Του Γιάννη Σιδέρη
Μια χώρα γελοιότητας δεν είναι τυχαίο που κατάντησε όπως κατάντησε. Κάθε επί μέρους θέμα γίνεται κυρίαρχο και καταπονεί την πολιτική σκηνή.
Στην Αμερική το FBI, που στις υπηρεσίες του δεν έχει μόνο τους πιστολάδες που βλέπουμε στις ταινίες αλλά και πλήθος ειδικοτήτων, μεταξύ των οποίων και κοινωνικών ψυχολόγων και ψυχιάτρων, επισείει την προσοχή για τις επιπτώσεις που θα έχει στον ψυχισμό και την κοινωνική συμπεριφορά των εφήβων η ταινία Joker.
Όπως γράφει το «The Hollywood Reporter» η φράση «ισχυρή αντίδραση» είναι ελαφρύς χαρακτηρισμός καθώς πολλοί έχουν ξεσηκωθεί κατά της ταινίας και για το λόγο αυτό τα αστυνομικά τμήματα του Λος Άντζελες και της Νέας Υόρκης έχουν ενισχυμένες αστυνομικές δυνάμεις έξω από τις αίθουσες.
Στις ΗΠΑ πάλι, συγγενείς των θυμάτων της επίθεσης στην Ορόρα, όπου ένοπλος εισέβαλε σε προβολή ταινίας του Μπάτμαν, διαμαρτυρήθηκαν με επιστολή τους στην εταιρία παραγωγής Warner Bros.
Στον Καναδά μέσα στις αίθουσες προβολής υπάρχουν αστυνομικοί, με πολιτικά μεν αλλά οπλοφορούντες, καθώς η ταινία θίγει προβλήματα ταυτότητας και αποταξικοποίησης, και αναδιφεί ορμέμφυτα, που εντοπίζονται κυρίως στον αγγλοσαξονικό κόσμο.
(Σημ: Είναι άλλα τα προβλήματα της Ευρώπης. Στο Παρίσι π.χ. υπάρχουν οπλισμένοι αστυνομικοί τριγύρω στα τετράγωνα των αιθουσών προβολής. Είναι η μόνη χώρα που επιτρέπεται να δουν την ταινία ανήλικοι. Τους απασχολούν άλλα θέματα, κυρίως αυτά της τρομοκρατίας, με τις θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές που διαμάχονται αιματηρά εντός της γαλλικού εδάφους. Για αυτό και η μεγάλη αστυνόμευση δε αφορά τον Joker, αλλά αυτή την εποχή μια ταινία σχετική με τους Κούρδους και με τον τίτλο «Αδελφές στα όπλα». Σημειωτέον ότι σκηνοθέτιδα της ταινίας είναι δημοσιογράφος του γνωστού Charli Hebdo, στα γραφεία του οποίου έγινε επίθεση το 2015 ισλαμιστών φονιάδων με αποτέλεσμα 12 νεκρούς και 7 τραυματίες).
Σαφώς εμείς δεν αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα του αγγλοσαξονικού κόσμου, ούτε εκείνου της Κεντρικής Ευρώπης, ώστε να έχουμε ανάλογες συμπεριφορές. Αντιμετωπίζουμε όμως κάτι μάλλον χειρότερο: Τη γελοιότητα.
Ο Γιάννης Ραγκούσης, ο υπουργός του ΓΑΠ που διατήρησε την επίμαχη διάταξη του νόμου που έρχεται από τον εποχή του Μεταξά (1937!), και του οποίου η υπογραφή φιγουράρει πρώτη –πρώτη στη λίστα υπογραφών του νέου νόμου το 2010, ξεσπάθωσε μιλώντας για «αδιανόητες Εξελίξεις που γυρίζουν την αστυνομία σε πολύ σκοτεινές εποχές».
Τα troll του ΣΥΡΙΖΑ έμμισθα ή εθελοντικά, ξεσάλωσαν μιλώντας για χούντα, νόμο «4000» περί τεντιμποϊσμού, αστυνομοκρατία κλπ, ενώ στη σωρό καταδέχτηκε να μπει και ο πρώην Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας Αλέξης! Πέραν της κοινωνιολογίζουσας ανάλυσης (ο καθείς και οι λογογράφοι του), έγραψε και το… αξιοπρόσεκτο: «Το περασμένο Σάββατο πήγα σινεμά, ευτυχώς στον κινηματογράφο Αθήναιον και όχι στο ΑΕΛΛΩ». Δηλαδή γιατί ευτυχώς; Πρόλαβε να δει την ταινία πριν την απαγορεύσουν; Όχι, γιατί δεν τη απαγόρευσαν. Είναι… έφηβος και κινδύνεψε να υποστεί εξακρίβωση στοιχείων και να προσαχθεί στο τμήμα; Προφανώς και όχι. Απλώς είναι η κεκτημένη, οι κακοί που κυνηγούν τους αριστερούς.
Όμως ο κ. Τσίπρας είναι συνυπεύθυνος. Ο επίμαχος νόμος του 1937 δεν έμεινε ατροποποίητος μόνο το 2010, αλλά και επί Τσίπρα, το 2016 (Ν. 4442/16) ως προς ορισμένες διατάξεις του. Και αντί - όχι να ζητήσουν συγνώμη, δεν το συνηθίζουν - να σιγήσουν, εξεγείρονται και μιλούν για σκοτεινές εποχές επειδή εφαρμόστηκαν οι διατάξεις που οι ίδιοι διατήρησαν.
Η ελαφρότητα δεν περιορίστηκε μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση σύρθηκε στην φαρσοκωμωδία. Ο κατά τεκμήριο σοβαρός υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έγραψε στα social media ότι θα πάει να δει την ταινία με τον 15χρονο γιο του. Αφού ο νόμος ήταν απηρχαιωμένος δεν είχε παρά να αναλάβει πρωτοβουλία να αλλάξει. Ως τότε υποχρεούται να τον σεβαστεί.
Τέλος όσον αφορά το επίμαχο περιστατικό: Ο,τι και να έγινε ακριβώς, όποιος και να ειδοποίησε, για όποιο λόγο, υπάρχουν δύο δεδομένα: Η ελληνική αστυνομία λειτούργησε, όπως κάνει συχνά, με αγαρμποσύνη και δημιουργήθηκαν θηριώδεις εντυπώσεις. Δεύτερον η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού λειτούργησε φοβικά και δεν υπερασπίστηκε ένα νόμο του ελληνικού κράτους, που ναι μεν θέλει αλλαγή, ναι μεν εκοιμείτο ως τώρα (που θα έλεγε κάποτε και ο Χριστόδουλος – «να κοιμηθεί ο νόμος»), αλλά ακόμη δεν παύει να είναι νόμος του ελληνικού κράτους.