Με την «αυλαία» της ονομαστικής ψηφοφορίας επί της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης από ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας, κλείνει - σε κοινοβουλευτικό επίπεδο - ένας πρώτος, μεγάλος, κύκλος, που άρχισε στον απόηχο των μεγάλων συλλαλητηρίων της 28ης Φεβρουαρίου, με τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για τον Χρήστο Τριαντόπουλο, στη συνέχεια της προ ημερησίας συζήτησης σε επίπεδο αρχηγών και εν τέλει την τριήμερη συζήτηση για την πρόταση μομφής.
Ο δεύτερος κύκλος σε κοινοβουλευτικό επίπεδο θα ανοίξει τις επόμενες ημέρες, με τη συγκρότηση της προανακριτικής επιτροπής και θα διαρκέσει τουλάχιστον δύο μήνες, όσο είναι το αρχικό χρονικό περιθώριο, που έχει δοθεί για να ολοκληρώσει τις εργασίες της.
Για αυτούς τους δύο μήνες, η αντιπολίτευση έχει ήδη δώσει το στίγμα των προθέσεών της, ζητώντας εξαρχής να κληθούν ως μάρτυρες ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως και ο Γιώργος Γεραπετρίτης, ενώ έχει εκδηλώσει τις προθέσεις της για διεύρυνση του κατηγορητηρίου και των προσώπων, που θα βρεθούν στο στόχαστρο.
Το ερώτημα που διατυπώνεται πλέον είναι αν ταυτόχρονα με τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και τη δικαστική διερεύνηση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, θα αρχίσει να διευρύνεται ο πολιτικός διάλογος ή αν η ατζέντα της αντιπαράθεσης θα παραμείνει μονοθεματική, όπως είναι ουσιαστικά από τις 26 Ιανουαρίου, όταν πραγματοποιήθηκε το πρώτο συλλαλητήριο. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα κρίνει εν πολλοίς και τις εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό.
Η γεωπολιτική συγκυρία και η θέση της χώρας στο διεθνές περιβάλλον, είναι η «μεγάλη εικόνα» που ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προτάξει ενώπιον βουλευτών και πολιτών, κατά την ομιλία του από το βήμα της Βουλής, θέτοντας την πολιτική σταθερότητα στη χώρα ως το μείζον.
Παράλληλα, θα προτάξει τα πολιτικά διλήμματα, που η κυβέρνηση θεωρεί ότι διαμορφώνονται υπό τις παρούσες συνθήκες, περιγράφοντας αυτό, που ο ίδιος χαρακτήρισε ως «συμμαχία των προθύμων», δίνοντας μια νέα διάσταση σε αυτή, που ξεπερνά την κοινή τους πρόταση μομφής και αποκτά τα χαρακτηριστικά ακόμη και μιας εν δυνάμει κυβερνητικής συνεργασίας, καθώς είναι τα ίδια κόμματα που ζητούν την πτώση της κυβέρνησης.
Κρίσιμο στοιχείο οι απαντήσεις που θα δώσει ο πρωθυπουργός, ο οποίος έχει ήδη μιλήσει για σειρά fake news, παραδεχόμενος τις αστοχίες της κυβέρνησης στη διαχείρισή τους.
Η ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση, την Τετάρτη, με επίκληση των όσων η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας έχει επιτύχει, με σαφείς αναφορές στην προσωπική του πορεία, όπως και η κατά μέτωπο επίθεση στον Νίκο Ανδρουλάκη - τον οποίο χαρακτήρισε «ουρά του κ. Φάμελλου και της κ. Κωνσταντοπούλου - αλλά και τα τέσσερα κόμματα, που κατέθεσαν την πρόταση δυσπιστίας - μιλώντας για μια «ετερόκλητη συμμαχία προθύμων του μηδενισμού» - έδωσε ένα σαφές στίγμα απεύθυνσης του πρωθυπουργού στον πυρήνα του εκλογικού σώματος του κόμματός του.
Στην παρούσα συγκυρία, την πιο δύσκολη και πιεστική για την κυβέρνηση από την ανάληψη της εξουσίας το 2016, ο πρωθυπουργός επιχειρεί να συσπειρώσει το κομματικό του ακροατήριο, ταυτόχρονα με τα στελέχη του και την κοινοβουλευτική του ομάδα. Αυτό αποτελεί ουσιαστικά για την κυβέρνηση τη βάση για τις επόμενες κινήσεις.
