Το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, με το οποίο αποφασίστηκε η αποφυλάκιση του αρχηγού της Χρυσής Αυγής, αποτελεί ένα ακόμα σοκ για όσους παρακολουθούν, και προσπαθούν να καταλάβουν, τις αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης. Αποτελεί επίσης, και είναι σημαντικότερο, μια ακόμα παραβίαση της λογικής των θεσμών και μια επιπλέον απόδειξη της στρεβλής εφαρμογής του νόμου από ορισμένους δικαστικούς λειτουργούς. Να το πούμε με λίγες λέξεις: μάς γυρνάει πίσω – πολλά χρόνια κι από πολλές απόψεις.
Διόλου δεν ισχύει – το είδαμε και στην πρόσφατη απόφαση για το Μάτι – ότι από τη στιγμή που «μίλησαν» οι δικαστές δεν χωρεί άλλη συζήτηση, ούτε ότι οι δικαστές απλώς εφαρμόζουν το νόμο και γι' αυτό, αν θέλουμε να διαμαρτυρηθούμε, θα πρέπει να τα βάλουμε με το νομοθέτη. Όπως στο Μάτι κανένας νόμος δεν υποχρέωνε τους δικαστές να μετατρέψουν συλλήβδην τις ποινές σε χρηματικές, έτσι και για τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής κανείς δεν τους υποχρέωνε να κάνουν δεκτή την αίτησή του για αποφυλάκιση. Άλλο το δικαίωμα που δίνει ο νόμος για την αίτηση – και που με το νέο πλαίσιο τίθεται υπό αυστηρότερους όρους – κι άλλο η στάθμιση που οφείλουν να κάνουν, σε κάθε περίπτωση χωριστά και βάσει των ειδικών χαρακτηριστικών της, οι δικαστές.
Γιατί αυτό είναι που καίει, κι εξοργίζει, στην περίπτωση Μιχαλολιάκου: ότι δεν λήφθηκε υπόψη ο λόγος για τον οποίο καταδικάστηκε – ηγετική και καθοδηγητική συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση – ούτε η κοινωνική απαξία των πράξεων και της εν γένει στάσης του – τόσο εκτός όσο και εντός φυλακής. Μιας στάσης που κατέτεινε ανοιχτά, και συνεχίζει να κατατείνει εξίσου ανοιχτά, στην ανατροπή, και πάντως σίγουρα στην υπονόμευση, του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Για έναν τέτοιο κατάδικο δεν είναι νοητό να υπερισχύουν οι τυπικές προυποθέσεις της αποφυλάκισης – συμπλήρωση ορισμένου χρόνου, «καλή διαγωγή» στη φυλακή, θέση περιοριστικών όρων – εις βάρος των ουσιαστικών: αμετανόητη βούληση πολιτειακής αναταραχής, όχι απλώς με μη αποκλειόμενη αλλά με εξυπακουόμενη τη χρήση βίας.
Ακόμα λιγότερο νοητό και παραδεκτό, από λογική και νομική άποψη, είναι να λέγεται, όπως είπε η πλειοψηφία στο βούλευμα, ότι η αμφιβολία περί ύπαρξης των ουσιαστικών όρων αποφυλάκισης πρέπει να λειτουργεί υπέρ της αποφυλάκισης: με τη στάση, την αρθρογραφία, την πλήρη έλλειψη μεταμέλειας και την αδιάλειπτη προσπάθεια δημιουργίας πολιτικών εντυπώσεων κι επηρεασμού του κοινωνικού σώματος, ο συγκεκριμένος κατάδικος ούτε αμφιβολίες αφήνει για το τι πιστεύει και τι θα ήθελε να κάνει, ούτε κρύβει την πρόθεσή του να συνεχίσει, και εκτός φυλακής, τη μάχη κατά της δημοκρατίας.
Τα αυτονόητα αυτά τα άρθρωσε, προς τιμήν του, ο Εισαγγελέας, αλλά, όπως τα περισσότερα αυτονόητα στην ωραία χώρα μας, εμετρήθησαν, εζυγίσθηκαν και απεδείχθησαν μειοψηφικά.
Ο χρονισμός, και ο αντίστοιχος συμβολισμός, της απόφασης περί αποφυλάκισης είναι κατά κυριολεξία τρομακτικός: λίγο πριν από τις ευρωεκλογές τις οποίες απειλούν και ενισχύονται οι ακροδεξιές και αντιδημοκρατικές δυνάμεις, με τον «υπαρχηγό» της Χρυσής Αυγής να δρα και να απειλεί, επίσης από τη φυλακή, και τη Δικαιοσύνη να ετοιμάζεται να τον δικάσει για ηθική αυτουργία σε εξαπάτηση του εκλογικού σώματος (και ίσως να θέσει εκτός νόμου το κόμμα που του χρησίμευε ως προκάλυμμα), το δικαστικό συμβούλιο της Λαμίας επέλεξε να κάνει ένα νεύμα αλληλεγγύης προς ένα πρόσωπο που ενσαρκώνει περισσότερο από κάθε άλλο στην Ελλάδα αυτές ακριβώς τις ακροδεξιές, αντιδημοκρατικές, μισαλλόδοξες κι εκδικητικές «ιδέες».
Το κακό έγινε, αλλά η δημοκρατία δεν πρέπει να παραδοθεί. Η άμεση άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα κατ' αυτής της πέραν κάθε μέτρου και λογικής απόφασης αποτελεί θεσμικό μονόδρομο. Το αν θα αποτελέσει και δημοκρατικό ανάχωμα θα εξαρτηθεί από τα αρμόδια για την εκδίκαση της έφεσης όργανα.