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε μικρή κλίμακα. Ένα οικονομικό κίνητρο από την Ευρώπη για να προσθέσετε στις δικές σας δαπάνες προκειμένου να αναβαθμίσετε το σπίτι σας και να το κάνετε πιο ενεργειακά αποδοτικό. 

Αλλά η προσαρμογή είναι αυτή τη στιγμή το πρόβλημα για το οποίο δεν μιλάμε πραγματικά.
Η κλιματική αλλαγή, όμως, είναι ήδη εδώ. Είδατε τι συνέβη στην Καλιφόρνια. Πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στην πολιτική προστασία. Πρέπει να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που κατασκευάζουμε, που σχεδιάζουμε τις πόλεις μας. 

Φυσικά, πρέπει επίσης να έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι υπάρχουν σήμερα κίνδυνοι έναντι των οποίων δεν μπορεί να βρεθεί ασφάλιση. Αυτό συνέβη στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, συνήθως, είναι η κυβέρνηση που είναι ο «ασφαλιστής έσχατης ανάγκης», που θα παρέμβει και θα πληρώσει. Αλλά για πόσο καιρό και για ποιους τύπους καταστροφών; Διότι γνωρίζουμε ότι οι τάσεις στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα δεν πρόκειται να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. 

Αν με ρωτάτε, είμαι αισιόδοξος ότι σε 20, 30 χρόνια αυτό το πρόβλημα θα έχει λυθεί; Ναι, επειδή είναι διαθέσιμα σημαντικά ιδιωτικά κεφάλαια που κατευθύνονται σε καθαρές τεχνολογίες, ώστε είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν λύσεις εκεί έξω που δεν γνωρίζουμε ακόμη, αλλά θα βρεθούν. Το πρόβλημα είναι τι θα συμβεί μεταξύ του σήμερα και του 2040 ή του 2050, όταν και οι λύσεις θα είναι ξεκάθαρες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πρέπει να τηρούμε ουδέτερη στάση έναντι των διάφορων τεχνολογιών. Είναι μεγάλο λάθος αυτή τη στιγμή να λέμε: «Αυτό είναι λάθος, αυτή η τεχνολογία είναι καλή, αυτή η τεχνολογία είναι κακή».

Ξέρετε, είμαι πολύ απογοητευμένος από το γεγονός ότι μερικές φορές, ακόμα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιμετωπίζουμε το φυσικό αέριο ως κάτι φρικτό. Ναι, αλλά απαλλαγήκαμε από τον άνθρακα, ο οποίος είναι πολύ χειρότερος από το φυσικό αέριο. Όλοι, όμως, γνωρίζουμε ότι θα χρειαζόμαστε το φυσικό αέριο για τα επόμενα 30 έως 40, ίσως 50 χρόνια. Αν χρειαζόμαστε το φυσικό αέριο για τα επόμενα 30 με 40 χρόνια, τότε πρέπει να γίνουν και κάποιες επενδύσεις στο φυσικό αέριο. Εμείς, για παράδειγμα, πήραμε την απόφαση να αναθέσουμε σε δύο μεγάλες αμερικανικές εταιρείες να αναζητήσουν κοιτάσματα φυσικού αερίου, επειδή δεν θέλουμε να εξαρτόμαστε από χώρες όπως η Ρωσία, οι οποίες μπορεί να μας προκαλέσουν μεγάλους γεωπολιτικούς «πονοκεφάλους» και μας κοστίζει μια περιουσία η εισαγωγή του φυσικού αερίου. 

Θα πρότεινα περισσότερο ρεαλισμό και καλύτερη κατανόηση του τι πραγματικά συμβαίνει. Να μην θέτουμε πολύ αυστηρούς κανόνες. Να αφήσουμε τις χώρες να επιλέξουν τον δικό τους δρόμο, τις δικές τους τεχνολογίες. Να εξετάσουμε το τελικό αποτέλεσμα και όχι να προσδιορίζουμε τα πάντα στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, το τι ακριβώς θα πρέπει να κάνουμε.