Διότι το κρίσιμο είναι σε δεύτερο χρόνο, αλλά άμεσα, να απευθυνθεί σε όσους είναι διατεθειμένοι να ακούσουν, είναι εκείνοι, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης περιέγραψε ως τους πολίτες που ζητούν περισσότερα από το κράτος και που ο ίδιος «διαβάζει» ως τους πολίτες, που έχουν απαιτήσεις από την κυβέρνηση και αναμένουν έργα απτά και με μετρήσιμα αποτελέσματα.
Σε αυτό το πλαίσιο και με αφορμή την πρόταση δυσπιστίας, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να προτάσσει την «αντιπρόταση», που υπάρχει απέναντί της και να θέτει το δίλημμα προς τους πολίτες για το ποιον επιλέγουν για τη διακυβέρνηση της χώρας. Θα επιχειρεί να αναδεικνύει τον εγκλωβισμό της αντιπολίτευσης, όπως θα λέει, σε έναν λόγο που περιορίζεται στο «αντί» χωρίς να προτείνει προγραμματικό λόγο, χωρίς σχέδιο για την επόμενη ημέρα και χωρίς εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Η αναφορά στο παρελθόν και στην υπενθύμιση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και τα υπόλοιπα κόμματα στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ, είναι εκείνοι που πριν δέκα χρόνια οδήγησαν τη χώρα στον γκρεμό, όπως λένε τα κυβερνητικά στελέχη, θα βρίσκεται στην «πρώτη γραμμή», την ώρα, που η οικονομία αναδεικνύεται σε μείζον διακύβευμα σε παγκόσμιο επίπεδο, εν μέσω γεωπολιτικών αναταράξεων και ενός διεθνούς σκηνικού απόλυτης ρευστότητας.
Σε αντιδιαστολή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιδιώξει να αναδείξει την κυβέρνησή του ως πυλώνα της πολιτικής σταθερότητας στη χώρα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν διαθέτουν ούτε τον μίνιμουμ κοινό παρονομαστή ώστε να εγγυηθούν ότι η χώρα μπορεί να αποκτήσει στην παρούσα φάση μια άλλη κυβέρνηση.
Σε αυτή την κατεύθυνση, κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν και τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, που καταγράφουν σημαντικές απώλειες για τη Νέα Δημοκρατία, μέσα σε αυτό το κλίμα, παράλληλα, όμως, αποτυπώνουν πτώση όλων των συστημικών κομμάτων, όπως το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ και αντιθέτως, ενίσχυση του αντισυστημισμού.
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να απευθυνθεί πολλές φορές στην Ζωή Κωνσταντοπούλου, κατά την διάρκεια της ομιλίας του στη Βουλή, την ώρα που οι δημοσκοπήσεις δίνουν διπλάσια και πλέον ποσοστά στην Πλεύση Ελευθερίας, σε σχέση με την εκλογική της δύναμη. Η κυβέρνηση εστιάζει, ωστόσο, και στα υψηλά ποσοστά των αναποφάσιστών, που φθάνουν ακόμη και το 20%, δείχνοντας ένα σκηνικό ρευστότητας, αλλά και αναμονής του εκλογικού σώματος.
Καταλυτικός παράγοντας για τη διατήρηση ή τα περιθώρια αλλαγών του πολιτικού κλίματος, που έχει διαμορφωθεί, είναι και η συνέχιση ή μη των κινητοποιήσεων πολιτών.
Τη στιγμή, που η δημοσκόπηση της GPO έδειξε ότι οι ερωτηθέντες είναι επιφυλακτικοί και δύσπιστοι απέναντι στο σύνολο του πολιτικού συστήματος, δηλώνοντας κατά 85% ότι η κυβέρνηση έχει ευθύνη για την τραγωδία των Τεμπών και 71,9% ότι προσπαθεί να συγκαλύψει την υπόθεση και ταυτόχρονα να δηλώνουν κατά 82,4% ότι η αντιπολίτευση επιχειρεί πολιτική εκμετάλλευση, με τους αναλυτές να διαβλέπουν ολοένα και πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της κρίσης εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι σε κόμματα και θεσμούς.
Από το βήμα της Βουλής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έβαλε «φρένο» δύο φορές σε όποιο σενάριο περί πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, δηλώνοντας ότι οι εκλογές θα γίνουν το 2027. Η δημοσκόπηση GPO κατέγραψε ένα ποσοστό 52% που λέει «ναι» σε πρόωρες εκλογές, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται πλέον και στην πορεία αυτού του πρώτου ευρήματος, το επόμενο διάστημα.