Η ακροδεξιά και ο λαϊκισμός των δεξιών σχηματισμών ρίχνουν τη σκιά τους στην Ευρώπη, την παραμονή των ευρωεκλογών στα 27 κράτη-μέλη.
Ρητορική ακραίων φωνών, με ψευτοπατριωτικά χαρακτηριστικά, ενίοτε θρησκευτικές ιαχές, διανθισμένες από συνωμοσιολογικά σενάρια και φοβικές αντιδράσεις απέναντι σε καθετί νέο ή διαφορετικό, που προβάλλεται ως «εισβολέας», βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έχουν έρθει αντιμέτωπες με πρωτόγνωρες κρίσεις, όπως μια πανδημία, που εμφανίζεται κάθε 100 χρόνια ή ένας πόλεμος μέσα στην Ευρώπη, που αναζωπύρωσε κινδύνους του παρελθόντος σαν την ενεργειακή κρίση και τις πληθωριστικές πιέσεις. Τα «απόνερα» αυτού του σκηνικού φτάνουν προφανώς και στην Ελλάδα.
Πόσο δε μάλλον, όταν η ελληνική πολιτική σκηνή έχει απεμπολήσει πλέον τον χαρακτήρα του «δικομματικού συστήματος». Όχι κατ´ επιλογή ή γιατί η πολιτική ωριμότητα οδήγησε σε μια διαφορετική νοοτροπία συνεργασιών και συνεννοήσεων, αλλά γιατί το εκλογικό σώμα καταβαράθρωσε τον δεύτερο πόλο. Η Νέα Δημοκρατία παρότι βρίσκεται στη δεύτερη θητεία της εξακολουθεί να διατηρεί τον βασικό όγκο των ποσοστών της, με την κυβερνητική φθορά να είναι έως τώρα περιορισμένη. Απέναντι της μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση.
Η συνεχής απώλεια ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, που βρέθηκε τον Ιούνιο του 2019 στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με ποσοστό 32% και διατηρήθηκε εκεί τον Ιούνιο του 2023 με 18%, αποτυπώνεται πλέον στις δημοσκοπήσεις, όπου καταγράφει οριακά διψήφια δύναμη, της τάξεως του 11-12%. Την ίδια ώρα, το ΠΑΣΟΚ, με τον Νίκο Ανδρουλάκη στην ηγεσία του από το 2021, έχει μεν καταφέρει να ξεφύγει από τα μονοψήφια ποσοστά, ταλανίζεται, ωστόσο, ανάμεσα στο 12-13%, διεκδικώντας στις δημοσκοπήσεις τη δεύτερη θέση, χωρίς, όμως, να σταθεροποιείται σε αυτήν.
Το πολιτικό σκηνικό συμπληρώνουν το ενισχυμένο ΚΚΕ, αλλά και η Ελληνική Λύση, που καταγράφει κινητικότητα με αυξημένα ποσοστά, καθώς φαίνεται να επωφελείται από τις εκ δεξιών διαρροές της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν έχει να «κοιτά», να αντιπαρατίθεται και να επιτίθεται μόνο προς μία κατεύθυνση, αντιθέτως επιχειρεί να «καταρρίψει» το αφήγημα τριών πολιτικών δυνάμεων, με την υποσημείωση ότι προφανώς δεν απευθύνεται στην ίδια «δεξαμενή» ψηφοφόρων με τον Περισσό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε το έναυσμα της προεκλογικής περιόδου από τη Θεσσαλονίκη, με την ομιλία του στο προσυνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, όπου επιβεβαίωσε και τη στρατηγική των 90 ημερών, που θα ακολουθήσει. Έκανε το ίδιο και στη συνέντευξή του προ ημερών στον ΣΚΑΙ. Στέφανος Κασσελάκης, Νίκος Ανδρουλάκης και Κυριάκος Βελόπουλος βρίσκονται πλέον στο μικροσκόπιο της κυβέρνησης, με τον πρωθυπουργό να ασκεί έντονη κριτική στο λόγο, που διατυπώνουν και τα πεπραγμένα τους.
Η υπόθεση των επιχειρήσεων, που διατηρεί στο εξωτερικό ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, κατά παράβαση του νόμου, που το κόμμα του ως κυβέρνηση έχει ψηφίσει το 2016, βρίσκεται σε πρώτο πλάνο από τα κυβερνητικά στελέχη. «Έφτιαξαν ένα νόμο για μένα και τελικά αφορά τον κ.Κασσελάκη» τονίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, υπενθυμίζοντας τα «πυρά», που έχει δεχθεί η οικογένεια του στο παρελθόν.
