Με την κυρία υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δεν έχω συναντηθεί ποτέ, ούτε έχω μιλήσει στο τηλέφωνο. Το καταθέτω εξ αρχής, ώστε να αποφύγω άσκοπες παρανοήσεις και παρεξηγήσεις.
Ωστόσο, εδώ και τέσσερα περίπου χρόνια, παρακολουθώντας τη δημόσια παρουσία της, με έχει εντυπωσιάσει η σφοδρότητα και η επιμονή των επιθέσεων που δέχεται για τις παρεμβάσεις και τις πολιτικές που εφαρμόζει. Ορισμένες, μάλιστα, φορές, κατηγορείται ακόμη και για πράγματα, με τα οποία δεν έχει την παραμικρή σχέση. Θα έλεγε κανείς πως μοιάζει με το στόχο του σκοπευτηρίου, όπου ο κάθε μύωψ ή αλλήθωρος βαράει, για να κερδίσει ένα λούτρινο ζωάκι.
Υπάρχουν ορισμένοι κύκλοι, τόσο στην κεντρική πολιτική σκηνή, όσο και στο περιθώριο πολιτικής και κοινωνίας, οι οποίοι στοχοποιούν την υπουργό, προαναγγέλλοντας πότε την καταστροφή της Ακρόπολης (άσχετα αν τους διέψευσαν εκ των υστέρων τα εκατομμύρια των επισκεπτών και τα διθυραμβικά άρθρα του διεθνούς Τύπου), πότε το «έγκλημα στη Βενιζέλου» (άσχετα αν τη δικαίωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας), πότε το ξεπούλημα του ελληνικού πολιτισμού με το νομοσχέδιο για τα αρχαιολογικά μουσεία και πότε για το «θάνατο του λαϊκού πολιτισμού» στο σύνολό του. Προφάσεις εν αμαρτίαις.
Αν το καλοψάξει κανείς, οι αντιπροτάσεις των διαρκώς, κατ’ επάγγελμα, αγωνιούντων περιλαμβάνουν «αυτοδιαχειριζόμενα πάρκα στις πλατείες», τα οποία προωθούν την αισθητική του καραγκιόζ μπερντέ, «ενίσχυσης της πολυπολιτισμικότητας στις γειτονιές», με άγνωστους στόχους και ερμηνείες, διάφορα «αρχαιολογικά ευρήματα» με βωμολοχίες κατά του δημοκρατικά εκλεγμένου πρωθυπουργού της χώρας και άλλα φαιδρά και ανυπόληπτα.
Από χρόνια έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας, ένα μέτωπο ακραίας συντήρησης, με βαθιές ρίζες στη δημοσιοϋπαλληλική, κυρίως, γραφειοκρατία και τους εκπροσώπους της, η οποία συνηθισμένη στη «συνδιοίκηση» δημόσιων φορέων και οργανισμών, όχι μόνο αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, αλλά αποτελεί και τη βασική τροχοπέδη κάθε αλλαγής και μεταρρύθμισης. Συνεπικουρούμενη από διάφορα επιχειρηματικά και εκδοτικά συμφέροντα, με την παραμικρή αφορμή, σηκώνει κουρνιαχτό, τον οποίο αναλαμβάνει να διαδώσει πολλαπλασιαστικά, το γνωστό διαδικτυακό υπόγειο.
Κάθε δράση, όμως, φέρνει και την αντίδρασή της. Έτσι, η μονομανής αντίθεση στο πρόσωπο της υπουργού και οι συνεχείς διαψεύσεις των αντιπάλων της, είχε ως αποτέλεσμα κάθε κατηγορία ή μομφή που της απευθύνεται, να γίνεται δεκτή με αισθήματα που ποικίλουν από την αμφιβολία μέχρι την ολοκληρωτική απόρριψη. Αν κάτι κατάφεραν τελικά όλοι αυτοί, δεν ήταν η καταρράκωση του κύρους και η παραίτηση της Λίνας Μενδώνη από τον υπουργικό θώκο, μα η ενίσχυση της αίσθησης της δικής τους ανυποληψίας.
Είναι αξιοθαύμαστη όχι μόνο η αντοχή της υπουργού Πολιτισμού στις επιθέσεις που δέχεται, αλλά και οι πάντα επιστημονικά τεκμηριωμένες και πολιτικά αποστομωτικές απαντήσεις που δίνει από το δημόσιο βήμα. Κυρίως, όμως, μιλάνε τα έργα της. Έργα που παραδίδονται στο ελληνικό και διεθνές κοινό, αυξάνουν το κύρος της χώρας, συμβάλλουν στα έσοδα από τον τουρισμό, τα οποία με τη σειρά τους ενισχύουν τις υποδομές εκείνες, χάριν των οποίων εκατομμύρια άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο συρρέουν στην πατρίδα μας για να απολαύσουν τα των ανθρώπων έργα του παρελθόντος.
Η παρουσίαση του σχεδίου για την ανάπλαση του αρχαιότερου αρχαιολογικού μουσείου της χώρας, εκείνου των Αθηνών, είμαι σίγουρος πως θα προκαλέσει θύελλα διαμαρτυριών, χλευασμών και κατηγοριών. Θα ξεσηκωθούν διάφοροι «σύλλογοι», κάποιοι αδικημένοι, άλλοι πάλι θα προτάξουν τα στήθη τους για μερικά δέντρα που ίσως κοπούν, ενώ δεν θα λείπουν κι εκείνοι που θα λένε πως «ο πολιτισμός ανήκει στον λαό» μη διευκρινίζοντας, παρόλα αυτά, τι εννοούν και πως μπορεί αυτό να γίνει πράξη.
Η περίπτωση της κ. Μενδώνη και των διωκτών της (γιατί περί αυτού πρόκειται) θυμίζει έντονα το παραμύθι με το βοσκόπουλο και τον λύκο. Μόνο που τώρα πια, δεν τους πιστεύει κανείς. Ίσως, γιατί παρά το γεγονός πως ομνύουν διαρκώς στη «λαϊκή σοφία» δεν είχαν χρόνο να διαβάσουν λαϊκά παραμύθια, απορροφημένοι στη μελέτη της μαρξιστικής μυθολογίας.