«Υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις στην περιφερειακή αυτοδιοίκηση που πρέπει να αντιμετωπιστούν το επόμενο διάστημα», σημείωσε ο Υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, παρουσιάζοντας τις μεταρρυθμίσεις που θα έρθουν το επόμενο διάστημα για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Ο υπουργός χαρακτήρισε τις περιφέρειες «το σημαντικότερο περιφερειακό αναπτυξιακό εργαλείο», ωστόσο ανέφερε ότι εντοπίζονται πολλές καθυστερήσεις, αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες κυρίως στη σχέση του κράτους με την περιφερειακή αυτοδιοίκηση.
«Η κρίσιμη συζήτηση είναι αυτή για την βελτιστοποίηση της επάρκειας και λειτουργίας των διοικητικών μηχανισμών και των σχέσεων των διαφόρων επιπέδων λειτουργίας της διοίκησης προκειμένου να παράγεται το καλύτερο αποτέλεσμα», συμπλήρωσε.
Παράλληλα, παρουσίασε τις επόμενες μεταρρυθμίσεις που θα έρθουν το επόμενο διάστημα και που θα αποτελούν μία συνολική παρέμβαση για το ζήτημα της εποπτείας των ΟΤΑ που πρέπει να γίνει αποτελεσματική, ουσιαστική, λειτουργική και λιτή.
Στο πλαίσιο αυτό θα γίνει αξιολόγηση του θεσμού του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης που εφάρμοσε η προηγούμενη κυβέρνηση καθώς, όπως είπε ο Υπουργός, πρέπει να εξεταστεί «αν έχει λειτουργήσει και αν εξυπηρετεί τον σκοπό του».
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, εξήγησε, θα λύσουν μερικά από τα δομικά προβλήματα και όταν ολοκληρωθούν αυτές οι παρεμβάσεις, θα μπουν στην ατζέντα και άλλα ζητήματα όπως η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων.
Από την πλευρά του ο Γιώργος Πατούλης, Περιφερειάρχης Αττικής σημείωσε ότι σήμερα δεν βρισκόμαστε στο επίπεδο που θα έπρεπε να είμαστε αφού «το κεντρικό κράτος εξακολουθεί να έχει τον απόλυτο έλεγχο και η αυτοδιοίκηση εξακολουθεί να μένει δέσμια επιλογών και αποφάσεων που συχνά λαμβάνονται ερήμην της». Τόνισε ότι μπορεί να μιλάμε για αποκέντρωση αλλά τελικά δεν εφαρμόζεται και απέχουμε αρκετά από το ευρωπαϊκό μοντέλο.
«Πρέπει να φέρουμε το κράτος πιο κοντά στον πολίτη μέσα από την αξιοποίηση του αυτοδιοικητικού μηχανισμού», σημείωσε. Αναφερόμενος στην πανδημία, επισήμανε ότι το γεγονός ότι σε λίγους μήνες κάναμε όσα δεν είχαμε κάνει επί δεκαετίες δείχνει ότι αν τολμήσουμε, μπορούμε. «Εχθρός μας είναι η αναβλητικότητα», σχολίασε.
«Στην υγειονομική κρίση δήμοι και περιφέρειες ήταν στην πρώτη γραμμή στήριξης των νοικοκυριών», είπε προσθέτοντας ότι σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο οι πολίτες σήμερα εμπιστεύονται περισσότερο περιφερειακές και τοπικές αρχές και αναγνωρίζουν την συμβολή τους στην καθημερινότητά τους.
Ο κ. Πατούλης αναφέρθηκε επίσης σε μία σειρά από ζητήματα που πρέπει να λυθούν όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι πάνω από 200 έμπειρα στελέχη μετακινήθηκαν σε άλλες υπηρεσίες του κράτους από την Περιφέρεια Αττικής ή τις μισθολογικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε ισόβαθμα στελέχη υπουργείων και περιφερειών βαθμό. Τέλος, σημείωσε ότι μπορούν πια να μεταβιβαστούν σημαντικές αρμοδιότητες στις περιφέρειες που είναι πια αρκετά ώριμες να διαχειριστούν.
Για τα μαθήματα που αντλήσαμε από την περίοδο της πανδημίας μίλησε ο Περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας Νεκτάριος Φαρμάκης συνοψίζοντάς τα σε τρία βασικά: Πρώτον το ψηφιακό άλμα που αναγκαστήκαμε από τις καταστάσεις να κάνουμε και μέσα από αυτό κατανοήσαμε την αξία της ψηφιακής διακυβέρνησης και των νέων τεχνολογιών.
Δεύτερον ότι κατέστη πλέον και βιωματικά και όχι μόνο θεωρητικά η υγεία πρώτη προτεραιότητα για όλους και τρίτον ότι αποδείχτηκε ότι η αξία της ενδυνάμωσης της περιφερειακής διακυβέρνησης πραγματώνεται μόνο μέσα από τη συνέργεια με την κεντρική διοίκηση.
«Αυτές οι συνέργειες εφαρμόστηκαν στη διάρκεια της πανδημίας και συνέβαλαν στα θετικά αποξέσματα που έχουμε», είπε προσθέτοντας ότι μάθαμε ότι οφείλουμε όλοι να συνεργαστούμε και εκεί εμφανίστηκαν οι επικαλύψεις και οι γραφειοκρατίες.
«Στην κρίση λάβαμε από την αρχή πολιτικές για την υγεία και κινητοποιήσαμε πόρους για να στοχεύσουμε στον πυρήνα του προβλήματος, δηλαδή την ενίσχυση του υγειονομικού χάρτη», σημείωσε σχολιάζοντας ότι αυτό θεωρητικά δεν εντάσσεται στις αρμοδιότητες που ορίζονται καταστατικά για τις Περιφέρειες. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας δαπανήθηκαν 21 εκατομμύρια ευρώ για πρόσληψη νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού και αυτό έγινε γιατί υπήρχε η ανάγκη.