Η κυβέρνηση περνά στην αντεπίθεση και για όσα η αξιωματική αντιπολίτευση της επιρρίπτει για το κράτος δικαίου, αναδεικνύοντας την αυτοκριτική του Αλέξη Τσίπρα για την υπόθεση Νοβάρτις και τις κατηγορίες, που καταρρίφθηκαν για δέκα πολιτικά πρόσωπα, αλλά και τις καταγγελίες του Σταύρου Κοντονή περί λειτουργίας «παρασυστήματος» στο Μέγαρο Μαξίμου, εν γνώσει του κ.Τσίπρα, την εποχή, που ο ίδιος ήταν υπουργός δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Οι συνεχείς αλλαγές στη στάση του ΠΑΣΟΚ απέναντι σε σειρά σημαντικών μεταρρυθμίσεων, που η κυβέρνηση προχωρά, όπως η επιστολική ψήφος, τα απογευματινά χειρουργεία στο ΕΣΥ, η λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, προαναγγέλοντας μάλιστα και προϋποθέσεις, που θέτει πλέον για να στηρίξει την αναθεώρηση του άρθρου 16, δε μπερδεύουν μόνο τους ψηφοφόρους της Χαριλάου Τρικούπη, αλλά μετατρέπονται σε πεδίο έντονης κριτικής από την κυβέρνηση. «Περίμενα από τον κ. Ανδρουλάκη ότι θα μπορούσε να συναινέσει στο θέμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» τονίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχοντας ήδη «αναβαθμίσει» το ζήτημα αυτό σε απόδειξη πραγματικής προοδευτικότητας ή οπισθοδρόμησης των πολιτικών δυνάμεων.
Κι αν με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ η αντιπαράθεση μπορεί να γίνει με πολιτικά ή ιδεολογικά κριτήρια, με την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, οι όροι είναι διαφορετικοί.
Η κυβέρνηση ανεβάζει τους τόνους και απέναντι στον Κυριάκο Βελόπουλο, ο οποίος φαίνεται να γίνεται δέκτης των δεξιών ψήφων διαμαρτυρίας, αλλά και μιας αντισυστημικής ψήφου. «Κάποιοι φτιάχνουν καριέρα πάνω στην τραγωδία των Τεμπών» είπε ο κ. Μητσοτάκης, σχολιάζοντας τη στάση του πρόεδρου της Ελληνικής Λύσης. Και η υπόθεση των Τεμπών δεν είναι η μόνη. Καταλυτική για την άνοδο Βελόπουλου, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, αποτέλεσε πριν από δύο χρόνια, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Σήμερα, ο νόμος για την ισότητα στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών ήρθε να «φουσκώσει» ακόμη περισσότερο τα ποσοστά της Ελληνικής Λύσης, που συντάχθηκε χωρίς κανέναν αστερίσκο απέναντι στη ρύθμιση και απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τη στάση της Εκκλησίας και των ιερέων, που από άμβωνος κηρύττουν κάθε Κυριακή. Τα ερείσματα του Κυριάκου Βελόπουλου ενισχύθηκαν αρχικά την περίοδο της πανδημίας, όταν «μεσουρανούσε» το αντιεμβολιστικό κίνημα, που ο ίδιος στήριξε. Ήδη από τότε, οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν τα υψηλότερα ποσοστά του, εκεί όπου τα στοιχεία έδειχναν τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού κατά της covid 19.
Κοινός παρονομαστής της κυβερνητικής στρατηγικής απέναντι σε όλες τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, η ένδεια στη διατύπωση εναλλακτικής πρότασης. Στο Μέγαρο Μαξίμου επισημαίνουν ότι κυρίως τα δύο κόμματα, που επιδιώκουν να αναδειχθούν σε κυβερνώσες παρατάξεις, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, εξαντλούνται σε μια ανέξοδη κριτική απέναντι στις κυβερνητικές πολιτικές, χωρίς να παρουσιάζουν και πολύ περισσότερο να πείθουν τους ψηφοφόρους, ότι παρουσιάζουν ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο για τη χώρα.
Όσο για την Ελληνική Λύση, το ερώτημα, που διατυπώνεται είναι αν θα καταφέρει να επιβεβαιώσει στην κάλπη τα διψήφια ποσοστά, που κάποιες δημοσκοπήσεις της δίνουν και ακόμη περισσότερο, αν στο πέρασμα του χρόνου, θα αναδειχθεί σε πόλο στα «δεξιά της δεξιάς» της Νέας Δημοκρατίας ή θα έχει την τύχη και την κατάληξη του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού.